Πόρτα στην Ιστορία

Υπόθεση “Λορελάϋ”: φονικό και ληστεία στον Πειραιά του 1902, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

Spread the love

 

 

 

 

 

 

  

 

Δήμητρα Παπαναστασοπούλου

 

 

 

 

 

 

loreley_1.jpg

 

 

Μπορεί να μιλάμε για τις απαρχές του 20ού αιώνα, αλλά, όπως θα δείτε, μερικά πράγματα δεν αλλάζουν.

Το «Λορελάϋ» ήταν μια πλωτή γερμανική φυλακή, που την χρησιμοποιούσε η γερμανική Πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης, για τους Γερμανούς κακοποιούς.

Το πλοίο-φυλακή ήταν επανδρωμένο με Γερμανούς αξιωματικούς και στρατιώτες, υπεύθυνους για τους ομοεθνείς τους τιμωρημένους και έγκλειστους στα αμπάρια του.

Στον Πειραιά έφτασε επειδή είχε ανάγκη από επισκευές. Τις επισκευές είχε αναλάβει το γνωστό μεγάλο ναυπηγείο του Βασιλειάδη, που βρισκόταν,φυσικά, εκτός κατοικημένης περιοχής, με μόνο σχετικά κοντινό σημείο το Α΄Νεκροταφείο του Πειραιά.

Οι εργάτες του Βασιλειάδη ανέβαιναν στο πλοίο και δούλευαν, μαζί με το πλήρωμα, μέχρι το απόγευμα. Με τη λήξη των εργασιών έφευγαν όλοι, ακόμη και οι Γερμανοί, που δεν ήθελαν να διανυκτερεύουν σε ένα τέτοιο ερημικό σημείο.Στο πλοίο έμεναν μόνο δύο φύλακες-φρουροί.

Μια είδηση-κεραυνός κυκλοφόρησε το πρωί της 3ης Νοεμβρίου σε όλο το λιμάνι: σκότωσαν τους δύο φρουρούς του πλοίου και έκλεψαν το χρηματοκιβώτιο!
Με την υποψία ότι το χρηματοκιβώτιο- έστω άδειο- θα είχε πεταχτεί στη θάλασσα, ένας Ρώσος (τότε στον Πειραιά ο ρώσικος στόλος είχε μόνιμο αγκυροβόλιο) βούτηξε για να ανασύρει τον ένα από τους δύο φρουρούς, τον ναύτη Μπρίτσκι. Το πτώμα του άλλου, του Κόχλερ, στάθηκε αδύνατο να βρεθεί.

Τα πρώτα παραρτήματα των εφημερίδων έγραφαν ότι οι Γερμανοί έβριζαν τους Έλληνες, τους θεωρούσαν ύποπτους για τα φονικά και τη ληστεία, υποστηρίζοντας ότι στο χρηματοκιβώτιο υπήρχαν διπλωματικά έγγραφα, που τώρα- οι Γερμανοί ήταν βέβαιοι- θα έπεφταν σε ρώσικα χέρια.

Η αστυνομία του Πειραιά ερευνούσε παντού, επίμονα, μέχρι που λίγο πριν σκοτεινιάσει βρήκε το χρηματοκιβώτιο σπασμένο και παρατημένο στα βράχια της έρημης και επικίνδυνης τότε περιοχής της Πειραϊκής. Δίπλα ήταν και μία βοηθητική βάρκα του πλοίου. Αυτά τα στοιχεία οδήγησαν τους αστυνομικούς στο συμπέρασμα ότι ο δεύτερος φρουρός δεν ήταν νεκρός- αντίθετα ήταν ο φονιάς του συναδέλφου του και ο κλέφτης του χρηματοκιβωτίου.

Οι Γερμανοί, στο μεταξύ, είχαν αφήσει το πτώμα του Μπρίτσκι στα σκαλιά της εκκλησίας του Αγίου Διονυσίου για να διασύρουν τους Έλληνες, να δείξουν την «βαρβαρότητα της ελληνικής κοινωνίας», προσθέτοντας ότι ήταν ύποπτοι και οι εργάτες του Βασιλειάδη. Η μεσολάβηση της πριγκίπισσας Σοφίας ήταν μάταιη. Ο πλοίαρος του «Λορελάϋ» επέμενε να φωνάζει «οι ναύτες μου είναι Γερμανοί!», λες και αυτό τους απήλλασε από τις κατηγορίες, ξεχνώντας ότι τα αμπάρια του ήταν γεμάτα Γερμανούς κακοποιούς.

Μια επικήρυξη του πλοιάρχου, στην πρόσοψη του γερμανικού προξενείου, πάνω στην Ακτή Μιαούλη, έδινε αμοιβή 1.000 χρυσών φράγκων σε όποιον συνελάμβανε τους φονιάδες ή, έστω, σε όποιον θα τους υποδείκνυε στις αρχές.

Το θέμα πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις όταν ο Γερμανός Πρόξενος Τόμας Ρώτ ενημέρωσε τον Κάϊζερ( τον Γερμανό Αυτοκράτορα) με την εκδοχή εναντίον των Ελλήνων.

Η αστυνομία του Πειραιά, εξακολουθούσε να κάνει τη δουλειά της, ενημερώνοντας τον κόσμο «να έχει τα μάτια του ανοιχτά», ερευνώντας όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις.

 

Ξημέρωσε η Τρίτη, 5 Νοεμβρίου. Τρείς Έλληνες φίλοι,ένας υπάλληλος, ένας επιλοχίας πυροβολικού και ένας εύζωνος( η αστυνομία τότε χρησιμοποιούσε και ευζώνους) πηγαίνουν με το τράμ από το Νέο Φάληρο προς τις Τζιτζιφιές. Ένας από αυτούς είχε ανοίξει μια εφημερίδα και διάβαζε, ενώ οι άλλοι δύο μιλούσαν για έναν παράξενο άνδρα που ακουγόταν ότι τριγυρνούσε στις Τζιτζιφιές.

Ενώ συζητούσαν , τα μάτια τους έπεσαν τυχαία έξω από το τραμ, σε έναν άνδρα που περπατούσε κοντά στις γραμμές. Τα τραμ δεν έτρεχαν και ο κόσμος πολλές φορές ανέβαινε ή κατέβαινε όπου τον βόλευε, χωρίς να περιμένει να σταματήσει. Έτσι, ο εύζωνος Δημήτριος Σαούτης πήδηξε από το τραμ και ακινητοποίησε με ευκολία τον παράξενο άνδρα, που δεν ήταν άλλος από τον εξαφανισμένο Γερμανό φονιά, που φοβισμένος ομολόγησε και τον φόνο και την κλοπή.

 

Οι διπλωματικές σχέσεις αποκαταστάθηκαν και ο Γερμανός πρόξενος κάλεσε τον εύζωνο για να του δώσει την αμοιβή του.

Η περήφανη απάντηση του Σαούτη, που δεν πήγε ποτέ στο προξενείο, ήταν: « Να τα βράσουν και να τα φάνε τα λεφτά τους οι Γερμανοί! Εγώ ποτέ δεν θα δεχτώ λεφτά από ανθρώπους που βρίζουν την Ελλάδα!»

Και ο ελληνικός Τύπος πήρε το αίμα του πίσω:

«Υπήρξε ημέρα αποδείξασα και διατρανώσασα, ότι η μικρά μας πατρίς δεν έχει βδελυρούς κακούργους, δυναμένους και διανοηθώσιν έγκλημα ως το πλημμυρίσαν με αίμα το πολεμικόν σκάφος της ξένης δυνάμεως, αποδείξασα ακόμη, ότι η Ελληνική δικαιοσύνη δεν έχει ανάγκη της επικουρίας των γερμανικών φράγκων του φον Ρότ, των αυθαδώς δωρούμενων εις εκείνον, όστις θα επεδείκνυε τον εγκληματία».

SHARE
RELATED POSTS
1453: Η Πόλη που επάρθη, του Νίκου Βασιλειάδη
Τι έγραφαν οι εφημερίδες της φασιστο-ναζιστικής εποχής, της Τζίνας Δαβιλά
Όποιος κυβερνά…(Από τα Ανάλεκτα του Κομφούκιου), της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.