Πρόσωπα - Αφιερώματα

Αλέκος Φασιανός, του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

Νίκος Βασιλειάδης

llll.png

Ο Γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά τον λάτρευε και σε μια συνέντευξή του είχε αποκαλύψει ότι κοιμόταν ανάμεσα στα έργα του, τα οποία κοσμούσαν την κρεβατοκάμαρά του. Όπως και ο Λουί Αραγκόν, ένθερμος συλλέκτης των έργων του, που συνήθιζε να λέει πως τά έργα του “ήταν ένας νέος τρόπος ν’ αγαπάς”. ο Αλέκος Φασιανός που μας χάρισε χιλιάδες εικόνες ενός νέου μυθολογικού και συνάμα σύγχρονου κόσμου ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι την περασμένη Κυριακή. Πίσω του άφησε μορφές που μοιάζουν να υπερβαίνουν κατά πολύ τις φυσικές τους διαστάσεις, λειτουργούν επεκτατικά, εγκαθίστανται κυριαρχικά στο μάτι, επιβάλλονται με τον όγκο τους, την επαφή ή τη συμπλοκή τους, τις στάσεις και τις κινήσεις τους, τις θεατρικές και, κάποιες φορές, μεγαλόσχημες χειρονομίες τους.

Καθημερινοί άνθρωποι παρέα με τους θεούς και τους ήρωες του μύθου. Μέσα σε μια πανδαισία χρωμάτων, λαμπερά μπλε, δυνατά κόκκινα, έντονα κίτρινα, ρόδινα, ώχρες, πράσινα, μαύρα και λευκά,, οι ποδηλάτες με τα κοστούμια και τα καπέλα, τις γραβάτες και τα φουλάρια, οι καπνιστές, οι καβαλάρηδες κοι αισθαντικοί έφηβοι και οι φιλήδονες ερωμένες, οι εραστές και οι ξαπλωμένοι νωχελικά νέοι, παραδομένοι στον απογευματινό ύπνο να συναντιούνται μυστικά με τους φτερωτούς Έρωτες, το Νάρκισσο και την Αφροδίτη. Όλα όσα έμειναν πίσω να μας θυμίζουν αυτή την ανυπόταχτη φαντασία που κατόρθωσε να μεταγράψει την οπτική πραγματικότητα σε μια ονειρική πανδαισία χρωμάτων, σχημάτων και μορφών. … Τα δωμάτια με τις λάμπες, τα σιδερένια κρεβάτια και τα παράθυρα που ανοίγουν σε νυχτερινούς ουρανούς με φεγγάρια, τα φρούτα, οι φέτες καρπουζιού, τα βάζα με τα λουλούδια και οι καθρέφτες, με το πινέλο του γίνονται ένας ολόκληρος κόσμος που αποκαλύπτεται, ένας κόσμος όπου η αθηναϊκή λαϊκή γειτονιά και η μικροαστική συνοικία συναντά τη φύση, το παρελθόν το παρόν.

Ο Αλέκος Φασιανός γεννήθηκε σε μια δύσκολη εποχή, λίγο πριν τον πόλεμο και την Κατοχή στην Αθήνα το 1935. Μια εποχή που τον σημάδεψε καθώς ο ίδιος έλεγε πως «Έχω μνήμες από τον πόλεμο του ’40.Θυμάμαι με πόση λαιμαργία έφαγα μια πατημένη σταφίδα που βρήκα στον δρόμο. Πόσες ώρες περνούσα ξαπλωμένος, ακίνητος, μικρό παιδί, για να αντέξω την πείνα να μη λιποθυμήσω. Τα σκάγια που βρίσκαμε στους δρόμους και παίζαμε με αυτά. Την πρώτη φορά που δοκίμασα σοκολάτα. Μου την πρόσφερε ένας Γερμανός αξιωματικός. Τον συνάντησα τυχαία και από τον φόβο μου την έφαγα αμέσως, γιατί νόμιζα ότι θα με σκότωνε αν δεν την έτρωγα. Αηδίασα από την άγνωστη γεύση ». Γιαυτό και επιθυμούσε τα έργα του να αποπνέουν γαλήνη, ανάταση ψυχής…Γιατί όχι και χαρούμενα χαμόγελα! Ποτέ δεν θέλησε να μεταφέρει σε αυτά κάποια σκοτεινή πλευρά της ιστορίας. Έναν πόλεμο, τον πόνο, την ψυχική κατάρρευση. Ακόμη και όταν ζωγράφιζε στρατιώτες ή πολεμιστές τους ζωγράφιζε σαν ήρωες, με εορταστική διάθεση….”Άρχισα να ζωγραφίζω πάλι ανθρώπους με στολή και παράσημα μέσα σε κήπους. Δεν είχαν καμιά κίνηση, ήταν ανέκφραστοι και κρατάγανε λουλούδια”… Σαν τους δρομείς. Ο ένας να παραδίδει τη σκυτάλη στον επόμενο.

Μεγαλώνοντας, σπούδασε βιολί στο Ωδείο Αθηνών και ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, με καθηγητή τον Γιάννη Μόραλη και το 1960 φεύγει για το Παρίσι για να φοιτήσει στην Ecole des Beaux Arts, σπουδάζοντας την τέχνη της λιθογραφίας για τρία χρόνια, με υποτροφία του Γαλλικού κράτους. Τα έργα του φιλοξενήθηκαν σε σημαντικούς χώρους της γαλλικής πρωτεύουσας , όπως το Κέντρο Πομπιντού, και η Γκαλερί του Ιόλα, ενώ του δόθηκε η ευκαιρία να εικονογραφήσει ποίηση μεγάλων δημιουργών, όπως του Απολινέρ και του πολύ φίλου του Λουί Αραγκόν. Το 1963 επιστρέφει στην Αθήνα. Μαζί με τον Νίκο Στεφάνου και τον Βασίλη Σπεράντζα εγκαθίστανται έναντι συμβολικού ενοικίου στο περίφημο ατελιέ της Καλλιθέας, που αποτελούσε μέρος της δωρεάς του Ο.Φωκά προς την Εθνική Πινακοθήκη. Εκεί, οι τρεις νέοι ζωγράφοι που έχουν γνωριστεί στο Παρίσι και συνδέονται με φιλία, κοινούς προβληματισμούς και ανησυχίες, θα συνθέσουν ένα από τα πιο γοητευτικά κεφάλαια της ελληνικής μεταπολεμικής τέχνης.

Το 1967 φεύγει και πάλι για το Παρίσι και για τα επόμενα τριάντα πέντε χρόνια θα ζήσει μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας. Η ατομική του έκθεση στην «Galerie 2+3» (Παρίσι, 1967) γίνεται απαρχή μιας σημαντικής συνέχειας τα αμέσως επόμενα χρόνια. Συνεργάζεται με τις γκαλερί του Paul Facchetti και του Αλέξανδρου Ιόλα, την γκαλερί «Ζουμπουλάκη» στην Αθήνα, εκθέτει στο Μιλάνο, τη Γενεύη, το Παρίσι, τη Ζυρίχη, τη Νέα Υόρκη και το Τόκιο, συμμετέχει στις Μπιενάλε του Σάο Πάολο (1971) και της Βενετίας (1972). Παντού με εξαιρετικές κριτικές, κερδίζει την καλλιτεχνική καταξίωση. Οι εικόνες του, άμεσα προσωπικά βιώματα, συμπυκνώνουν στιγμές και αισθήσεις, αναμνήσεις και συναισθήματα, και βγάζουν στην επιφάνεια την δίψα του για την απεικόνιση μιας μυθολογίας του καθημερινού σε συνάρτηση με την εμπειρία του νεοελληνικού χώρου. Έλεγε πως «Για μένα ο καλλιτέχνης πρέπει να είναι τοπικός, δηλαδή τα δημιουργήματά του να αντικατοπτρίζουν αυτήν την τοπική πραγματικότητα που όλοι γνωρίζουν… Γι’ αυτό θεωρώ και εντάσσομαι σε μια έννοια τοπικής τέχνης, που εκφράζει την προσωπική αίσθηση του καθημερινού βίου και του περιβάλλοντος χώρου, ας πούμε του ελληνικού, που έζησα και γνώρισα βαθιά. Και γι’ αυτό πιστεύω ότι η ζωγραφική αυτής της πηγής θα έχει απήχηση σε όλον τον κόσμο. Όχι γιατί είναι ελληνική, αλλά γιατί η τοπική πραγματικότητα είναι μοναδική και ανεπανάληπτη». H Ελλάδα και οι έλληνες τον αποχαιρετούν με τα λόγια του ποιητή του Αιγαίου, του Οδυσσέα Ελύτη που έγραψε για τον Φασιανό: «Τυχαίο δεν είναι ότι σε μια στιγμή που οι περισσότεροι καλλιτέχνες με απελπισία είχανε καταθέσει τα όπλα μπροστά στη χιλιομεταχειρισμένη παραστατική ζωγραφική, εκείνος, για να ’χει ακριβώς διατηρήσει σε συνεχή κατάσταση ανταρσίας την ιδιότυπη αθωότητά του, επέτυχε να διαχύσει ένα είδος δροσιάς που οι κουρασμένοι των σημερινών μεγαλουπόλεων, όχι χωρίς κάποιαν έκπληξη, αποδεχθήκανε σαν ευεργετική ανοιξιάτικη βροχούλα. Βέβαια, χρειαζόταν γι’ αυτό ένας θαυματοποιός. Και ο Φασιανός, μικρός ή μεγάλος, έδειξε ότι είχε τον τρόπο να βγάζει από το καπέλο του κουνέλια και σημαίες –στην περίπτωσή του φουμαδόρους και ποδηλάτες– με μια ευκολία που θα τη χαρακτηρίζαμε σαν επικίνδυνη αν, τις περισσότερες φορές, η ίδια του η χειρονομία δεν ήταν τόσο αυθόρμητη και πειστική».

SHARE
RELATED POSTS
Ξανθή αγαπημένη Παναγιά, του Γιάννη Παπαϊωάννου
Έφυγε ο μαέστρος της πλοκής και του χιούμορ, του Γιώργου Αρκουλή
Leonard Kohen: η τελευταία του συνέντευξη: “Είμαι έτοιμος να δω τον Θεό”

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.