* H Μαρία Γεωργαλά είναι
Σύμβουλος Καριέρας – Κοινωνιολόγος
Msc Επικοινωνίας και Πληροφορίας
Global Career Development Facilitator (GCDF)
Aθλητικά, μαύρη φόρμα, μια μάλλινη ζεστή γκρί ζακέτα. Μέρες Χριστουγέννων, κρύο αλλά γλυκό δειλινό. Κατέβαινε γρήγορα τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Στο χέρι τα απαραίτητα, πορτοφόλι και κινητό.
Μόλις που προλάβαινε το σούπερ μάρκετ, σε μισή ώρα έκλεινε. Eίχαν τηλεφωνήσει ξαφνικά οι κολλητοί τους ότι έρχονταν. Πάντα είχε υλικά για τέτοια απρόβλεπτα στο σπίτι και ειδικά τέτοιες μέρες, αλλά να που σήμερα κάτι έλειπε.
Η Αλεξάνδρας μύριζε γιορτές. Ρυτιδιασμένες γιορτές αλλά τουλάχιστον γιορτές Τη λίγωνε αυτή η μυρωδιά. Χαμογέλασε και σταμάτησε λίγο να νιώσει τον παλμό της πόλης. Δεν της συνέβαινε συχνά, πάντα βιαζόταν αλλά νά, κάτι οι μυρωδιές, κάτι η απλωσιά του δρόμου μέχρι κάτω την Πατησίων, για μια στιγμή πήρε βαθιά ανάσα και μετά άρχισε πάλι να περπατά βιαστικά.
Μέσα στο κατάστημα επικρατούσε πανικός. Όλοι, τελευταία στιγμή ψωνίζουν, σκέφτηκε.
Πήγε στον πάγκο των τυριών, “ένα τέταρτο τριμμένο κεφαλοτύρι και φεύγω’’.
Η ουρά για τα τυριά μεγάλη. Πήρε χαρτάκι και περίμενε. Μαγικά ήρθαν άλλοι δυο υπάλληλοι να βοηθήσουν,-‘’τι καλά , δεν θα αργήσω πολύ’’.
Του είπε να πεταχτεί εκείνος, να συμμαζέψει λίγο αυτή το σπίτι, αλλά δεν μπορούσε, έβλεπε ποδόσφαιρο, τα παιδιά ούτε να το συζητάς, δεν ήξεραν καλά καλά που έπεφτε το σούπερ μάρκετ.
‘’Ε, δεν θα πάθουμε και τίποτα αν δεν τους μαγειρέψουμε’’, της είπε και ξαναχώθηκε στο ματς, ‘’μην κουραστείς κιόλας, ας παραγγείλουμε, ας είχαν ειδοποιήσει νωρίτερα’’. Δεν την κοιταξε καν . Την νοιαστηκε, αλλά δεν την κοιταξε.
Εκείνη το ήθελε όμως , κάτι σπιτικό και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί , τα φωτάκια στο στολισμένο σπίτι. Ομορφιά, γαληνεύει η ψυχή και οι ρωγμές μερεμετίζονται. Τι ωραία λέξη το μερεμέτι.
Η ουρά προχωρούσε. Έκανε ζέστη μέσα στο μαγαζί . Η ζέστη ως γνωστόν προς επιβεβαίωση των νόμων της φυσικής, δημιουργεί διαστολή, αγγείων, ξύλινων δαπέδων και παντός είδους ρωγμών, ειδικά αυτών, που επιμελώς φτιασιδωμένες, καλύπτουν το χρόνο που τις κατατρώει .
Οι ρωγμές, επιτηδευμένα φτιασιδωμένες, ξεγελούσαν. Μέχρι αισθητική παρέμβαση θα τις ονόμαζε κάποιος. Όχι αυτή, κάποιος άλλος.
Δεν έδωσε σημασία στην ασφυξία που άρχισε να νιώθει. Το χαρτάκι, νόυμερο 45, το χαρτάκι που κρατούσε, αποδεικτικό της σειράς, της πιστά τηρουμένης σειράς της, έπεσε από το χέρι της. Την έπιασε πανικός .Tα μάτια της άρχισαν να θολώνουν και η αναπνοή της να κόβεται.
Όπως ακριβώς τη μέρα, που έριξε την ώρα της σύσκεψης τον καφέ της, πάνω στα χαρτιά των υπολοίπων συναδέλφων και
-Πρόσεξε λίγο παιδί μου. Σκέτη καταστροφή είσαι-, γρύλισε ο διευθυντής της.
Τι αστείο να την λέει παιδί του, τον περνούσε τουλάχιστον μια δεκαετία. Ήταν την ίδια μέρα που της ανακοίνωσαν μείωση του μισθού της ή απόλυση. Σιγά μη τυχόν και δεν δεχόταν, της είπαν όλοι, συγγενείς και φίλοι, καλύτερα μισοπεινασμένη παρά άνεργη. Η χώρα χάνεται, ο σώζων εαυτώ σωθήτω, έλεγε ο παππούς της. Με αυτά και με αυτά την κράτησε την οικογένειά του ο παππούς, ενώ οι άλλοι στο χωριό τι απέγιναν; Eπιτύμβιες στήλες για κατάθεση στεφάνων. Αυτή την ιστορία την είχε μάθει απέξω, περήφανη η μητέρα της για τον παππού.
Σαν να μην πέθανε ποτέ ο παππούς, σαν να μπόρεσε να σώσει εαυτό, τουλάχιστον οι άλλοι έχουν και τιμητικό στεφάνι κάθε χρόνο.
Έσκυψε έντρομη και αλαφιασμένη, ανάμεσα στα πόδια του κόσμου να πιάσει το χαρτάκι, και σχεδόν σκούντησε το κεφάλι της με την γυναίκα που έσκυψε ταυτόχρονα με κείνη και της το άρπαξε μέσα από τα χέρια.
Την κοίταξε με την άκρη του ματιού της αποσβολωμένη. Λέξη δεν βγήκε απο το στόμα της .
Μόνο τη γλώσσα της δάγκωσε λίγο, γεύση αίματος. Όπως τότε στη δουλειά την ώρα που μάζευε το χυμένο καφέ της .
Το 45 ποιος έχει το 45 ; Ήταν 45 χρονών. Άραγε αν έδειχνε ταυτότητα θα τους έπειθε ότι και το χαρτάκι που μόλις της έκλεψαν, με τον αριθμό 45, ήταν δικό της.
-Εγώ, εγώ είπε η γυναίκα, με μια στρυγκιά φωνή. Εγώ το έχω το 45, και την παραμέρισε δίνοντάς της μια αγκωνιά στα πλευρά. Μια γυναίκα, δίχως πρόσωπο, δίχως ρούχα, δίχως ηλικία, με μια στρυγκιά φωνή, άρπαξε τη δική της ευκαιρία για ένα τέταρτο κεφαλοτύρι.
Έφυγε από το πάγκο των τυριών, προχώρησε στην έξοδο του σούπερ μάρκετ . Βγήκε στη Λεωφόρο, δεν μύριζε πια Χριστούγεννα. Σταμάτησε σε ένα καθρέπτη μισοσπασμένο δίπλα στο μπαρμπέρικο, χρόνια κλειστό πια. Εκεί ξυριζόταν ο πατέρας της, κάθε Μεγάλη Πέμπτη, πριν κοινωνήσει. Ο μπαρμπέρης ήξερε τις συνήθειες των πελατών, άνοιγε από τις επτά το πρωί τέτοια μέρα .
“Δεν τον ρώτησα ποτέ γιατί μόνο κάθε Μεγάλη Πέμπτη, δεν θα το μάθω ποτέ”.
Κοίταξε το πρόσωπό της στο μισοσπασμένο καθρέπτη. Πόσα πράγματα δεν θα μάθαινε ποτέ.
Πόσα μυστικά μια οικογένεια.
Το πρόσωπό της στον καθρέπτη είχε αίμα, πριονίδι και ρωγμές πολλές ρωγμές . Πίσω της κάγχαζαν τα γυαλιστερά φωτάκια της Λεωφόρου.
Κατάπιε το χριστουγεννιάτικο καυσαέριο, σκούπισε με την ανάποδη του μανικιού της τα αίματα.
Δεν πειράζει, ας παράγγελναν σήμερα δεν έγινε και τίποτα, ψέλλισε στο είδωλό της και άρχισε να τρέχει προς το σπίτι.
Μια αστυνομική σειρήνα συνηχούσε στον παλμό της πόλης.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr
Theodora Kounakis
Kounakis Jewels and watches
Pindarou & Vizantiou 26-28,
Rhodes
Κόσμημα Υψηλής Αισθητικής και Ποιότητας