Βιβλίο

Διαβάζοντας: “Το πικρό ποτήρι” – Λένα Διβάνη, του Άγγελου Κουτσούκη

Spread the love

Βιβλιοπρόταση: Άγγελος Κουτσούκης: “Ο άνθρωπος που έμενε στον Φάρο” από τις εκδόσεις Φίλντισι

Θα το βρείτε: σε “Πολιτεία”, “Πρωτοπορία” Αθήνας-Θεσσαλονίκης-Πάτρας, “Ιανός” Αθήνας και Θεσσαλονίκης, και σε όλα τα βιβλιοπωλεία της Ελλάδας και του εξωτερικού που θα ζητηθεί σε 2-5 ημέρες. β) ΗΠΑ μέσω του “Εθνικού Κήρυκα”. γ)στις εκδόσεις Φίλντισι on line, με μειλ ή τηλεφωνικά 210 65 40 170 – [email protected]

όλα τα συγγραφικά έσοδα θα διατεθούν σε οικογένειες με παιδικό καρκίνο.

Ο  Άγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός και Δημοσιογράφος.

“ΤΟ ΠΙΚΡΟ ΠΟΤΗΡΙ” της ΛΕΝΑΣ ΔΙΒΑΝΗ εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

΄΄Το πικρό ποτήρι΄΄ έχει υπότιτλο ΄΄Ο Καποδίστριας, η Ρωξάνδρα και η Ελλάδα΄΄ και όπως είναι προφανές το θέμα του είναι η σχέση του Καποδίστρια με την Ρωξάνδρα Στούρτζα, μιά σχέση που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε γιατί οι συνθήκες της εποχής και ο χαρακτήρας του Καποδίστρια δεν το επέτρεψαν. Πλήν όμως, ο έρωτας που υπήρξε μεταξύ τους ήταν τόσο καθοριστικός,που επηρέασε τις ζωές και των δύο, από τη στιγμή που γνωρίστηκαν μέχρι τη στιγμή που πέθαναν. Το 1831 δολοφονήθηκε ο Καποδίστριας, μερικά χρόνια αργότερα, το 1844, πέθανε η Ρωξάνδρα.

Όπως γράφει, αντί προλόγου, η συγγραφέας στο βιβλίο ΄΄Όταν το 2019 παρέδωσα στην εκδότριά μου το προηγούμενο βιβλίο μου, τα ΄΄Ζευγάτια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας΄΄,ήταν και ο Καποδίστριας μέσα φυσικά. Πώς να τον αφήσω απέξω; Ήταν και είναι ο αγαπημένος μου ήρωας, ο σταυροφόρος της μόρφωσης, ο γιατρός των φτωχών, ο διεθνής κοσμοκαλόγερος, ο ταμένος της πατρίδας.  Το ανεκπλήρωτο ειδύλλιό του με τη Ρωξάνδρα μάλιστα είναι εμβληματικό, επιβεβαιώνοντας, νομίζω, τη θεωρία ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου χαράζει, ίδιος κι απαράλλαχτος, τα δημόσια όπως και τα ιδιωτικά μονοπάτια της ζωής. Ο Ιωάννης ήταν ένας μοναχικός ήρωας που  βάδιζε οδηγημένος –για να μη πώ φυλακισμένος-αποκλειστικά και μόνον από τις Αρχές του, και γι΄αυτό έπραττε πάντα τα ΄΄δέοντα΄΄ από τη στιγμή που γεννήθηκε μέχρι τη στιγμή που ξεψύχησε δολοφονημένος από χέρι ελληνικό: τον εαυτό του τον χάρισε χωρίς δεύτερη σκέψη στην Ελλάδα, γιατί αυτό υπαγόρευσαν οι Αρχές του. Τη Ρωξάνδρα δεν ήθελε να την πάρει στον λαιμό του όμως-κι αυτό οι Αρχές του το διέταξαν. Οι φίλοι του τον προειδοποίησαν ότι θα τον σκοτώσουν-δεν τους άκουσε.γιατί οι Αρχές του τον έκαναν κουφό. Η Ρωξάνδρα τον παρακάλεσε να την πάρει μαζί του, να τον συντροφέψει καθώς ανέβαινε τον Γολγοθά του-αλλά οι Αρχές του τον ανάγκασαν να αρνηθεί. Ίσως γι΄αυτό τη λέξη ΄΄Αρχές΄΄ την έγραφε πάντα με Α κεφαλαίο. Είναι τόσο σύνθετος άνθρωπος ο Καποδίστριας, τόσο ΄΄δυσανάγνωστος΄΄ από τον σημερινό αναγνώστη, που χρειάζεται ΄΄χώρο΄΄ για να αναπτυχθεί αυτός και η εποχή του ώστε να γίνει κατανοητός. Γι΄αυτό τον ξεχώρισα κι εγώ από τα υπόλοιπα ΄΄Ζευγάρια΄΄ και του αφιέρωσα ένα ολοδικό του βιβλίο. Μόνος του ήταν πάντα ο Καποδίστριας άλλωστε….΄΄

Βιβλία για τη ζωή του Καποδίστρια έχουν γραφτεί πολλά και είμαι σίγουρος ότι θα γραφτούν ακόμα πιό πολλά στο μέλλον.  Αυτό που ξεχωρίζει το βιβλίο της Λένας Διβάνη είναι ο τρόπος που γράφει. Καθηγήτρια η ίδια της ιστορίας εξωτερικής πολιτικής στη Νομική Σχολή Αθηνών, έχει κατακτήσει ένα ύφος πού, υποθέτω, χρησιμοποιεί για τα επικοινωνεί με τους φοιτητές της. Τα γραπτά της, πέρα από την ιστορική εγκυρότητα που έχουν, είναι γραμμένα σε ένα ύφος νεανικό, η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι η γλώσσα των νέων. Βέβαια, έχει και η ίδια το ταλέντο της αφήγησης. Συνδυασμένα και τα δύο μας δίνουν ένα αποτέλεσμα ακαταμάχητο. Ο αναγνώστης ΄΄περνάει΄΄ καλά μέσα στα βιβλία της.  Σαν σύγχρονη παραμυθού-θηλυκό του παραμυθάς-αφηγείται την ιστορία που θέλει να πει με τρόπο που ο ακροατής –ή στην συγκεκριμένη περίπτωση ο αναγνώστης των βιβλίων της-κρέμεται από το στόμα της ή από τη γραφή της.

Βεβαίως, το γεγονός ότι έχει βαθιά γνώση της ιστορίας που περιγράφει είναι καθοριστικό. Μόνο έχοντας ουσιαστική γνώση μπορείς να είσαι απλός.

Γράφει σε κάποιο σημείο:΄΄Και βέβαια, παρά τους υπαινιγμούς της Ρωξάνδρας που επιθυμεί διακαώς να έρθει στην Ελλάδα να τον δει και να τον βοηθήσει, αυτός δεν την καλεί. Μέχρι που αυτή η περήφανη τολμάει και το λέει ανοιχτά ΄΄Γιατί δεν με καλείτε; Γιατί, Θεέ μου;΄΄

Η απάντηση είναι απλή:Γιατί δεν ήθελε να την μπλέξει με την κόλαση που βίωνε τότε στην Ελλάδα. Είχε χίλια πράγματα ταυτόχρονα στο μυαλό του και χίλια εμπόδια που έπρεπε να υπερπηδήσει. Κάθε μέρα έκανε εχθρούς, δεν ήθελε να την βάλει σε κίνδυνο. Παραμέρισε τις ανάγκες της καρδιάς του λοιπόν και τη στέγνωσε-αφοσιώθηκε στη δουλειά. Πράγματι, μέσα σε σχεδόν τέσσερα χρόνια.έκανε το ακατόρθωτο:θεμελίωσε ένα ολόκληρο κράτος. Ίδρυσε τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων για να εκπαιδεύσει τους φρουρούς του Έθνους, έδωσε κίνητρα στη ναυτιλία, ίδρυσε την πρώτη τράπεζα. Οργάνωσε τη δικαιοσύνη, έφερε πολεοδόμους και αρχιτέκτονες, επιμόρφωσε δασκάλους. Και επιπλέον, συγκρούστηκε με όλα τα παλιά κέντρα εξουσίας.  Πως να παρασύρει λοιπόν τη Ρωξάνδρα να έρθει σε μιας Ελλάδα όπου όλοι σχεδόν στράφηκαν εναντίον του; Αν πάθαινε κάτι αυτός, ποιος θα την προστάτευε; Ο Κολοκοτρώνης ήταν από τους λίγους που κατάλαβε τις προθέσεις του και την εντιμότητά του και στάθηκε δίπλα του. Το ίδιο και ο θρυλικός Κανάρης από τους νησιώτες.  Αυτοί, μαζί με έναν αριθμό ετεροχθόνων Ελλήνων της διασποράς, ήταν τα μόνα στηρίγματά του΄΄.

Μέσα σε διακόσιες περίπου σελίδες η Λένα Διβάνη μας μαθαίνει όχι μόνο την ιστορία του Καπαδίστρια, αλλά και τις συνθήκες της εποχής. Πού ήταν τραγικά δύσκολες. Μαθαίνουμε επίσης για τη Ρωξάνδρα Στούρτζα, μιά γυναίκα πού, σαφώς, διέφερε από τον μέσο όρο γυναικών της εποχής της και της κοινωνικής της τάξης. Πού, πριν  πεθάνει, έγραψε τα απομνημονεύματά της, προσπαθώντας να διασώσει κάτι από αυτή την ιστορία.Τα απομνημονεύματά της έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, αλλά δυστυχώς είναι εξαντλημένη η έκδοση.

Και θα το γράψω για μια φορά ακόμη: ο τρόπος αφήγησης της Λένας Διβάνη είναι αυτός που κάνει την διαφορά. Αν ποτέ οι μαθητές του σχολείου είχαν τη δυνατότητα να διαβάζουν βιβλία ιστορίας γραμμένα από αυτήν, το μάθημα της ιστορίας θα γινόταν το αγαπημένο μάθημα των μαθητών.

Η  ίδια η συγγραφέας μιλώντας για το βιβλίο στην Athens Voice είπε τα εξής:

΄΄ Δεν διάλεξα τυχαία αυτό τον μελαγχολικό τίτλο: Πρώτα απ’ όλα αντικατοπτρίζει το αίσθημα με το οποίο ο Ιωάννης Καποδίστριας ανέλαβε την αποστολή να σώσει το νεογέννητο ελληνικό κράτος. Ήξερε πολύ καλά πού πήγαινε και τι τον περίμενε. Στα γράμματά του επαναλάμβανε ξανά και ξανά τη λέξη «Γολγοθάς» και κάποια στιγμή το είπε και ανοιχτά: «Πρέπει να πάω να πιω αυτό το πικρό ποτήρι». Όλη του τη ζωή αυτό έκανε άλλωστε. Θυσίαζε συνειδητά την ευχαρίστησή του και τη βολή του και ως άντρας και ως πολιτικός. Τη Ρωξάνδρα ας πούμε, μολονότι τη χρειαζόταν ως ερωτευμένος άντρας που ήταν, να σταθεί στο πλευρό του ανεβαίνοντας τον Γολγοθά, την απέτρεψε. Δεν ήθελε να τη βάλει σε κίνδυνο. Πώς να τη φέρω στην Ελλάδα, έλεγε. Εγώ ούτε τις κούτες από τη μετακόμιση δεν πρόλαβα να ανοίξω, κοιμάμαι δυο ώρες την ημέρα και τρώω μια μπουκιά ψωμί στα όρθια. Πράγματι, τις κούτες του μετά τη δολοφονία του τις άνοιξαν…΄΄

Και η Γιώτα Δημητριάδη έγραψε σχετικά με το βιβλίο:

΄΄ Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιστοριοδίφης για να γνωρίζει το όνομά του Καποδίστρια. Οι περισσότεροι θα έχουν κάτι να σου πουν για τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας. Λίγοι όμως γνωρίζουν την μεγάλη καριέρα που είχε διανύσει ως διπλωμάτης στο εξωτερικό και ακόμη λιγότεροι τον πλατωνικό του έρωτα με την Ρωξάνδρα Στούρτζα.

Διαβάζοντας το βιβλίο της Λένας Λιβάνη «Το πικρό ποτήρι: Ο Καποδίστριας, η Ρωξάνδρα και η Ελλάδα», ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία όχι μόνο να έρθει σ’ επαφή με τη διαδρομή του Ιωάννη Καποδίστρια προς τη δόξα και την τραγική δολοφονία του αλλά ίσως και την ψευδαίσθηση που δημιουργεί ένας καλός συγγραφέας στον αναγνώστη του ότι κατανοεί την ψυχοσύνθεση και τις ενδόμυχες σκέψεις του ήρωά του.

Η ιστορία αγάπης που ποτέ δεν ευοδώθηκε με την Ρωξάνδρα είναι σημαντική όχι μόνο για τη δύναμη που μπορεί να έχει το συναίσθημα δύο ανθρώπων ακόμη και αν έχει εκδηλωθεί μόνο μέσα από γράμματα αγάπης αλλά κυρίως γιατί η συγγραφέας δίνει την ευκαιρία στο κοινό να γνωρίσει και μια δυναμική γυναίκα που βοήθησε μ’ όλη της τη δύναμη τον αγώνα των Ελλήνων.

Δύο άνθρωποι ταγμένοι στον αγώνα και σ’ έναν κώδικα αξιών μιας κοινωνίας που έχει χαθεί ανεπιστρεπτί. Ίσως γι’ αυτό όπως αποκαλύπτει και η ίδια η συγγραφέας στον πρόλογο ξεχώρισε αυτό το ζευγάρι από «Τα Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας» το προηγούμενο βιβλίο της και ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει ακόμη πιο αναλυτικά γι’ αυτή την ιστορία.΄

SHARE
RELATED POSTS
“Γεια σου μπαμπά, εδώ Γιαννάκης”- video της πρώτης βιβλιοπαρουσίασης του Γιάννη Στουραΐτη στη Ρόδο
Διαβάζοντας την ΄΄Ανησυχία΄΄, του Άγγελου Κουτσούκη
Για το “Χαμόγελο Θανάτου” του Ηρακλή Χοροζίδη, της Τζίνας Δαβιλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.