Και τούτη η εβδομάδα είναι αφιερωμένη από μένα στη Θεσσαλονίκη που γιορτάζει τριπλά: στις 26 τον προστάτη της Άγιο Δημήτριο και την επέτειο της απελευθέρωσής της το 1912 από τους Τούρκους και στις 28, μαζί με όλη την υπόλοιπη Ελλάδα την επέτειο του ΟΧΙ.
Εγώ θα σταθώ στην επέτειο της απελευθέρωσης το 1912 και θα τιμήσω με λίγα λόγια τον μεγάλο Άνθρωπο, τον Τούρκο στρατάρχη Χασάν Ταχσίν Πασά που η δική του λεβεντιά έφερε τη Θεσσαλονίκη στην Ελλάδα. Ήταν μια πολύ δύσκολη απόφαση, μια απόφαση που γνώριζε εκ των προτέρων τις προεκτάσεις της πάνω του- κρίθηκε προδότης από τους συμπατριώτες του και δικάστηκε ερήμην εις θάνατον. Δεν γνωρίζω κανέναν σήμερα που θα έκανε κάτι τέτοιο και, ίσως, να μην υπάρξει ποτέ στο μέλλον.
Ο Ταχσίν Πασάς ήταν ανώτερος στρατιωτικός αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γόνος της αλβανικής οικογένειας των Μεσαρέ. Γεννήθηκε στη Μεσσαριά της Ηπείρου και σπούδασε στη δική μας Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων.
Επί σαράντα συναπτά έτη υπηρέτησε την πατρίδα του στην Κρήτη, στη Θεσσαλία, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ήπειρο, στην Αλβανία, στη Συρία, στην Υεμένη και στην Σαλονίκη.
Ήταν παντρεμένος με Ελληνίδα και ο γιός του Κενάν έγινε σπουδαίος ζωγράφος και έζησε στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1934. Μεταξύ άλλων, έχει φιλοτεχνήσει τον πίνακα της παράδοσης της Θεσσαλονίκης, ο οποίος κοσμεί την Λέσχη Αξιωματικών Θεσσαλονίκης.
Στον Α΄Βαλκανικό Πόλεμο είχε τη θέση του Διοικητή της 8ης Στρατιάς του Αυτοκρατορικού Οθωμανικού Στρατού της Μακεδονίας. Η ελληνική υπεροχή σ’ όλα τα πεδία των μαχών ώθησε τον Πασά να συνθηκολογήσει άνευ όρων και να παραδώσει την Θεσσαλονίκη, μαζί με 25.000 Τούρκους αξιωματικούς και στρατιώτες στον ελληνικό στρατό. Η πράξη αυτή, η παράδοση της πόλης, που αποτελούσε μήλο της έριδας των βαλκανικών κρατών και δη της Βουλγαρίας, έβαλε την Ελλάδα στο βάρθρο του νικητή.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η κυβέρνησή του μερίμνησαν για την ασφαλή μεταφορά του Πασά στη Γαλλία. Ο Ταχσίν έζησε λίγα μόνο χρόνια και πέθανε πικραμένος στην Ελβετία το 1918. Εκεί τάφηκε για πρώτη φορά.
Τα οστά του μεταφέρθηκαν στον οικογενειακό τάφο των Μεσαρέ στο αλβανικό νεκροταφείο της Τριανδρίας στη Θεσσαλονίκη το 1937 και το 1983, όταν καταπατήθηκε το νεκροταφείο, στο οστοφαυλάκιο της Μαλακοπής.
Από το 2002, τα οστά τάφηκαν στο Στρατιωτικό Νεκροταφείο των Βαλκανικών Πολέμων, στην Γέφυρα Θεσσαλονίκης, που σήμερα λειτουργεί ως Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων. Είναι το σημείο όπου υπογράφηκε το Πρωτόκολλο Παράδοσης.
Το Πρωτόκολλο της Παράδοσης, με τις υπογραφές του Ταχσίν Πασά, του Ιωάννη Μεταξά και του Δούσμανη, γραμμένο στα ελληνικά και στα γαλλικά από τον γιο του Ταχσίν και υπασπιστή του Κενάν και από τον Ίωνα Δραγούμη, έχει αποκαλυφθεί τελευταία ότι, παραδόξως έχει χαθεί από τα Αρχεία του Γενικού Επιτελείου Στρατού… Το αντίγραφο στα γαλλικά που δεν χάθηκε είναι ανυπόγραφο.
Κλείνω το αφιέρωμα με ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο μου ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ και τον αφορά.
“Ο Χασάν Ταχσίν Πασάς κρατείται στο Διοικητήριο. Του φέρονται με σεβασμό, αλλά εκείνος ασφυκτιά. Γνωρίζει πολύ καλά ότι οι Νεότουρκοι τον έχουν καταδικάσει σε θάνατο, επί εσχάτη προδοσία. Όποιος τον σκοτώσει, θα γίνει ήρωας. Η παραμονή του στο Διοικητήριο, το παλιό Κονάκι, του εξασφαλίζει, αν μη τι άλλο,την ίδια του τη ζωή. Τι νατην κάνει, όμως, μια ζωή περιορισμένη σε τέσσερις τοίχους; Και μέχρι πότε; Σύντομα θα τον στείλουν στην Αθήνα, με τελικό προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Τα ξέρει απ’ έξω. Ο ίδιος τα υπέγραψε. Τι του μέλλει να υποστεί όταν φθάσει εκεί, είναι επίσης γνωστό. Θάνατος. Είναι χαμένος.
Κλώθει και ξανακλώθει όσα έγιναν. Ο κίνδυνος της βουλγαρικής εισβολής ήταν άμεσος, οι τουρκικές δυνάμεις έχαναν συνεχώς έδαφος, οι λιποτάκτες ήταν αμέτρητοι. Σκέφτηκε ότι ο μόνος τρόπος για να γλυτώσουν χιλιάδες τουρκικές ψυχές την ατίμωση και τον θάνατο ήταν ένας: να παραδοθεί η πόλη στους Έλληνες. «Από αυτούς την πήραμε, σ’ αυτούς θα την παραδώσουμε», είχε καταλήξε, αρνούμενος δύο φορές το χρυσάφι των Βουλγάρων και προκαλώντας την οργή τους. Και αυτό έκανε. Μόνο που το ποτήρι ήταν πικρό, δηλητήριο. Αυτός, ο καταξιωμένος στρατιωτικός, θεωρείται από την ηγεσία της πατρίδας του προδότης”.
«Ας με κρίνει η Ιστορία», θα πει λίγο αργότερα, δίνοντας μια συνέντευξη στην Temps.