Βιβλίο

Διήγημα: «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…» – Άκατα μάκατα σούκουτου μπε (κεφάλαιο 13ο), του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, 

Pane di capo: Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ), Λεωφόρος Κρεμαστής & «Πηγές Καλλιθέας»

Νίκος Βασιλειάδης

llll.png

Το «καλοκαιρινό» διήγημα του Νίκου Βασιλειάδη «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…» είναι στη διάθεσή των εκλεκτών αναγνωστών του iporta.gr. Εδώ ο πρόλογος

Άκατα μάκατα σούκουτου μπε

Μίλησα αρκετά για τον ήλιο, για τον ήλιο τον εκτυφλωτικό, έτσι που μόνο αυτός μπορεί να επιβάλει τη γαλήνη και τη σιγή στα μεσημέρια. Εκείνα τα βουβά μεσημέρια του καλοκαιριού, που οι αλάνες άδειαζαν από τα παιδιά και ο πέπλος μιας περίεργης σιωπής έπεφτε απαλά και σκέπαζε τα πάντα. Τα ζεστά εκείνα μεσημέρια του καλοκαιριού, που ο ύπνος δεν ερχόταν να μου κλείσει τα μάτια και να με ρίξει στην λήθη του, ξαπλωμένος στα λευκά σεντόνια με άρωμα λεβάντας, να προσπαθώ να ξεχαστώ αφηγούμενος στον εαυτό μου ιστορίες με Ναΐτες και κουρσάρους, νεράιδες των απόκρημνων βράχων, και μικρά ανυποψίαστα ξωτικά που τριγυρνούσαν ανάμεσα στις ελιές και τα κυπαρίσσια.

Γιατί τα μεσημέρια του καλοκαιριού ανήκαν στα παράξενα και απόκοσμα ξωτικά αυτούς τους μικρούς φανταστικούς κατοίκους του νησιού που έβγαιναν βιαστικά από τις κρυφές τους τρύπες και μόνο αυτά μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα στους κάμπους και στους αγρούς, αλλά και στα στενά σοκάκια του συνοικισμού.΄Ήταν η δικιά τους μαγική ώρα.

Τότες που γλιστρούσα από το κρεββάτι μου σιγά και έβγαινα στον κήπο της γιαγιάς και σχεδόν υπνοβατώντας μέσα στη γλυκιά νάρκη του μεσημεριού, έψαχνα άλλοτε για τζιτζίκια και άλλοτε πάλι για κάποιο απαγορευμένο καρπό, που μπορούσα να γευθώ, σκαρφαλώνοντας σε δέντρα δυσπρόσιτα, όπως η μεγάλη συκιά ή η πανύψηλη μουσμουλιά.

Μεγαλώνοντας, πιο ελεύθερος, κατηφόριζα τρέχοντας τα σκαλοπάτια του σπιτιού κρατώντας σφιχτά στο χέρι μου το αντίτιμο της ελευθερίας μου, δύο δραχμές, άνοιγα την πόρτα, ξεχυνόμουν στο δρόμο και τράβαγα για το μαγαζί του θείου μου του Γιώργου. Ήξερα πως θα το βρω ανοικτό με τον θείο μου να λαγοκοιμάται πίσω από τον ξύλινο πάγκο του. Έμπαινα μέσα στο μαγικό μαγαζάκι, πλησίαζα με ύφος όλο σιγουριά και αυτοπεποίθηση και σαν τον έφτανα περίμενα να ανοίξει τα μάτια να με δει και να σκάσει από τα χείλη του εκείνο το υπέροχο χαμόγελο της αγάπης. ΄Όλη η συναλλαγή γινόταν μέσα στη σιωπή. Εγώ ήμουν έτσι κι αλλιώς λιγομίλητος , και ο θείος μου φαίνεται κρατούσε τις δυνάμεις του για το ζεστό απόγευμα και τους τακτικούς του πελάτες. Έπαιρνα από το βαρύ αμερικάνικο ψυγείο την πιο παγωμένη γκαζόζα που δοκίμαζαν τα μικρά μου χέρια. Πήγαινα να αφήσω τα λεφτά στον πάγκο, ο θείος μου ποτέ δεν τα δεχόταν, κέρασμα μου ψιθύριζε, για να ξορκίσουμε την ζέστη. Τον φιλούσα στο μάγουλο και έβγαινα στην σκιά των ευκαλύπτων να απολαύσω τον δροσιστικό χυμό μου.

Τα απογεύματα το κρυφτό και το κυνηγητό έπαιρνε και έδινε. Ανασύρω ξανά τους ακατανόητους στίχους με τους οποίους ξεκινούσαμε τα παιχνίδια μας για να αποφασιστεί ποιος θα κάνει την αρχή.«Άκατα μάκατα σούκουτου μπε, άμπε φάμπε ντόμινέ, άκατα μάκατα σούκουτου μπε άμπε φάμπε βγε» ή το «Ω μαριάμ μαριάμ μαριάμ σι ντορεμί μακαρό μακαρό λέο λέο πτι πτι πτι λέο λέο πτι πτι πτι, ουάν του θρι» και φυσικά το «Πού θα πας εκεί; Στη Βόρεια Αμερική να βρεις και τον Ερμή να παίζει μουσική».

Μπορεί να μην έβγαζε νόημα, πάντα αναρωτιόμουν τι δουλειά είχε ο φτερωτός Θεός στην Βόρεια Αμερική αλλά έτσι και αλλιώς αυτά ήταν τα μαγικά λόγια που έπρεπε να πεις για να αρχίσει και να πετύχει το παιχνίδι, οπότε το προσπερνούσα χάριν της διασκέδασης. Θυμάμαι ακόμη στην κατηφοριά του σπιτιού της Νόνας μου να παίζουμε τα αγαλματάκια «Αγαλματάκια ακούνητα, μέρα ή νύχτα;» ή τα μήλα μέχρι να πέσει το σκοτάδι και να αναγκαστούμε να σταματήσουμε και να μαζευτούμε στις πεζούλες. Εκεί το παιχνίδι συνεχιζόταν με το σπασμένο τηλέφωνο όπου καθισμένοι όλοι μαζί ο ένας δίπλα στον άλλο ψιθυρίζαμε μια λέξη στο αυτί του διπλανού χωρίς τα άλλα παιδιά να ακούσουν την λέξη. Ο τελευταίος παίκτης της παρέας κατά παράδοση ήταν πάντα ένας γκαφατζής ο Γιαννάκης ο σπίθας – αν θυμάμαι ως τον φωνάζαμε, που ποτέ μα ποτέ δεν μπορούσε να βρει και να πει σωστά την πρώτη λέξη που έβγαινε από τα στόματά μας δίνοντάς μας έτσι αμέτρητες φορές γέλιο. Ύστερα πάλι όταν βαριόμασταν βγάζαμε από τις τσέπες μας τα καπάκια και τα παίζαμε ρίχνοντας τα όσο πιο κοντά μπορούσαμε σε έναν τοίχο.

Ο νικητής, αυτός που έφτανε πιο κοντά έπαιρνε και τα υπόλοιπα χαμένα. Τα καπάκια, αγαπημένο παιχνίδι που μαζεύαμε από τις λεμονάδες, πορτοκαλάδες, γκαζόζες, μπύρες και καμαρώναμε για την μεγάλη ποικιλία, τα χρώματα τους και για το ποιος είχε τα πιο σπάνια και εντυπωσιακά, τα οποία είχαν για μας …περισσότερη αξία!
Ήταν αμέτρητες οι φορές που πηγαίναμε επί τούτου έξω από τα καφενεία που τα πέταγε ο καφετζής, ή στις ταβέρνες όταν βγαίναμε έξω με τους γονείς μας και όπου τα βρίσκαμε τα μαζεύαμε, για να πλουτίσουμε τη συλλογή μας! Παιχνίδια απλά διασκεδαστικά, που το μόνο που χρειάζονταν ήταν μια πέτρα, ένα κομμάτι ξύλο ή ένα σχοινί, σε συνδυασμό με την ατελείωτη, μεγαλειώδη, παιδική μας φαντασία. Κούνιες φτιαγμένες από ξύλο και σχοινί στηριγμένες σε δέντρα, πεντόβολα, πατίνια, σφεντόνες και ατελείωτες ώρες χαράς και ξεγνοιασιάς που το γέλιο μας και οι φωνές μας δονούσαν τις ψυχές μας , χρωμάτιζαν τη γειτονιά.

Τη γειτονιά που κατέθεσα την αγνότητα της ψυχής μου, που άφησα την ξεγνοιασιά μου να γυρνάει ξυπόλητη στα δρομάκια της, που έπαιξα ατέλειωτες ώρες χάνοντας την αίσθηση του χρόνου με όλους εκείνους που για χάρη τους σκαρφιζόμουνα ιστορίες ολόκληρες για να τους βλέπω να γελούν. Με εκείνους που μαζί τους μεγάλωσα κι έμαθα να εκτιμώ αυτά τα τόσο μικρά, που δεν είναι τελικά καθόλου αυτονόητα. «Πέντε, δέκα, δεκαπέντε, φτου και βγαίνω» και το παιχνίδι μόλις άρχιζε στα παιδικά μας χρόνια, κάτι περισσότερο… στα παιδικά μας καλοκαίρια. Τότε που μετρούσαμε παγωτά, μπάνια και μελανιές …

(Συνεχίζεται αύριο…) ΕΔΩ  τα δημοσιευμένα κεφάλαια του διηγήματος

SHARE
RELATED POSTS
og-image-ianos.jpg
Μάνος Κοντολέων: “Η αξιοπιστία των Εργαστηρίων Δημιουργικής Γραφής είναι η φερεγγυότητα του φορέα διοργάνωσης”
Κληρονομιά ανεκτίμητη τα βιβλία των Κοντολέων-Παυλίδη “Δον Κιχώτης” και “Γίγαντας Γαργαντούας”, της Τζίνας Δαβιλά
Γαλάζιο Μελανό, του Αλέξανδρου Μπέμπη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.