Γράφω αυτό το κείμενο με αφορμή μερικούς που σήκωσαν τα Λάβαρα της Πίστεως για κάποιους πολιτικούς που δεν έδωσαν το «νενομισμένο» όρκο.
Ποια είναι η έννοια του όρκου στην Ελλάδα; Αλαλούμ. Άλλα λέει το Σύνταγμα σε ένα άρθρο, άλλα σε άλλο, άλλο ο Ποινικός Κώδικας, άλλα ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας και άλλα διάφοροι νόμοι. Λες και οι νομοθέτες ήταν εξωγήινοι από διαφορετικά γαλαξιακά συστήματα και δεν είχαν υπ΄όψει τα άλλα κείμενα.
Το Σύνταγμα καθιερώνει την ανεξιθρησκία ή την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης καθώς και την ισότητα τον πολιτών. Όλα λογικά και πολιτισμένα.
«Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός». (13.1.1)
Αλλά αφού «η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός» και «οι πολίτες είναι ίσιοι ενώπιον του νόμου» (4.1)., γιατί το ίδιο το σύνταγμα την καταργεί;
Ο όρκος του Προέδρου της Δημοκρατίας:
“Ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας και Ομοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας να φυλάσσω το Σύνταγμα και τους νόμους, να μεριμνώ για την πιστή τους τήρηση, να υπερασπίζω την εθνική ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Χώρας, να προστατεύω τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των Ελλήνων και να υπηρετώ το γενικό συμφέρον και την πρόοδο του Ελληνικού Λαού”. (33.3)
Κοντολογίς το Σύνταγμα αυτοαναιρείται: ο Πρόεδρος πρέπει να είναι Χριστιανός ορθόδοξος. Δε μπορεί να είναι άθεος ή να πιστεύει σε άλλη θρησκεία ή δόγμα κι άσε τι γράφει παραπάνω στο Σύνταγμα. Ισότητα τέλος. Τελεία, παύλα.
Παρόμοια, αλλά λίγο πιο ελαστικά είναι τα πράγματα για τους βουλευτές:
«1. Οι βουλευτές πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους δίνουν στο Βουλευτήριο και σε δημόσια συνεδρίαση τον ακόλουθο όρκο: “Ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας και Ομοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας να είμαι πιστός στην Πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, να υπακούω στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου”.
2. Αλλόθρησκοι ή ετερόδοξοι βουλευτές δίνουν τον ίδιο όρκο σύμφωνα με τον τύπο της δικής τους θρησκείας ή του δικού τους δόγματος». (59.1 και 2)
Και πάλι πρέπει να πιστεύουν σε κάποια θρησκεία ανεγνωρισμένη (ποιος είναι ο υπερθεός που αναγνωρίζει ως «αναγνωρισμένη» κάποια θρησκεία;) και αν δηλώσουν άθεοι ή άθρησκοι δε μπορούν να αναλάβουν ως βουλευτές.
Στην προστασία της θρησκευτικής συνείδησης περιλαμβάνεται και «η απαγόρευση εξαναγκασμού σε θρησκευτική πράξη». Πώς λοιπόν μπορεί να υποχρεωθεί κάποιος σε πράξη θρησκευτικού χαρακτήρα, αφού η προστασία είναι απαραβίαστη;
Και αφού στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης καθένας έχει το δικαίωμα να δηλώσει ή όχι σε ποια θρησκεία ανήκει ή σε καμία, γιατί το Σύνταγμα τον υποχρεώνει σε κάτι που πιο πάνω το θεωρεί παράνομο και μάλιστα με σκληρή γλώσσα;
«…..η άσκηση ψυχολογικής βίας, καθώς και κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απαγορεύονται και τιμωρούνται, όπως ο νόμος ορίζει» (7.2).
Το άρ. 3 παρ.3 του Κανονισμού της Βουλής προβλέπει μάλιστα ότι “αρνήσεις ή αντιρρήσεις για τη δόση του όρκου δεν επιτρέπονται».
Δεν είναι βάναυση παραβίαση των δικαιωμάτων κάποιου που εκλέχτηκε δημοκρατικά από το λαό επειδή δε δέχεται δικαιολογημένα να ορκιστεί σε κάτι που δεν πιστεύει;
Δε θάπρεπε το Σύνταγμα να προστατεύει όπως ισχυρίζεται την “πρωταρχική” υποχρέωση της πολιτείας να σέβεται και να προστατεύει την ανθρώπινη αξία; Υπό το πρίσμα αυτό η εκ των προτέρων επιβολή ορκοδοσίας αποτελεί προσβολή της ανθρώπινης αξίας.
Για τους επιμέρους νόμους ισχύει το ίδιο κομφούζιο: Στα αστικά δικαιώματα αρκεί να πει κάποιος ότι δε θέλει να δώσει θρησκευτικό όρκο: «Ορκίζομαι στην τιμή μου και τη συνείδησή μου ότι…» Στον Ποινικό Κώδικα τα πράγματα είναι πιο ζόρικα πρέπει να δηλώσει το θρήσκευμά του πρώτα και μετά να ορκιστεί, κάτι που έρχεται σε παράβαση της αρχής της προστασίας των προσωπικών δικαιωμάτων που υποτίθεται προστατεύει το Σύνταγμα.
Στον Καναδά τα πράγματα είναι διαφορετικά και έχουν λύσει το πρόβλημα με 3 λέξεις: «Ορκίζομαι και λέγω….» (I take the oath and say…) Ούτε σε ποιο θεό ή θεά το λες, απλά αναλαμβάνεις την ευθύνη προσωπικά ο ίδιος κι αν δηλώσεις ψέματα ή παραβείς αυτό που υποσχέθηκες θα σε παραλάβουν τα δικαστήρια. Δε θα περιμένουν να σε τιμωρήσει κάποιος θεός ή θεά, που μπορεί να υπάρχει μόνο στη φαντασία σου.
Και τελικά ποια είναι η πραγματική αξία του όρκου; Με το να ορκιστεί κάποιος πολιτικός στην Ορθοδοξία ή οπουδήποτε αλλού έχει καμιά σημασία; Βλέπουμε πόσο ρόιδο τα έκαναν όσοι έδωσαν το «νενομισμένο όρκο» και τελικά καταχρέωσαν, ξεπούλησαν και εξευτέλισαν την Ελλάδα παγκοσμίως.
Δυο ανώτατους πολιτικούς έτυχε (κατά λάθος!) να γνωρίσω και είχαμε κάποιο θάρρος. Ο ένας μου είπε ότι είναι άθεος, ο άλλος (πιο σοφιστικέ) αγνωστικιστής. «Τότε γιατί πας στην εκκλησία;». Είχε χιούμορ: «Πάω μόνο όταν έχουν ειδοποιηθεί τα κανάλια, γιατί η Εκκλησία είναι μεγάλη δύναμη». Γέλα αν θες, κλάψε αν θες, δεν κάνει και μεγάλη διαφορά, κατά το άσμα.
Μεγάλη διαφορά κάνουν τα λόγια του Μάρκου Μπότσαρη που παραφράζω:
«Τον όρκο τον δίνεις στο πεδίο της μάχης με το αίμα σου, πουθενά αλλού».