Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Το σερβάν – Η ιστορία ενός επίπλου, της Ζωής Κανάβα

Spread the love

 

* Η κ. Ζωή Κανάβα είναι συγγραφέας.

 

                                                                               Η ιστορία ενός επίπλου

                                                                                                 Το σερβάν

 

Λογικά δε θα περίμενε κανείς, παραμονές του γάμου, να κοντραριστούν γαμπρός και πεθερά για ένα ζήτημα τόσο επουσιώδες, όπως η προίκα. Ή, για ν’ ακριβολογώ, η έκθεση της προίκας. Επιτέλους τη γνώμη του είπε ο άνθρωπος, έστω και αν δεν του ζητήθηκε. Και μάλιστα αρκετά ευγενικά.

– Δε νομίζετε πως όλο τούτο το νταβατούρι, μέσα στην παραζάλη του γάμου, αποτελεί περιττή πολυτέλεια εξαιτίας ενός ξεπερασμένου εθίμου, παλιομοδίτικου;

Σ’ αυτό συμφωνούσα κι εγώ, μα δυσκολευόμουν να το πω. Δεν ήθελα να πικράνω τη μάνα μου που είχε άλλη γνώμη.

Ο πατέρας, αν και παρών στη συζήτηση, δε μίλησε, θαρρείς και το ζήτημα δεν τον αφορούσε. Ούτε κι ο αδελφός μου, που περνιόταν και για κοσμοπολίτης.

Η μάνα γούρλωσε τα μάτια.

– Και;… Θα φυγαδεύσουμε κρυφά, για το καινούργιο σπιτικό, όλη τούτη την ομορφιά; Ξέρεις τι μου θυμίζει; Το ανέκδοτο με το γαμπρό, που ξεφορτώθηκε τη νύφη, το ίδιο βράδυ του γάμου τους, επειδή τη βρήκε ολίγον έγκυο.

Η παρομοίωση της μάνας ατυχέστατη, μα η αξιολόγηση που έκανε στη συνέχεια ήταν και παραήτανε σωστή. Και δίκαιη.

– Αν ήξερες, αγόρι μου, πόσα όνειρα είναι σοφιλιασμένα μέσα σε τούτα τ’ ασπροκέντια; Τα κοφτά; Τ’ ανεβατά; Τα πολύχρωμα καρέ και τα σεμέν, τις μαξιλάρες του καναπέ και τα μαξιλαράκια …Να χύνεις μερόνυχτα τα μάτια σου στη σταυροβελονιά…. Και τι να πεις για τα λινά σεντόνια, τα κατωσέντονα ή τα τραπεζομάντιλα με τη δαντέλα μια πιθαμή; Ή και τα πανωσέντονα με το αζούρ, τις πλεχτές κουβέρτες με τα πουλιά και της κληματαριάς τους κλώνους για μπορντούρα! Να μετράς και να ξαναμετράς μη σου ξεφύγει πόντος.

Κι έλεγε, έλεγε η μάνα κι απαριθμούσε τριών γενεών δουλειά και κατάθεση αγάπης και φαντασίας. Γιατί η προίκα άρχισε να ετοιμάζεται από την ώρα που γεννήθηκα, αυτό ήταν το συνήθειο με τη γέννηση κάθε θηλυκού: πρώτα από τις δυο γιαγιάδες, μαζί και τη μάνα και τελευταία βέβαια εμένα, ως την ώρα του γάμου.

Με την απαρίθμηση της προίκας, που δεν έμειναν απ’ έξω ούτε οι φλοκάτες και τα κιλίμια, οι καραμελωτές κουβέρτες κι οι μπαστές, ακόμη κι οι πολύχρωμες κουρελούδες, γλίστρησε η κουβέντα και στη σιφονιέρα. Απαραίτητο συμπλήρωμα της προίκας η σιφονιέρα, όπως το χρηματοκιβώτιο στον επιχειρηματία.

– Να προσέχεις, από την καλή να διπλώνεις τ’ ασπροκέντια, όταν τ’ αραδιάζεις στα συρτάρια της, με συμβούλευε η μάνα, μη σου βγει, κακομοίρα μου, ανάποδος ο άντρας σου.

Σάμπως ξεχώριζες ποια ήταν η καλή ποια η ανάποδη με τόση μαστοριά που ήσαν δουλεμένα.

– Στην Αθήνα οι κοπέλες δεν τη συνηθίζουνε τη σιφονιέρα, μπήκε στην κουβέντα κι ο αδερφός μου που, ζώντας για χρόνια στην Αθήνα, στην αρχή λόγω σπουδών κι ύστερα υπηρετώντας τη στρατιωτική θητεία του ως αξιωματικός, περνιόταν όπως είπα για κοσμοπολίτης και πίστευε πως η γνώμη του άξιζε να προσεχτεί. Μα δεν τον άφησε η μάνα να την ολοκληρώσει. Τον έκοψε με το ειρωνικό της σχόλιο:

– Σάμπως θα έχουν και προικιά οι Αθηναίες, για να τους χρειάζεται η σιφονιέρα. Λένε πως με το βρακί που φορούν παντρεύονται, τίποτε άλλο δεν τις συνοδεύει όταν πηγαίνουν στο σπίτι του γαμπρού.

Ο αδερφός μου προσπέρασε την πικρόχολη διακοπή και ολοκλήρωσε αυτό που ήθελε να πει:

– Είναι που προτιμούν ένα άλλο έπιπλο, πολύ πιο λειτουργικό από τη σιφονιέρα: το σερβάν. Να το χαίρονται κι οι επισκέπτες, όχι μόνο η νοικοκυρά. Γιατί δεν αποτελεί συμπλήρωμα της κρεβατοκάμαρας, αλλά στολίζει τον πιο πολυσύχναστο χώρο του σπιτιού: την καλή τραπεζαρία.

– Κι η προίκα;

Αδύνατο να ξεκολλήσει το μυαλό της μάνας απ’ την προίκα.

Ο αδερφός μου, που έβρισκε ανούσια τούτη τη συζήτηση, για να την κλείσει είπε:

– Το σερβάν, με τα κρυφά και φανερά συρτάρια του, τα ράφια και τις βιτρίνες, όχι μόνο την προίκα αλλά και τα γυαλικά χωρά και τα ασημικά και τα μπιμπελό κι ό,τι άλλο βάζει ο νους σου.

Η μάνα δε μίλησε. Ξέμεινε να φαντάζεται το νέο έπιπλο. Πήρε το λόγο ο πατέρας, που συνήθιζε να κοστολογεί το κάθε τι που θα επιβάρυνε τον προϋπολογισμό του σπιτιού:

– Ανάλογο, φαντάζομαι, θα είναι και το κόστος του.

Ο αδερφός μου δε βιάστηκε να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με την παρατήρηση του πατέρα. Θαρρείς και τον εμπόδιζε μια απόφαση που έπρεπε να πάρει εκείνη τη στιγμή και ταυτόχρονα να την κοινοποιήσει. Τέλος είπε:

– Η όποια διαφορά θα είναι το δικό μου δώρο στο νέο αντρόγυνο.

Δεν κράτησε το λόγο του. Όταν ήρθε στο πατρικό σπίτι το σερβάν, για ν’ αποτελέσει στη συνέχεια μέρος του καινούργιου μας νοικοκυριού με την υπόλοιπη προίκα, ο αδερφός μου έλειπε στο εξωτερικό, σε «διατεταγμένη αποστολή». Δεν παραβρέθηκε ούτε στο γάμο μας. Κι ο πατέρας βιάστηκε να στείλει μήνυμα στο ράφτη, που θα του έραβε το καινούργιο κοστούμι για το γάμο, πως για την ώρα αναβάλλεται η παραγγελία.

Έβρασε δενδρολίβανο η μάνα και του καθάρισε απ’ τις γυαλάδες το παλιό. Όταν το πέρασε στην κρεμάστρα και το κρέμασε στο σύρμα να στεγνώσει κούνησε το κεφάλι με απογοήτευση. Δεν έμεινε ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα.

«Τον αράπη κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς».

Ο πατέρας την παρηγόρησε.

– Τη νύφη θα κοιτούν, γυναίκα, οι καλεσμένοι μας, όχι το κοστούμι μου.

Εξήντα δύο χρόνια πέρασαν από τότε. Οι πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας, εκτός από μένα, βρίσκονται στον ουρανό. Η μονοκατοικία που δόξασε και δοξάστηκε απ’ το σερβάν, έδωσε τη θέση της σε δυο μεζονέτες και σ’ ένα οροφοδιαμέρισμα. Στα τριακόσια τόσα τετραγωνικά τους μέτρα το παλιό έπιπλο δε χωρούσε. Τη θέση του πήραν άλλα, πιο λειτουργικά, κυρίως εντοιχισμένα. Δυο αλλοδαποί το κουβάλησαν και το παράτησαν πλάι στον κάδο των σκουπιδιών ίσαμε να περάσει το φορτηγό του Δήμου για τα ογκώδη αντικείμενα να το πάρει.

Όσο βαστούσε η μέρα, έσυρα τα βήματά μου ως εκεί, περνώντας δήθεν τυχαία από δίπλα του κι ακούμπησα στον καρυδένιο καπλαμά του, που αποκρατούσε ακόμη την παλιά του αρχοντιά, το ζαρωμένο χέρι μου, τάχα να στηριχτώ. Είχα τόσα να του πω και να μου πει.

Από το ανοιχτό παράθυρο της απέναντι πολυκατοικίας έφτανε ως εμένα το τραγούδι του Μικρούτσικου «τις εμμονές περισυλλέγουν τα σκουπιδιάρικα».
Βιάστηκα να γυρίσω στην κάμαρή μου και στις αναμνήσεις μου, μη τύχει και με πάρει το μάτι της εγγόνας μου και για μια φορά ακόμα αμφισβητήσει τη γνωμάτευση του γιατρού για την κατάσταση της μνήμης μου: «γιαγιά, θαρρώ ότι η μνήμη σου διατηρείται μια χαρά, απλά παραείναι επιλεκτική».

18/8/2014

 

* Η κ. Ζωή Κανάβα είναι συγγραφέας. Παρακολούθησε μαθήματα εξελικτικής ψυχολογίας και ψυχολογίας του παιδιού και ασχολείται, σχεδόν αποκλειστικά, με την παιδική και την εφηβική λογοτεχνία. Ενδιαφέρεται μάλιστα για κάθε νέα αντίληψη που αφορά την αγωγή των ανηλίκων. Έχει βραβευτεί από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά, την Εταιρεία Χριστιανικών Γραμμάτων, τον Πειραϊκό Σύνδεσμο και άλλους φορείς. Το βιβλίο της Πασχαλιά με ότο στοπ (νέος τίτλος Γεια χαρά, πάμε) αναγράφηκε στον τιμητικό πίνακα του Πανεπιστημίου της Πάντοβα.

Διαβάστε επίσης άλλες δημοσιεύσεις της κ. Ζωής Κανάβα στην Πόρτα.

Δυο πουλιά σ’ ένα κλουβί

Προκείμενον. -Ήχος Δ΄

 

SHARE
RELATED POSTS
Σαν Κυριακή, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή
Ο βράχος μου, της Αναστασίας Φωκά
Η γιορτή του μπαμπά, του Μάνου Στεφανίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.