Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Βίκυ μου, συγγνώμη που δεν πρόφτασα…, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Την συνάντησα στις κυλιόμενες σκάλες του παραλιακού πολυκαταστήματος κοντά στην παραλία που κάποτε ήταν αποκλειστικό κατάστημα Jeans levis μιας και η Αμερικάνικη εταιρία με άδειά της έκανε ‘χρυσές δουλειές’ στην Καλαμάτα τις δεκαετίες ’80 και ’90 παράγοντας τα ‘Ελληνικά levis’. Έκτοτε – και μέχρι σήμερα – το  τεράστιο αυτό πολυκατάστημα προσαρμόστηκε αναλόγως των απαιτήσεων του κοινού λόγω αποχώρησης της εταιρείας από την Καλαμάτα.

Παλιά συμμαθήτρια η Βίκυ αλλά και φίλη, εντάξει ίσως ήμουν και λίγο τσιμπημένος μαζί της, διότι και οι δυο είχαμε μια έφεση προς τα Αρχαία Ελληνικά διαβάζοντας πολλές φορές μαζί αλλά και προχωρώντας προς την ‘εξερεύνηση’ αρχαίων πολιτισμών και χώρων. Παρενθετικά εδώ να πω ότι οι δυο μας αποφασίσαμε να γνωρίσουμε την καστροπολιτεία του Μυστρά και να περιηγηθούμε στο παλάτι των Παλαιολόγων στην τελευταία τάξη του Λυκείου, διότι ουδείς μετά γνώριζε τις επαγγελματικές μας διαδρομές και πού η τύχη θα οδηγούσε έναν έκαστον εξ ημών.

Εγώ κατέβαινα τη σκάλα του πολυκαταστήματος κι εκείνη με έναν αέρα στην περπατησιά και στις κινήσεις φορώντας ένα κίτρινο καπέλο από την απέναντι μεριά ανέβαινε τις ηλεκτρικές σκάλες. Ήταν όμως εκείνη; Σίγουρος δεν είμαι. Τα βλέμματά μας πάντως διασταυρώθηκαν φευγαλέα. Ήταν αυτό το βλέμμα που μου ‘περιέγραψε’ αστραπιαία την κατανομή του προσώπου της, τα χείλη της τα σαρκώδη στα οποία ‘επισκέπτης’ υπήρξα δυο, το πολύ τρεις φορές, αλλά και η έκφρασή της μου θύμισε την παλιά Βίκυ που ήξερα, τη συμμαθήτριά μου με την ευγένεια που πάντα με καθήλωνε…

Προσπάθησα να της μιλήσω, δεν μπόρεσα –δεν ξέρω γιατί στη γλώσσα μου άθελά μου μπήκε γλωσσοδέτης –αλλά και τα χέρια μου που κουνούσα σε ένα είδος ενθουσιώδους αλλά άνευ ανταποδώσεως χαιρετισμού καθ’ όν χρόνον απεμακρύνετο δεν στάθηκαν ικανά να την σταματήσουν, να την ρωτήσω πού βρίσκεται, τι κάνει, πώς περνά… Εάν δεν έχει αλλάξει τελείως νοοτροπία από εκείνη που είχε όταν συναντιόμασταν, κι εκείνη υποθέτω θα ήθελε να μάθει νέα μου. Μέσα στην πολυκοσμία κι ενώ απομακρυνόταν καθότι είχε βγει στο ισόγειο του πολυκαταστήματος δεν μπορούσα να την διακρίνω πλέον.

Α, ρε Βίκυ που ‘τρελαινόμασταν’ κι οι δυο οσάκις είχαμε άγνωστο Αρχαίο κείμενο…, α, ρε Βίκυ με τα πολύ μακριά σου δάχτυλα και τα νύχια σου μέχρι που τελειώσαμε και το Λύκειο κομμένα και ποτέ βαμμένα… Α, ρε Βίκυ που μου έμαθες πώς να πλησιάζω στ’ αληθινά την ψυχή ενός ανθρώπου, που… ενώ  ήμουν φιλικός, ευγενικός και κοινωνικός, όχι όμως και ‘ανοιχτός’…

Κρίμα, που παρά τις αμήχανες ματιές σου προς την πλευρά της απέναντι σκάλας (της δικής μου) δεν με αναγνώρισες. Χάρηκα που έστω και έτσι σε ‘είδα’. Χάρηκα κι ας μην ήσουν εσύ τελικά! Ξέρεις…, ίσως η απόσταση τόσων χρόνων που μας χώρισε να έκανε τα πράγματα να φαίνονται ακόμα πιο ρομαντικά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και τότε η κατάσταση που μαζί διαβάζαμε, μαζί  με άλλες φίλες σου παίζαμε το ‘μπουκάλι’ τις βραδιές στο δωμάτιο που είχες ενοικιάσει στου Κόκκαλη με στοίχημα τα φιλιά, δεν ήσαν ζόρικα τα πράγματα… Τα ξεπερνούσαμε όμως όλα με διάλογο και αμοιβαίες μικρές υποχωρήσεις.

      

SHARE
RELATED POSTS
Καλοκαιρινός πόλεμος, του Δημήτρη Κατσούλα
Η αυτοκρατορία του φόβου, του Νίκου Βασιλειάδη
Ακούς; Ήρθε η ώρα να φύγεις!, της Μαρίνας-Μαρίας Βασιλείου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.