Ανοιχτή πόρτα

Αίγινα και Γορτυνία είναι πολύ τυχερές!, του Γιώργου Αρκουλή

Spread the love

Ο Γιώργος Αρκουλής είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Πρόσφατα βιβλία του: Οι Πανιώνιοι δεν πλήττουν ποτέ-50 χρόνια παρασκήνιο” και “Εθνικός Πειραιώς: Ιστορία γράφουν και οι δεύτεροι”. Το βιβλίο του “Για τον Απόλλωνα που αγαπήσαμε” διατίθεται από το γήπεδο του Ριζούπολης «Γεώργιος Καμάρας», με ευθύνη του ΔΣ του ερασιτέχνη Απόλλωνα, αλλά και από ορισμένα επιλεγμένα βιβλιοπωλεία. Έχει ενταχθεί ως έργο, στο πλαίσιο του εορτασμού μνήμης για τα 100 χρόνια από την καταστροφή της Σμύρνης.

Γιώργος Αρκουλής

                                        

Σε δύο σπουδαίους δημοσιογράφους, οι οποίοι ολοκλήρωσαν την επαγγελματική  θητεία τους άξια και μακράν της διαπλοκής και των συμφερόντων (σύγχρονα καρκινώματα του κλάδου) θα αφιερώσω σήμερα το άρθρο μου, επειδή απλά μου έδωσαν αφορμή να καταθέσω μερικά τιμητικά σχόλια. Πρόκειται για τους  νεότερους της ταπεινότητάς μου στον χώρο, Σίλα Αλεξίου και Γιάννη Θεοδωρακόπουλο, οι οποίοι αποφάσισαν να προσφέρουν την αγάπη τους και τις δυνάμεις τους στις ιδιαίτερες πατρίδες τους, διεκδικώντας την ηγεσία του Δήμου στις προσεχείς εκλογές. Η Σίλα στην λατρεμένη της Αίγινα (όπου ζει τις τελευταίες…δεκαετίες) και ο Γιάννης (έμπειρος στην αυτοδιοίκηση λόγω της θετικής του θητείας στον Δήμο Λυκόβρυσης – Πεύκης) στην ορεινή Γορτυνία, το ιστορικότερο, ίσως, κομμάτι της Πελοποννήσου, με τεράστια συμβολή στον αγώνα του’ 21. Μια περιοχή, που σίγουρα χρειάζεται όραμα και συνεχή αγώνα, προκειμένου να αναχαιτίσει έναν επικίνδυνο μαρασμό που μειώνει τον πληθυσμό τα τελευταία εννιά χρόνια, μολονότι διαθέτει όλα τα στοιχεία (ιστορικά, πολιτισμικά, τουριστικά) που θα καθιστούσαν το δακτυλίδι κάπου εβδομήντα χωριών ένα πραγματικό μαργαριτάρι, μόλις δύο ώρες και κάτι από την πρωτεύουσα.

Ας τα βάλω, όμως,  σε μια σειρά.

Η Σίλα Αλεξίου, με την οποία συγκατοικήσαμε στα ΝΕΑ του Χρήστου Λαμπράκη της  σ ω σ τ ή ς  (όχι τυχαία η υπογράμμιση της λέξης!) εποχής, υπήρξε η καταπληκτική ρεπόρτερ – αρθρογράφος σε όλες τις θέσεις που την τοποθέτησαν οι ηγεσίες της εφημερίδας. Και είμαι βέβαιος (κάτι που ισχύει και για του λόγου μου) πως ακόμη θα βρισκόταν στις επάλξεις της σπουδαίας -τότε- εφημερίδας της Χρήστου Λαδά, αν με την είσοδο της χιλιετίας δεν τοποθετούνταν σε ηγετικές θέσεις άτομα χωρίς έμπνευση και εμπιστοσύνη στους συναδέλφους (προφανώς επειδή δεν εμπιστεύονταν οι ίδιοι τις ικανότητές τους). ‘Αλλωστε, ως το 2003, είχαν αποχωρήσει αρκετοί καταπληκτικοί συνάδελφοι, που ποτέ δεν αντικαταστάθηκαν επαρκώς (Λίνα Αλεξίου, Κώστας Γαλανόπουλος κ.ά.), για να μείνουν οι αγαπημένοι του εκδότη και προβεβλημένοι του συγκροτήματος, οι οποίοι με την πρώτη ευκαιρία εξαργύρωσαν την…αγάπη του, με βουλευτικές έδρες (Κανέλλη, Λιάνης κ.ά.)

Όλα αυτά δεν έχουν πλέον μεγάλη σημασία. Η Σίλα Αλεξίου, κόρη σπουδαίου δημοσιογράφου στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, ποτέ δεν σταμάτησε να δίνει τις μάχες στην δουλειά της  με καθαρό μάτι και -κυρίως- αγάπη στην ιδιαίτερη πατρίδα της, την Αίγινα, τη ναυαρχίδα των νησιών του Αργοσαρωνικού. Ο αγώνας της (μαζί με τον σύντροφό της επίσης δημοσιογράφο της καλής εποχής Γιάννη Προβή) για τα νησιά, εκφράζεται εντυπωσιακά εδώ και αρκετά χρόνια μέσω του free περιοδικού saronik magazine και της αντίστοιχης, ομώνυμης  καθημερινής ιστοσελίδας, αγκαλιάζοντας και προβάλλοντας τις ομορφιές αλλά και τα προβλήματα των νησιών. Η όρεξη για δουλειά που αποβλέπει στον εκσυγχρονισμό της Αίγινας με ταυτόχρονη την διατήρηση της ταυτότητας και του χαρακτήρα της (όπως τόνισε η υποψήφια δήμαρχος στην διημερίδα «Αίγινα 2028», ημερομηνία ορόσημο και παράλληλα ονομασία της παράταξης με αφορμή -το 2028- την συμπλήρωση διακοσίων χρόνων από την ανακήρυξη της Αίγινας ως πρώτης πρωτεύουσας της νεώτερης Ελλάδας). ‘Αμεσοι συνεργάτες της στην ωραία και δυναμική προσπάθεια της Αλεξίου, εμφανίζονται ο καθηγητής του Πενεπιστημίου Πειραιά Μιλτιάδης Νεκτάριος («Τι Αίγινα θέλουμε- υβριδικό σχέδιο ανάπτυξης και ανάδειξης του ιστορικού και πολιτισμικού δυναμικού του νησιού») και ο αρχιτέκτονας – πολεοδόμος Ηλίας Μεσσίνας.

Κάτι ακόμα: Η Σίλα Αλεξίου, πέρα από τις αναμφισβήτητες ικανότητές της, υπήρξε και παραμένει μια πολύ ωραία και γοητευτική παρουσία. Ξέρετε γιατί το επισημαίνω; Διότι -διάβολε- ο κλάδος της δημοσιογραφίας, εδώ και…αιώνες διαθέτει (σε υπερβολική πλειοψηφία…) τις πιο άσχημες εκπροσώπους του λεγόμενου ωραίου φύλου. Μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον δικαστικό κλάδο… Μια ματιά στο φωτογραφικό υλικό, μέσω του google θα σας πείσει!!

 ***

ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟ, πρόεδρο του ΠΣΑΤ ούτε που θυμάμαι πόσες θητείες, γνωριζόμαστε περισσότερα από πενήντα χρόνια! Και μάλιστα πολύ καλά, ως λειτουργοί στο αθλητικό ρεπορτάζ  σε δύσκολους -αρχικά- καιρούς, που οι αθλητικοί συντάκτες έδιναν καθημερινές μάχες προκειμένου να καθιερώσουν ένα τομέα που αγαπούσαν με φανατισμό οι αναγνώστες, αλλά σνόμπαραν φανερά οι ηγεσίες των Μέσων. Υπήρξε ένας συνάδελφος που λάτρευε κυρίως τον κλασικό αθλητισμό -βασιλέα των σπορ κατά τον Διακογιάννη- αλλά εξαιρετικά δύσκολο αφού έπρεπε να «κολυμπάς» στα βαθιά της ενημέρωσης, στους ποταμούς των ρεκόρ, στο πέλαγος της στατιστικής, της πρόβλεψης κλπ. Δεν θα ξεχάσω ένα περιστατικό που με υποχρέωσε να του βγάλω το καπέλο για την σοβαρότητα με την οποία αντιμετώπιζε ακόμη και εκδηλώσεις μικρής σημασίας. ‘Ηταν αρχές της δεκαετίας του 1970 και τρεις δημοσιογράφοι του αθηναϊκού Τύπου, συνοδεύαμε την εθνική μας ομάδα στίβου για αναμετρήσεις «καλής θελήσεως», κατά σειρά, στην Ιρλανδία, στην Αγγλία και στη Σκωτία. Η αποστολή, μιας ολόκληρης εβδομάδας, από άποψη ενδιαφέροντος παρουσιαζόταν πολύ…χαλαρή, λόγω της σαφούς ανωτερότητας της ελληνικής ομάδας. Τόσο στο Λίμερικ, όσο και στο Λονδίνο αλλά και στο Εδιμβούργο, ενώ η αφεντιά μου και ο Καραγιαννίδης δεν έδιναν και πολλή σημασία στα αγωνίσματα, περιμένοντας τα τελικά αποτελέσματα, ο Θεοδωρακόπουλος, ψείριζε και την τελευταία λεπτομέρεια, αντιμετωπίζοντας τα πάντα σαν να παρακολουθούσε προσπάθειες Ολυμπιακών Αγώνων.  Άψογος. Και όταν εγώ επισήμανα μια απρέπεια του Έλληνα δισκοβόλου και ετοιμαζόμουν να τηλεφωνήσω μεταδίδοντας το παρασκήνιο, ο φίλος Γιάννης με πλησίασε και μου ζήτησε να μη δώσω έκταση στο συμβάν, διότι θα έβλαπτε γενικά την συνολική αποστολή. Και είχε δίκιο. Για την ιστορία, μια που έχουν ανοίξει τα «αρχεία» μισό αιώνα μετά, θα αποκαλύψω τι είχε συμβεί:

Ο εκπρόσωπός μας που θα μετείχε στο αγώνισμα της σφαιροβολίας -στη Σκωτία- μη έχοντας σοβαρό αντίπαλο, αποφάσισε μέχρι να πλησιάζει η σειρά του για βολή, να ανάψει τσιγάρο. Και όταν έπρεπε να ρίξει, άφηνε σε μια μικρή ξύλινη μπάρα το σιγαρέτο του, προκειμένου να συνεχίσει το θεριακλίκι του αμέσως μετά τη ρίψη. Ευτυχώς που ο σκωτσέζος φωτορεπόρτερ δεν πρόσεξε τις είχε συμβεί. Είχε γυρίσει τον φακό του στο θεαματικό ύψος των γυναικών!!

Ο Γιάννης θεοδωρακόπουλος γεννήθηκε στο Βυζίκι Γορτυνίας, ένα χιλιόμετρο απόσταση από τα ιστορικά Τρόπαια, τοποθεσία όπου πρόσφατα ξεκίνησε τον αγώνα του για την διεκδίκηση του Δήμου Γόρτυνος. Η πείρα του από την θητεία του ως δήμαρχος στην Λυκόβρυση-Πεύκη, αποτελεί τον κατάλληλο οπλισμό του στην περίπτωση που κερδίσει τον Δήμο, στην την απίστευτη αγάπη του στην περιοχή με τα 70 χωριά που -είναι αλήθεια- δεν σκοράρουν τα τελευταία δέκα χρόνια ιδανικές συνθήκες για τον τοπικό πληθυσμό. Έναν πληθυσμό που αριθμούσε πάνω από 10.000 το 2011, αλλά οι πρόσφατες μετρήσεις δίνουν μια μείωση 21%, αφού ο αριθμός περιορίζεται σε 8.000 ψυχές. Ο Θεοδωρακόπουλος, αποδεδειγμένα άνθρωπος της παθιασμένης δουλειάς και του οράματος πιστεύω πως είναι έτοιμος για το νέο του άλμα, αφού γνωρίζει πολύ καλά τα προβλήματα αλλά και τα κόλπα της κεντρικής εξουσίας, όταν θέλει να αποφύγει τις όποιες ευθύνες της. Από την πρωτεύουσα Δημητσάνα, τα Τρόπαια, την πάντα δημοφιλή Βυτίνα, τα Λαγκάδια, την Καρύταινα και την γοητευτική Στεμνίτσα, ως την πασίγνωστη (λόγω φυλάκισης του Μίκη) Ζάτουνα και το κοντινό στην Δημητσάνα Ζιγοβίστι, οι ψηφοφόροι ξέρουν πως ένας σωστός δημοσιογράφος, με αγάπη και εμπειρία, αποφάσισε να τους αναπτερώσει το ηθικό και να ξαναζωντανέψει τις αξίες, αυτές που ο Δημητράκης και ο Γιωργάκης Πλαπούτας έθεσαν ως ευκαιρία μιας θυσίας με φόντο τεράστια ιδανικά. Ο Θεοδωρακόπουλος, πιστεύω πως γνωρίζει με τα «μικρά τους» ονόματα και τους 27 κατοίκους στο Ζιγοβίστι. Κι’ οτι θα βρει χρόνο να σταθεί το πλευρό τους οποιαδήποτε στιγμή για καφεδάκι, ενημέρωση και ζύμωση. 

Τέτοια ευλογημένη ευκαιρία δύσκολα βρίσκεις σήμερα στις τοπικές κοινωνίες! ‘Οσο για το μότο του Θεοδωρακόπουλου – «Όραμα, πρόγραμμα, στρατηγική» -, αυτοί στους οποίους απευθύνεται ας γνωρίζουν πως έχουν να κάνουν με έναν φανατικό της δουλειάς. Τί άλλο χρειάζονται; 

 

SHARE
RELATED POSTS
Η πολιτική δεν είναι ποδόσφαιρο [ἀλαζονεία], του Δρ Πάνου Καπώνη
Νεκτάριος Σαντορινιός: “Η ΝΔ υπόσχεται εργασιακό Μεσαίωνα και ιδιωτικοποιήσεις στην υγεία”
13151741_10207909895578231_5093440124938901213_n.jpg
Οι μεγάλες Αγάπες θυμίζουν Καζαμπλάνκα, της Άννας Κοντοπίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.