Βιβλίο

Διήγημα: «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…»-Παραλίες και χωριά (κεφάλαιο 2ο), του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, 

Pane di capo: Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ), Λεωφόρος Κρεμαστής & «Πηγές Καλλιθέας»

Νίκος Βασιλειάδης

llll.png

Το «καλοκαιρινό» διήγημα του Νίκου Βασιλειάδη «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…» είναι στη διάθεσή των εκλεκτών αναγνωστών του iporta.gr. Εδώ ο πρόλογος

Παραλίες και χωριά

Στα δυτικά του νησιού υπάρχει ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό που μετρά δεν μετρά 500 κατοίκους. Το Κίνι, η λουτρόπολη της Σύρας. Όχι βέβαια ότι δεν έχει και άλλες υπέροχες παραλίες το νησί, αλλά θυμάμαι πως ήταν από τα αγαπημένα μου μέρη και η παραλία που πιο συχνά επισκεπτόμαστε με την μητέρα μου αφού απέχει πολύ λίγο από την Ερμούπολη. Έτσι λοιπόν όταν δεν εξαφανιζόμουν στις ανηφοριές από το πρωί και έκανα το λάθος να τριγυρνώ στον κήπο της γιαγιάς φτιάχνοντας κάστρα από λάσπη για να στεγάσω το τάγμα των μολυβένιων τρομερών σιδερόφρακτων γενειοφόρων ιπποτών μου με τους κατάλευκους χιτώνες και τον κόκκινο σταυρό, που είχαν διαπρέψει σε πολλές αιματηρές μάχες με τους Σαρακηνούς πειρατές, η μητέρα μου με συνελάμβανε και μου όριζε την ποινή του θαλάσσιου μπάνιου. Αυτό βέβαια δεν με χαλούσε ιδιαίτερα, υπήρχαν τόσο πολλά πράγματα να κάνεις στην θάλασσα και να περάσεις όμορφα την ώρα σου που μάλλον για δώρο έμοιαζε παρά για τιμωρία. Παίρναμε λοιπόν την μεγάλη ψάθινη τσάντα με τις αλλαξιές μας και τα αντηλιακά και αρχίζαμε να κατηφορίζουμε προς την Ερμούπολη για να πάρουμε το λεωφορείο για το Κίνι.

Θυμάμαι η στάση των λεωφορείων ήταν ακριβώς κάτω στο λιμάνι στο τέλος του δρόμου που άρχιζε από την πλατεία Μιαούλη με φόντο το επιβλητικό Δημαρχείο της Ερμούπολης. Μια στάση πιο πριν στα μανάβικα της οδού Χίου, γεμάτα από κάθε λογής λιχουδιές, φρούτα και λαχανικά, συριανά λουκάνικα με μάραθο, λούζες με τα μπαχάρια και τα γαρίφαλα και ψάρια φρεσκότατα. Και γύρω από εκείνον τον πολύχρωμο παράδεισο να λειτουργεί ένα πλήθος από μαγαζάκια, μπακάλικα, μαγέρικα, καφενεδάκια, τηγανιτζίδικα, κουρεία και ψιλικατζίδικα. Το αναφέρω αυτό γιατί παρά τις πάγιες αντιρρήσεις της μητέρας μου αυτή η βόλτα στην αγορά πάντα κατέληγε στο να υποχωρήσει και να μου αγοράσει το τελευταίο τεύχος του Μίκυ με την υπόσχεση πως δεν θα το αγγίξω μέχρι να γυρίσουμε στο σπίτι, να κάνω μπάνιο, να φάω και να ξαπλώσω στο κρεββάτι μου για μεσημέρι. Αφού αγοράζαμε νεκταρίνια για μετά το μπάνιο, μπαίναμε στο μεγάλο μπλε λεωφορείο για το Κίνι και η περιπέτεια ξεκινούσε. Η παραλία ένα μεγάλο σεντόνι ρηχό νερό με άσπρη μαργαριταρένια άμμο με τα αρμυρίκια που ύψωναν το κορμάκι τους στον ουρανό γεμίζοντας τον τόπο με ένα ιδιαίτερο ανάλαφρο άρωμα, το άρωμα του καλοκαιριού, θερμό και γλυκό, ένα άρωμα που ανάπνεες βαθιά προσπαθώντας να το κρατήσεις μέσα σου για πάντα.

Μετά από αρκετή ώρα στο νερό και κατόπιν των παραινέσεων της μητέρας μου που είχαν σαφείς αναφορές στα μυθικά εκείνα πλάσματα που τελικά μετά από πολύωρες αναζητήσεις του βυθού της θάλασσας αποκτούν λέπια και βράγχια και παύουν να μοιάζουν με ανθρώπους, έβγαινα μουρμουρίζοντας από το νερό και επιδιδόμουν για πολύ ώρα στην αναζήτηση οστράκων και μικρών χρυσαφένιων καβουριών που είχε ξεβράσει η θάλασσα.

Ύστερα κουρασμένος ξάπλωνα κάτω από τα μεγάλα σχίνα και άφηνα το τραγούδι της θάλασσα να με συνεπάρει μέσα στην ζέστη του απομεσήμερου με το πολύβουο τραγούδι των τζιτζικιών να με νανουρίζει.

Που και που σηκωνόμουν και πήγαινα στην θάλασσα και βουτούσα στα ρηχά για ένα λεπτό και ξαναγύριζα για να συνεχίσω τον ύπνο μου δροσισμένος. Η ώρα περνούσε δίχως να το καταλάβεις και πολύ γρήγορα έφτανε η στιγμή που έπρεπε να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να ανέβουμε στον δρόμο που θα περνούσε το λεωφορείο για να μας γυρίσει στην Ερμούπολη. Στην διαδρομή του γυρισμού διάλεγα πάντα μια θέση στο παράθυρο για να μπορώ να χαζεύω έξω την ηρεμία που προσέφερε η άγονη φύση με τη χαμηλή βλάστηση και τις ξερολιθιές γεμάτες από αρώματα που σκόρπιζαν στην κάψα του μεσημεριού τα θυμάρια, οι ασφόδελοι και τα φασκόμηλα.

Μέτα βίας μπορώ και ανασύρω θολά στην μνήμη μπάνια σε συγκεκριμένες παραλίες όπου πολλά πρωινά μέχρι αργά το μεσημέρι μπορούσα να παίζω με την θάλασσα. Αμμουδερές παραλίες όπως αυτή του Γαλησσά όπου για να φτάσεις στα βαθιά έπρεπε να περπατήσεις πάνω από 200 μέτρα σε ρηχά νερά. Και έπειτα ξαφνικά να βαθαίνει και γω έχοντας πια απομακρυνθεί αρκετά να χαζεύω με την μάσκα μου τους τραχείς σωρούς με φύκια που μεταμορφώνονταν κάτω από το διάφανο νερό σε απάτητες ζούγκλες. Στον Γαλησσά έφτανες με τα πόδια, αφού το λεωφορείο σε άφηνε αρκετά πιο πριν από την παραλία. Περπατούσες σε έναν σκονισμένο καρόδρομο κάτω από τον καυτό ήλιο που είχε πια γεμίσει τον καταγάλανο ουρανό. Όταν έφτανες στην παραλία τα νερά ήταν τόσο ακίνητα, τόσο διάφανα κάτω από τον ήλιο που έλεγες πως δεν υπάρχουν. Κολυμπούσα για λίγο στα ρηχά και ύστερα ασχολιόμουν με το αγαπημένο μου χόμπι. Η τεράστια εκείνη παραλία ήταν ένας τόπος γεμάτος ζωή που περίμενε να την εξερευνήσεις. Μέσα στον αμμουδερό της βυθό κυμάτιζαν περήφανα μισοφέγγαρα μαύρα γυαλιστερά φύκια με παράξενους κατοίκους όπως τις σακοράφες, με τα κεφάλια τους να μοιάζουν με αλογάκια της θάλασσας, καλά καμουφλαρισμένες πάνω τους που μόνο ένα έμπειρο μάτι και μετά από πολύ ώρα παρατήρησης μπορούσε να διακρίνει.

Έξω κοντά σε κάτι βραχάκια στην άκρη του κόλπου έβρισκες πλήθος από μικροσκοπικά καβούρια ή θαλάσσιες ανεμώνες, εκατοντάδες κοχύλια κάθε μεγέθους με πανέμορφα σχήματα και αγκαλιασμένες με τα μεγαλύτερα βράχια πεταλίδες, άσπρες σαν το χιόνι ή μπεζ με μαυροκόκκινους και μαβιούς λεκέδες, αλλά και αστερίες κόκκινους σαν αίμα με μακριές ευλύγιστες ακτίνες που κουνιούνταν αδιάκοπα στον ρυθμό των απαλών κυμάτων.
Πάνω και πέρα από τον μεγάλο κόλπο απλωνόταν ο Γαλησσάς, ξερότοπος δίχως δέντρα, με βράχια διακοσμημένα με τα παράξενα σχήματα των αγκαθιών που έλαμπαν σε ένα ζωηρό γαλάζιο χρώμα. Ο Γαλησσάς με το παρεκκλήσι του αγίου Στεφάνου, που σύμφωνα με τον θρύλο χτίστηκε από έναν ψαρά, τον Στέφανο, που ψάρευε στην περιοχή όταν του επιτέθηκε ένα θαλάσσιο τέρας που ήταν κάτι μεταξύ γιγαντιαίου καλαμαριού και θαλάσσιου φιδιού. Ο Στέφανος κατάφερε να σωθεί όταν σαν από θαύμα ένα κύμα που παρουσιάστηκε από το πουθενά τον πέταξε πάνω στα βράχια εκεί που είναι σήμερα κτισμένο το παρεκκλήσι.

Έτσι ο ταπεινός ψαράς τρομαγμένος μα και ευγνώμων για την Θεία παρέμβαση που του έσωσε την ζωή έταξε για να ευχαριστήσει με αυτόν τον τρόπο τον προστάτη άγιο του να κτίσει σε εκείνο το μέρος με ότι βρισκόταν εκεί κοντά εύκαιρο σαν οικοδομικό υλικό – με πέτρες και ξύλα ξεβρασμένα από την θάλασσα, ένα μικρό εκκλησάκι στην χάρη του.

Στη δυτική πλευρά του νησιού υπάρχει μια άλλη πανέμορφη παραλία, οι Αγκαθωπές. Και αυτό το μέρος, το μικρό γραφικό ψαροχώρι γεμάτο με αρμυρίκια ήταν από τα αγαπημένα μου καθώς ένα μακρύ σεντόνι, μια στενή λωρίδα γης από μια ψιλή ολόχρυση σαν πούδρα άμμο μπαίνει ξεδιάντροπα μέσα στην θάλασσα περικυκλωμένη από ρηχό νερό Υπήρχε όμως και μια εποχή που οι Αγκαθωπές ήταν στις μεγαλύτερες ομορφιές τους. Η εποχή που άνθιζαν τα κρινάκια, το μοναδικό μέρος στο νησί που φύτρωναν αυτά τα κρίνα της άμμου, κοντά στον δεκαπενταύγουστο βγάζοντας πράσινα φύλλα και άσπρα λουλούδια, έτσι που λουλούδιζε όλη η παραλία. Το Κρινάκι της Παναγίας» ή «Κρινάκι της Άμμου» ή «Κρινάκι της Θάλασσας» ή «Θαλάσσιος Ασφόδελος» ή «Θαλασσόκρινο» που είναι μερικές από τις ονομασίες του του φυτού αυτού που επέμενε καθώς αργότερα μεγαλώνοντας έμαθα, εδώ και χιλιάδες χρόνια να φυτρώνει στην καυτή και άνυδρη άμμο του καλοκαιριού και να χαρίζει απλόχερα το σπάνιο άρωμά του. Εκείνη ακριβώς την εποχή μέσα στον καυτό ήλιο του καλοκαιριού πετάγονται κάτασπρα τα άνθη του τεράστια, συμμετρικά, αρωματικά και ανοίγουν αργά το απόγευμα προς το βράδυ για να φθάσουν στο ζενίθ του ανοίγματος την νύκτα που το άρωμα τους γίνεται αντιληπτό από μακριά προσελκύοντας εκατοντάδες τις νυκτόβιες πεταλούδες. Αργότερα μεγαλώνοντας τα συνάντησα ζωγραφισμένα στο παλάτι της Κνωσού αλλά και στις τοιχογραφίες της Σαντορίνης σαν σύμβολα των βασιλιάδων ή στόλισμα για τα αρχαία πλοία που έφευγαν από τα νησιά με τα πιθάρια τους γεμάτα λάδι, κρασί και υφάσματα. ¨Όταν ήμουν μικρός ξετρελαινόμουν να περνώ την μέρα μου εκεί κολυμπώντας στα καταγάλανα νερά τους και αγναντεύοντας ή μάλλον κάνοντας σχέδια και απόπειρες με χίλιους μύριους τρόπους να φτάσω στα δύο μικρά βραχονήσια απέναντί τους το Στρογγυλό και το ακατοίκητο Σχοινονήσι. Η μητέρα μου θα θυμάται μάλλον ανατριχιάζοντας εκείνη την ημέρα που αφού δολίως την έπεισα να μου αγοράσει μια μικρή πλαστική κίτρινη βάρκα την οποία φούσκωσα συνωμοτικά σε ένα κοντινό βενζινάδικο, την καθέλκυσα με κάθε επισημότητα στα νερά της παραλίας και αφήνοντάς την να φωνάζει ως φωνή βοώντος εν τη ερήμω, στην παραλία, άρχισα να κωπηλατώ κάτω από τον καυτό ήλιο προσπαθώντας να φτάσω σε ένα από τα δύο έρημα νησάκια. Ευτυχώς για την μητέρα μου και δυστυχώς για μένα με μάζεψε ένας ψαράς στα μισά της απόστασης αναγνωρίζοντας προφανώς την επικινδυνότητα του εγχειρήματος μου παρά την τόλμη που με διέκρινε και τις αντιρρήσεις μου και με επανέφερε στην παραλία σώο αβλαβή και πολύ μα πολύ…φουρκισμένο.

(Συνεχίζεται αύριο…) ΕΔΩ τα δημοσιευμένα κεφάλαια του διηγήματος

SHARE
RELATED POSTS
“Γεια σου μπαμπά, εδώ Γιαννάκης…”, του Κωστή Α.Μακρή
«Ο άνθρωπος είναι η απάντηση όποια και είναι η ερώτηση», έλεγε ο Μπρετόν. Αυτός που σηκώνεται όρθιος…, της Ντόρας Αρκουλή
Τιμή στην Τόνι Μόρισον, του Γιώργου Αρκουλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.