Χρόνια εξόριστα, χρόνια απέραντα
Τρίτο καλοκαίρι στο ξεχασμένο εξοχικό και είχε καταφέρει πια να το συμμαζέψει. Είκοσι χρόνια είχε να πατήσει το πόδι του εκεί πάνω, από τότε που πεθάναν οι γέροι, τότε έριξε μαύρη πέτρα και όσο υπήρχε το ρευστό το μάσαγε φρέσκο κάθε καλοκαίρι στα νησάκια. Όμως τώρα που σφίξαν τα πράματα και το πορτοφόλι έβγαλε φωνούλα κι αναστέναξε θυμήθηκε την προίκα.
Πάλι καλά, που τα κεραμίδια άντεξαν και δεν ήρθε κάτω. Αυτή τη χρονιά είχε προγραμματίσει να ανοίξει το πατάρι, από εκεί μέσα μάλλον έβγαιναν κάτι φοβισμένα ξανθούλικα κατσαριδάκια, όχι πως τα φοβόταν, αλλά δεν ήταν και το καλύτερο να τα βλέπεις να καουρίζουν δίπλα σου. Έτσι ανέβηκε σε μια σκάλα και ξεκίνησε το ξεμπάζωμα.
Με τα πολλά έφτασε προς το τέλος της σπηλιάς όταν έπιασε ένα μπαούλο σαφρακιασμένο, τόσο που του έμεινε στο χέρι του σα φτερό.
Δεν υπήρχε άλλη λύση, έπρεπε να ανέβει για να πετάξει κομμάτι-κομμάτι όλη τη σαβούρα. Έδωσε έναν πήδημα και μπήκε στο μουχλιασμένο πατάρι.
Στα αριστερά ένας ταλαίπωρος σκουριασμένος θερμοσίφωνας έκλεινε το πέρασμα, ενώ στο βάθος ήταν το ξεχαρβαλωμένο μπαούλο, που δεν έλεγε να κατέβει κάτω. Την άνοιξε και βρήκε όλα τα αρχαία περιοδικά, ρομάντζα και εργόχειρα, που μάζευε η μάνα και τα αποκόματα από τις εφημερίδες που κρατούσε ο πατέρας του. Τα φύλαγαν έτσι, δίχως κάποιο σπουδαίο λόγο, μήπως κάποτε χρειαστούν κι ύστερα ανέβηκαν εδώ και έμειναν μέχρι σήμερα.
-Βρε τι δουλειά έχουν όλα αυτά, από χρόνια έχουν ψοφήσει!
Το πε φωναχτά, σα να ήθελε να τον ακούσει ο θερμοσίφωνας, σα να του χαμογέλασε κιόλας.
Έπειτα έπιασε ένα-ένα τα κιτρινισμένα περιοδικά, πρώτα τους έριχνε μια ψεύτικη ματιά κι έπειτα τα πετούσε στο πάτωμα.
Σχεδόν αμέσως έπιασε ένα μικρό απόκομμα εφημερίδας που του έκανε εντύπωση. Στάθηκε λίγο και φάνηκε πως θυμήθηκε. Ήταν τότε που βάλαν αγγελία για να πουλήσουν το καλό χωράφι, αλλά ήταν ομηρικοί οι καβγάδες που στο τέλος ξέμεινε και έτσι πέρασε στα δικά του χέρια.
Τα θυμήθηκε τώρα όλα! Ναι, η μάνα έκλαιγε με μαύρο δάκρυ, γιατί ήταν η καλή της προίκα και ο πατέρας του στο τέλος την αγκάλιασε και όποιος έπαιρνε τηλέφωνο του το έκλειναν στα μούτρα. Ήταν αγαπημένο ζευγάρι, αν ζούσαν θα άντεχαν μαζί τουλάχιστον άλλα εκατό χρόνια μαζί.
417-14 ήταν το τηλέφωνο, να, το γράφει και η αγγελία. Πραγματική ευκαιρία, πωλείται προσήλιο χωράφι με καλό αμπέλι.
Μόλις είχε πεθάνει ο παππούς και δεν υπήρχαν χέρια να το φροντίσουν. Τελικά δεν πουλήθηκε, αλλά το ‘πνίξαν τα αγριόχορτα και οι ασπάλαθοι, το αφήσαμε άδικα και ρήμαξε.
Τι κρίμα, όσο το σκεφτόταν έβγαλε ασυναίσθητα το κινητό από τη τσέπη και το χάιδευε. Δεν είναι φαντασία, ποιος θα το πίστευε, πέντε νούμερα ήταν εκείνες τις περασμένες εποχές κάθε τηλέφωνο. Πάτησε τους αριθμούς, έτσι για πλάκα, για να δει που θα τον μεταφέρει ετούτη η μισερή κλήση.
Περίμενε λίγο γιατί το σήμα στο χωριό ποτέ δεν ήταν καμπάνα και εκεί που πήγε να πατήσει το κόκκινο κουμπί και να το κλείσει σα να έδειχνε οτι καλεί!
Περίμενε και προετοίμαζε μια δικαιολογία, ένα συγνώμη, τέλος πάντων κάτι να πει, για να μη γίνει και ρεζίλι.
Όταν μια γνώριμη αντρική φωνή του απάντησε. Το εμπρός ήταν κοφτό και αυστηρό, είχε χροιά ίδια με του πατέρα του.
Τα έχασε, δε μπορεί, δε γίνεται, πάνε είκοσι χρόνια που πέθανε, εγώ, με τα ίδια μου τα χέρια τον έθαψα.
Σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πέρασε όλη η ζωή μέσα από το στενό πατάρι. Αγκαλιές, φιλιά, νεύρα και καβγάδες.
Κι ύστερα ένα να προσέχεις, που σήμαινε σ΄αγαπώ! Απέραντα χρόνια.
Δεν τόλμησε να δώσει απάντηση, του ξέφυγε μόνο ένας αναστεναγμός, ενώ η αντρική φωνή φώναξε μάλλον ενοχλημένη:
Μα πόσες φορές πρέπει να το πούμε; Δεν το πουλάμε το χωράφι, εδώ μην ξαναπάρεις τηλέφωνο, κάναμε λάθος μ’ αυτή την αγγελία!