Βιβλίο

Διαβάζοντας: “Η μοναδική ιστορία” του JULIAN BARNES, του Άγγελου Κουτσούκη

Spread the love

Ο  Άγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός και Δημοσιογράφος.

Σπάνια τυχαίνει να τελειώσεις την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος και να θέλεις να το αρχίσεις πάλι από την αρχή. Αυτή είναι η περίπτωση της «Μοναδικής ιστορίας».

Το τελειώνεις και το αρχίζεις πάλι από την αρχή. Για να είμαι ειλικρινής δεν έχω διαβάσει κάποιο από τα προηγούμενα βιβλία του Julian Barnes. Αλλά μετά την ανάγνωση του συγκεκριμένου, σκοπεύω να γίνω φανατικός αναγνώστης του.

Γεννημένος το 1945 στην Αγγλία, είναι ένας από τους σημαντικότερους βρετανούς συγγραφείς, με διεθνή αναγνώριση. Σπούδασε νομικά και γαλλική φιλολογία στην Οξφόρδη. Το πρώτο του μυθιστόρημα, το «Metroland» εκδόθηκε το 1980.Το 1986 η Ακαδημία Τεχνών και Γραμμάτων των ΗΠΑ του απένειμε το βραβείο Ε.Μ.Φόρστερ. Το 1988 χρίστηκε ιππότης του Γαλλικού Τάγματος Τεχνών και Γραμμάτων. Το μυθιστόρημά του «Άρθουρ και Τζώρτζ» ήταν υποψήφιο για το βραβείο Booker το 2005, όπως επίσης και «Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ» το 1984 και το «England, England» το 1998. Στην τέταρτη υποψηφιότητά του για το ίδια βραβείο, αναδείχθηκε νικητής για το μυθιστόρημά του με τίτλο «Ένα κάποιο τέλος», το 2011. «Ο αχός της εποχής, το 2016,μεταφράστηκε σε πάρα πολλές γλώσσες σε όλο τον κόσμο και θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του 21ου αιώνα.

«Η μοναδική ιστορία» είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο του. Γραμμένο με την μαστοριά ενός τεχνίτη που ξέρει να ισορροπεί τεχνική, συναίσθημα, υπόθεση, εξέλιξη της ιστορίας που θέλει να διηγηθεί. Είναι, ουσιαστικά, η ιστορία του Πώλ, ενός δεκαενιάχρονου φοιτητή της Νομικής, και η πορεία του, οδυνηρή τις πιο πολλές φορές, πρός την ενηλικίωση. Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρία μέρη. Στο πρώτο,  γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, ο δεκαεννιάχρονος  Πώλ, ερωτεύεται. Παράλληλα, μέσα από αυτόν τον έρωτα, τον «απαγορευμένο» έρωτα για τις συνθήκες της εποχής, προκαλεί τόσο την οικογένειά του όσο και τον περιβάλλοντα χώρο καταγωγής του, που είναι ένα μικρό χωριό κοντά στο Λονδίνο. Τα δεκαεννιά του χρόνια τον κάνουν να θέλει να ξεχωρίσει, να είναι διαφορετικός και από την οικογένειά του και από τούς υπόλοιπους γύρω του. «Απαράδεκτα νέος», όπως περιγράφει ο ίδιος τον εαυτό του.

Στο δεύτερο μέρος η αφήγηση γίνεται σε δεύτερο πρόσωπο. Ηλικιακά ο Πώλ είναι ανάμεσα στα είκοσι κάτι και τα τριάντα. Η ζωή του με την Σούζαν, το αντικείμενο του έρωτά του, μπαίνει σε άλλες βάσεις, μακριά από το πατρικό του, αφού μαζί της, μετακομίζουν στο Λονδίνο. Εδώ, θα μπορούσε να κολλήσει και ένας στίχος του Σαββόπουλου, που προφανώς ο Πώλ αγνοεί. «Η ζωή αλλάζει, χωρίς να κοιτάζει την δική σου μελαγχολία». Αυτό ακριβώς του συμβαίνει. Τα δεκαεννιά του χρόνια, που δεν είναι πιά δεκαεννιά, δεν μπορούν να τον προφυλάξουν από όλο αυτό που έρχεται. «Αντιλαμβάνεσαι ότι θέλεις την παρέμβαση των αρχών στη ζωή άλλων ανθρώπων, όχι όμως στη δική σου. Επίσης συνειδητοποιείς ότι η σχέση σου με την αλήθεια έχει γίνει επικίνδυνα εύκαμπτη», σκέφτεται κάποια στιγμή ο κεντρικός ήρωας καθώς πλησιάζει τα τριάντα.

Και φτάνοντας στο τρίτο μέρος της ιστορίας, που ο Πώλ κοντεύει να γίνει μεσήλικας, ο συγγραφέας πιά, στη θέση του Πώλ, καταλήγει «Μετάνιωνε που είχε «δώσει» πίσω τη Σούζαν: Όχι. Η λέξη που περιέγραφε αυτό πού αισθανόταν ήταν ενοχή ή το πιο αιχμηρό της συνώνυμο, τύψεις. Αλλά υπήρχε επίσης κάτι το αναπόφευκτο σε αυτή την απόφασή του, το οποίο προσέδιδε στην πράξη του μια διαφορετική ηθική απόχρωση. Είχε διαπιστώσει ότι απλώς δεν μπορούσε να συνεχίσει. Δεν μπορούσε να την σώσει, γι΄αυτό και έπρεπε να σώσει τον εαυτό του. Ήταν τόσο απλό».

Η ζωή έχει τους δικούς της κανόνες και συμπεριφορές ,και αυτές μπορείς να τις αγνοείς στα δεκαεννιά σου, αργότερα ,  όμως, εμφανίζονται μπροστά σου, με τρόπο που δεν μπορείς να αγνοήσεις. «Η μοναδική ιστορία» είναι ένα δυνατό, τρυφερό, απλό και ανθρώπινο μυθιστόρημα, πού, στις πιο πολλές από τις σελίδες του,  σε κάνει να αναρωτιέσαι πως θα συμπεριφερόσουν εσύ, αν ήσουν στη θέση του Πώλ. Πού, αυτή την μοναδική ιστορία πού έζησε όταν ήταν δεκαεννιά, την κουβαλάει μέσα του μέχρι το τέλος της ζωής του. Γιατί ,όπως γράφει ο ίδιος στο ξεκίνημα του βιβλίου, «Θα προτιμούσες να αγαπάς πολύ και να υποφέρεις πολύ ή να αγαπάς λίγο και να υποφέρεις λίγο: Νομίζω, πώς αυτό είναι τελικά, το μόνο ουσιαστικό ερώτημα. Ίσως να επισημάνετε -και σωστά-ότι δεν πρόκειται για πραγματικό ερώτημα. Επειδή δεν έχουμε επιλογή. Εάν είχαμε επιλογή,  τότε θα ήταν όντως ερώτημα. Αλλά δεν έχουμε, άρα δεν είναι. Ποιός μπορεί να ρυθμίσει πόσο θα αγαπήσει: Αν μπορείς να ελέγχεις το συναίσθημα, τότε δεν πρόκειται για έρωτα. Δεν ξέρω πώς αλλοιώς μπορεί να ονομαστεί, έρωτας όμως, δεν είναι».

Ενα μυθιστόρημα πού, όπως έγραψα και στην αρχή, την στιγμή που το τελειώνεις, θέλεις να το αρχίσεις πάλι. Τελειώνει με την εξής φράση: «Η υπόλοιπη ζωή μου. Αυτή που ήταν και αυτή που θα εξακολουθήσει να είναι, με καλούσε πίσω. Κι έτσι σηκώθηκα και κοίταξα τη Σούζαν για τελευταία φορά. Κανένα δάκρυ δεν κύλησε στα μάγουλά μου. Ενώ κατευθυνόμουν προς την έξοδο, σταμάτησα στη ρεσεψιόν και ρώτησα που βρισκόταν το κοντινότερο βενζινάδικο. Ο άνθρωπος πίσω από το γκισέ ήταν πολύ εξυπηρετικός’..

Είπαμε.  «Η Ζωή αλλάζει, χωρίς να κοιτάζει την δική σου μελαγχολία».

Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Ο λόγος του Πάραπι Σοβλέπο προς τον Πιοζ Νάμε, του Κωστή Α. Μακρή
«Κλειστόν λόγω μελαγχολίας», του Γιώργου Αρκουλή
“ΨΕΥΤΙΚΟ ΕΝΝΙΑΡΙ” του Philip Kerr, του Άγγελου Κουτσούκη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.