Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που καθάρισα ψάρι.
Νιόπαντρη, μόνη στην ολοκαίνουργια κουζίνα μου, να κλαίω σπαρακτικά αγκαλιά με μια τσιπούρα. Ο μπαμπάς μου πέρασε εκείνο το πρωί και έφερε να μαγειρέψω ψάρια στο στεφάνι μου!
“Ξέρεις, δεν ξέρεις;”
“Ξέρω καλέ μπαμπά, ξέρω! “
Εννοείται πως δεν είχα ιδέα.
Η κουζίνα ένα χάλι. Λέπια, αίματα κι αντεράκια ολούθε…και γω στην απόλυτη δυστυχία βουτηγμένη. Ο Λαζάρου πουθενά …
Είμαι και ιχθύς στο ζώδιο κι όσο να ΄ναι, μια ταύτιση με την έρμη την τσιπούρα την έπαθα.
Έκλαιγα και καθάριζα, καθάριζα κι έκλαιγα και ταυτοχρόνως ζητούσα συγνώμη, συγνώμη, συγνώμη από το αθώο ψαράκι.(Και το ταίρι του που θα καθάριζα κατόπιν, αν κατάφερνα ποτέ να τελειώσω με το πρώτο, η serial killer! )
Έκανα την κουζίνα σαν το κονάκι του Ντέξτερ, το καλντερίμι του Τζακ του αντεροβγάλτη, το χειρουργείο του Grey’s anatomy, το εργαστήριο του CSI …etc.etc.
Ξέρω τί σκέφτεστε αυτή τη στιγμή. Και γω αυτό σκέφτηκα…οπότε και πήρα την μαμά μου τηλέφωνο κλαψουρίζοντας. Μπουχουχου.
Είχαν βουλώσει και οι δύο γούρνες στον νεροχύτη μου …είχα καταγραντζουνιστεί και έφτυνα λέπια…πιφ μπλιαχ φτου, ενώ στεκόμουν με το ματωμένο ακουστικό στο χέρι σαν το δολοφόνο που πήρε την αστυνομία να παραδοθεί! HELP !
Αρχικά μου είπε ότι έπρεπε να ζητήσω να μου τα καθαρίσουν!
Χαίρετε….τί κάνετε…καλά ευχαριστώ μανούλα! Kαι μην το πεις στον μπαμπά αυτό γιατί εσύ θα τ΄ακούσεις που δεν με έμαθες τόσα χρόνια! DANGER DANGER .
Κατόπιν με ρώτησε αν είχα το κατάλληλο εργαλείο…WHAT ? NO kale! Τσου.
Και τέλος ήταν η στιγμή να τ’ ακούσω που δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ να κάτσω να μου δείξει πως καθαρίζουν ένα ψαράκι, που τα είχαμε όλα μια ζωή έτοιμα στο πιάτο αλλά τώρα ήρθε η ώρα να δω τί θα πει καθημερινό μαγείρεμα που κανένας δεν είπε ποτέ ένα ευχαριστώ και είχαμε την κουζίνα για εστιατόριο, ό,τι ώρα θέλει ο καθένας να τρώει και κείνη να μαζεύει σαν να ‘ναι καμιά δούλα..Αυτό το τελευταίο με λυγμό * …Ετεροχρονισμένος εξάψαλμος…
Με τα πολλά ήρθε και μου έδειξε… Μητέρα. ΤΗΑΝΚ GOD!
Βλέπετε εκείνη την εποχή (του βωβού) που εγώ βρέθηκα μόνη σε μια ολόλευκη κουζίνα που μύριζε “καινουργίλα” -σαν τα αυτοκίνητα που μυρίζαν κερί και τις σχολικές τσάντες που μύριζαν ΜΙΝΙΟΝ- το συγκεκριμένο δωμάτιο για μένα δεν ήταν ακριβώς αυτό που λένε “παράδεισος της νοικοκυράς”…
Μάλλον προς την κόλαση του Δάντη μου φάνταζε !
Η παιδική χαρά του βερζεβούλ…σας λέω!
Είχα καεί με λάδι, με νερό, με μαρμελάδα, με κουβερτούρα(αυτό επαναληπτικά), με χαλβά, με κρέμα γάλακτος (τότε βάζαμε κρέμα γάλακτος και στα λάχανα!), είχα κόψει ό,τι δείκτες και αντίχειρες είχα εύκαιρους, με κείνα τα σούπερ κοφτερά μαχαίρια του τελευταίου σαμουράι (…απ’ αυτά που κόβουν και ξύλο! Γιατί καλέ μου σαμουράι να θέλω να κόψω ξύλο, αρκουδάκι πάντα είναι ο σύζυγος και θα του μαγειρέψω μπαμπού;! Κύριε ελέησον!).
Επίσης δεν είχα αφήσει νύχι για νύχι με τον τρίφτη τυριού και γενικά κάθε φορά που μαγείρευα ράντιζα αγιασμό κι έλεγα το πάτερ ημών μην πάω αδιάβαστη από κανένα εξοστρακισμένο φασόλι! Δεν γεννηθήκαμε όλες Βέφες παιδιά, τί να κάνουμε;!
Α! Έκαψα επίσης δυο τηγάνια και μια χύτρα! Είναι όντως αθάνατες οι άτιμες! Την πέταξα από τον πρώτο όροφο στον κήπο, οι αγκινάρες χάλια, η χύτρα μια χαρά και μια γούβα! Την έκανα γλάστρα για κακτάκια και τώρα είναι πολύ πιο χαριτωμένη!
Φλόγες ίσα με τον απορροφητήρα να δουν τα μάτια σας…καπνοί, ηχητικά εφέ, πυροτεχνήματα! Μόνο ενας ακροβάτης ,ένας κλόουν και η γυναίκα με τα μούσια έλειπαν!
Όταν μάλιστα βγήκα με τη φλεγόμενη χύτρα στο μπαλκόνι κάτι εργάτες από απέναντι άρχισαν να χειροκροτούν! Ήθελα, άκου τώρα έμπνευση, να τσιγαρίσω …αγκινάρες! Που δεν μου αρέσουν κιόλας! Μα πού πάω και μπλέκω η γκραντ σεφ;
Στο ψυγείο δίπλα απ’ τις μουστάρδες είχα πάντα μια κρέμα για εγκαύματα, θαυματουργή, συνταγή της γιαγιάς που μου την είχε δώσει η μανούλα προίκα! Γιατί άραγε; Μητέρα.
Όλο και καμιά παλάμη θ’ακουμπούσα στο μάτι για να δω αν καίει (true story), για να μην σας πω για τα ταψιά!
Καλάααα, ειδικά στην κατηγορία “φλεγόμενα ταψιά” έχω “ζωγραφίσει”… πάνω μου κυρίως και μια φορά πάνω στον μικρό μου αδερφό. Φου φου ανακοίνωσης :
-Παρακαλείστε όπως να μην κυκλοφορείτε με μαγιό σε κουζίνα που μαγειρεύω εγώ. Ευχαριστώ .
Και μητέρα, ναι, μου είχες πει να προσέχω τον μικρό αλλά δεν του είπες και ΄κείνου να προσέχει εμένα…).
Τώρα θα μου πείτε, τι μ΄επιασε και τα θυμήθηκα όλα αυτά…
Είναι που το μυαλό πετάγεται εύκολα μέχρι εκείνο το βουνό που δεν φαίνεται…
Αυτό μας το έλεγε ο πατέρας μου όταν τον ρωτούσαμε στο αυτοκίνητο πότε φτάνουμε εκεί που πηγαίναμε τέλος πάντων…
Σου λέει, από το να με πρήζουν με το “πόση ώρα ακόμα μπαμπά, είναι μακριά κτλ…είχε βρει ένα ωραίο παραμυθάκι.
Μας έλεγε δείχνοντας στο βάθος της εθνικής οδού
“ Βλέπετε εκείνο εκεί το βουνό που δεν φαίνεται;”
Εμείς για να μην φανούμε χαζοί φυσικά και το βλέπαμε!
“Καλέ νά’το !Πώ πω τί μεγάλο βουνό!”
“Ε,” μας ‘έλεγε “Είναι πίσω από ‘κείνο το βουνό . Μόλις το περάσουμε φτάσαμε”
Και μεις τσιμουδιά…Γιατί αν δεν βλέπαμε το βουνό σήμαινε πως δεν θα φτάναμε ποτέ…
Και ειλικρινά σας μιλώ, σαν (πρώην θέλω να πιστεύω) δημόσιος κίνδυνος,χίλιες φορές θα ήθελα αυτή την στιγμή να είμαι στο οικογενειακό αυτοκίνητο που οδηγεί ο πατέρας μου και να πηγαίνω ντουγρού κατά το βουνό που δεν φαίνεται…
Αν και δεν με νοιάζει και πολύ το πού πηγαίνω, το βασικό είναι με ποιόν…
Κι έτσι τα κανόνισε ετούτη η ζωή, να μαθαίνουμε από τα λάθη μας και να εμπιστευόμαστε αυτούς που αγαπάμε. Αλλιώς τί νόημα θα είχε ένα ταξίδι προς το βουνό που δεν φαίνεται… Μου λέτε;