Επίκαιρα και Ανεπίκαιρα

Το Ποτάμι και η αντιπολίτευση, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Spread the love

 

Γιάννης Καραχισαρίδης

Ο Κίτιγκ και το τραπέζι. Στη ταινία «Ο κύκλος των χαμένων ποιητών» ο καθηγητής Κίτιγκ (Ρόμπιν Γουίλιαμς) ανεβαίνει όρθιος στο μικρό τραπέζι, που ήταν η έδρα διδασκαλίας. Και από εκεί ξεκινάει το μάθημα. Έκανε αυτή την αντισυμβατική κίνηση, στη προσπάθεια του να αναταράξει τη ρουτίνα στον τρόπο σκέψης των μαθητών του. Είναι η στιγμή που ο καθηγητής αναστατώνει άμα τη εμφανίσει όχι μόνο το ακροατήριο των μαθητών του, αλλά ολόκληρη την εκπαιδευτική κοινότητα. Ταρακουνάει τα θεμέλια της σιγουριάς και της βεβαιότητας που απορρέουν από τη παράδοση και τη συνήθεια. Δεν έχει καμία επαναστατική πρόθεση. Δεν επιδιώκει τη κατάρρευση του συστήματος για να εγκαθιδρύσει ένα καινούριο. Απλά θέλει να διευρύνει τους ορίζοντες των μαθητών του. Να τους αποδεσμεύσει από τα παραδεδεγμένα, δίνοντας ώθηση στην ελευθερία της σκέψης τους. Τους προτρέπει να δουν τον κόσμο αλλιώς. Όπως ο Νεύτωνας, όταν κοίταξε ένα μήλο να πέφτει, όπως ο Κοπέρνικος και ο Γαλιλαίος όταν κοιτούσαν τ’ αστέρια, όπως ο Κολόμβος όταν επίμονα κοίταζε τον ωκεανό προς τα εκεί που έδυε ο ήλιος.

Εμφανίζεται Το Ποτάμι. Αμέσως με την εμφάνιση του προσπάθησε να πει στους πολίτες ότι οι παλιοί πολιτικοί και ιδεολογικοί διαχωρισμοί έχουν χάσει το νόημα τους. Ότι όλα αυτά δεν είναι παρά ξεφτισμένες μάσκες που επιμένουν να περιφέρονται στις κουρασμένες δημοκρατικές διαδικασίες. Ότι το παρωχημένο πολιτικό προσωπικό έχει εκπαιδευτεί να ελίσσεται, να κτίζει συμμαχίες και αντιπαλότητες, να χρησιμοποιεί αρεστές, λαϊκίστικες διατυπώσεις, να οργανώνει αυλές και αυλοκόλακες, να ακολουθεί τις εξελίξεις χωρίς ποτέ να τις προλαβαίνει, να αναβάλλει διαρκώς τις όποιες λύσεις, να προτείνει γενικολογίες, γιατί δεν έχει το χρόνο ή την πρόθεση να εμβαθύνει, να προβαίνει σε ιδεολογικές εξαγγελίες που από καιρό έχουν χάσει το νόημα τους, να προβάλλει εαυτόν ως άμωμο σωτήρα, να ανακυκλώνει έναν πολιτικό λόγο που από καιρό έχει ξεζουμιστεί. Κι όλα αυτά με ένα θεμελιώδες κίνητρο: Τη δίψα για την εξουσία. Με ένα όραμα: Την κατάκτηση της. Το Ποτάμι προσήλθε στη σκηνή για να αναστατώσει αυτές τις παλαιοκομματικές λειτουργίες. Προσπάθησε να τραβήξει μια διαχωριστική γραμμή, επισημαίνοντας ότι ήρθε πια ο καιρός να δούμε τον Κόσμο αλλιώς, όπως πραγματικά είναι. Αυτή φαίνεται να ήταν η πρόθεση. Πέτυχε όμως να πείσει; Κατάφερε να ανεβεί στο τραπέζι, όπως ο Κίτιγκ;

Η ενσωμάτωση. Όπως ήταν φυσικό το πολιτικό σύστημα ενοχλήθηκε. Ποιος είναι αυτός ο νεοφερμένος που έρχεται να ταράξει τη καθημερινότητα μας; Τι ακριβώς πρεσβεύει; Υπάρχει ακροατήριο για να τον προσέξει; Κι αμέσως σύσσωμο το πολιτικό σύστημα βάλθηκε να προχωρήσει στη διαδικασία της ενσωμάτωσης. Όταν κάτι δε μπορούμε να το κατανοήσουμε και μοιάζει να περιφέρεται αδέσποτο, έξω απ’ τα όρια μας και τον συνηθισμένο τρόπο σκέψης, τότε αυτόματα και χωρίς κακές προθέσεις προσπαθούμε να το ενσωματώσουμε, να το επανεντάξουμε στο δικό μας λεξιλόγιο. Είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε να το κατανοήσουμε και να το διαχειριστούμε. Έτσι αντιμετωπίστηκε και Το Ποτάμι. Πρώτα απ’ όλα όλοι επιδίωξαν να το κατατάξουν. Πού ανήκει; Μάλλον στην Κεντροαριστερά. Όταν επρόκειτο να διαλέξει κοινοβουλευτική ομάδα στο Ευρωκοινοβούλιο, οι ερωτήσεις έγιναν πιεστικές. Τι ακριβώς είσαστε; Σοσιαλιστές, σοσιαλδημοκράτες, οικολόγοι πράσινοι; Η ανάγκη της κατάταξης αποτελεί τη βασική διαδικασία της ενσωμάτωσης. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι προϋποθέτουν ότι Το Ποτάμι θα συμμετάσχει στις περίφημες διεργασίες για την ανασύσταση της Κεντροαριστεράς.

Οι λύσεις. Το Ποτάμι από την αρχή δήλωσε ότι νοιάζεται μόνο για τις λύσεις των προβλημάτων. Λύσεις με βάση τη λογική και τη πραγματικότητα. Χωρίς ιδεολογικές μάσκες. Με τη πειθώ του αυτονόητου. Χωρίς δεσμεύσεις σε συμφέροντα. Επιδιώκοντας συναινέσεις. Όχι πολιτικές, αλλά επί των λύσεων. Το μεγάλο πρόβλημα όμως είναι, ότι παραδοσιακά η λύση δεν αποτελεί πολιτική θέση. Όλα τα κόμματα λύσεις προτείνουν από ανάγκη. Το πρωτεύον είναι η προβολή των υποτιθέμενων «πολιτικών τους θέσεων», που στεγάζονται από κάποιους «ιδεολογικούς προσανατολισμούς». Αυτό έχουμε συνηθίσει ν’ ακούμε κι έτσι έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε. Για το πολιτικό σύστημα οι λύσεις είναι συνήθως το άλλοθι. Ο Δούρειος Ίππος για την εξουσία. Ένα εφαλτήριο για το μεγάλο άλμα. Πώς λοιπόν να διαφοροποιηθεί και να γίνει διακριτό Το Ποτάμι, που τουλάχιστον φαίνεται ότι το εννοεί. Ότι δηλαδή οι λύσεις είναι η μόνη ουσιαστική πολιτική θέση. Και ότι αυτές πρέπει να αναζητηθούν αρκετά μακριά από τις εμμονές των παραδοσιακών κομμάτων. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα ορυχεία χρυσού στις Σκουριές. Μέχρι στιγμής έχουν εμφανιστεί δύο «ιδεολογικές λύσεις» στο θέμα. Η πάση θυσία ολοκλήρωση της επένδυσης και από την άλλη πλευρά η οριστική ματαίωση της. Η λογική όμως λέει ότι και ο χρυσός μπορεί να εξαχθεί – όπως επί αιώνες γίνεται ανά τον κόσμο – και το περιβάλλον να προστατευτεί – η τεχνολογία έχει προχωρήσει, αλλά και το δημόσιο να ωφεληθεί με άξια λόγου έσοδα. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρό. Το πρόβλημα αναζητεί μια απλή και λογική λύση που να ενώνει κι όχι να χωρίζει.

Η εξουσία της αντιπολίτευσης. Το πολιτικό σύστημα έχει αναδείξει την θέση της αντιπολίτευσης σε τίτλο ντροπής. Μια θέση μόνο για τους ηττημένους. Για τους νικητές υπάρχει μόνο η εξουσία. Και δεν υπάρχει κανείς που να θέλει να παραμείνει με τους ηττημένους για πολύ καιρό. Η αντιπολίτευση ένα όνειρο έχει : Πώς να αποδείξει στα μάτια του «λαού» την ανικανότητα των κυβερνώντων. Θριαμβολογεί για κάθε λάθος τους, επιχαίρει σε κάθε στραβοτιμονιά και προσδοκά μονίμως σ’ αυτό που όλοι έχουμε συνηθίσει. Στις πρόωρες εκλογές. Μια ακόμα ευκαιρία για την κατάκτηση της πολυπόθητης εξουσίας. Αν μάλιστα δούμε, σε κάποιες σπάνιες περιπτώσεις την αντιπολίτευση να συναινεί, τότε αμέσως όλοι αφυπνίζονται και ζητάνε πιο σκληρή στάση. Γιατί μόνον έτσι «θα γκρεμίσουμε από την εξουσία αυτούς που καταστρέφουν τη χώρα». Αυτό το έργο πάντα έτσι παίζεται, ανεξάρτητα ποιος υποδύεται το ρόλο της κυβέρνησης και ποιος της αντιπολίτευσης. Κι όμως η αντιπολίτευση έχει αληθινή εξουσία στα χέρια της, αν αποφασίσει να αξιοποιήσει το ρόλο της. Αν πραγματικά θελήσει να ελέγξει, να επεξεργαστεί ολοκληρωμένες λύσεις και να βάλει χρονοδιαγράμματα. Αν η κυβέρνηση δεν τα καταφέρνει με τη φοροδιαφυγή, είναι στο χέρι της αντιπολίτευσης να το κατορθώσει. Αν η κυβέρνηση δεν καταφέρνει να συντάξει ένα απλό και δίκαιο φορολογικό σύστημα, είναι στο χέρι της αντιπολίτευσης να το κάνει. Η λίστα της Τράπεζας της Ελλάδος με όσους έβγαλαν χρήματα στο εξωτερικό, θα μπορούσε να είχε ελεγχθεί από την αντιπολίτευση όνομα προς όνομα, αν υπήρχε η βούληση. Η αντιπολίτευση θα μπορούσε να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, αντί να έχει σα μόνιμο μέλημα της να περάσει από τους «ηττημένους» στους «νικητές».

Μόνιμα στην αντιπολίτευση. Το Ποτάμι θα μπορούσε να αναστατώσει πραγματικά το πολιτικό σύστημα και να ανέβει στο τραπέζι του Κίτιγκ, αν αποποιούνταν την εξουσία και επέλεγε μόνιμα το ρόλο της αντιπολίτευσης. Όση δύναμη κι αν αποκτήσει. Ακόμα και όταν αποφάσιζε να υποστηρίξει τις όποιες κυβερνήσεις με ψήφο εμπιστοσύνης. Κι απ’ αυτή τη θέση να παίξει το ρόλο του καταλύτη στις συναινέσεις και στις λύσεις. Έτσι θα έκανε όλους να καταλάβουν ότι η αντιπολίτευση μπορεί να μην είναι ο χώρος των ηττημένων, αλλά ο χώρος των νικητών. Και πάνω απ’ όλα θα αποδείκνυε με ξεκάθαρο τρόπο ότι δεν ανήκει στη χορεία του παλαιοκομματισμού, ότι δε κρύβει τίποτα και ότι κάτι καινούριο και ανόθευτο φέρνει στο προσκήνιο. Δε θα έστελνε μηνύματα και υποσχέσεις, αλλά θα δήλωνε ευθαρσώς προς όλους, ότι είναι εφικτό να ασκείς εξουσία, μακριά από την εξουσία. Κάτι τέτοιο όμως απαιτεί κόπο και κουράγιο και προσήλωση μέσα στο χρόνο. Μπορεί όμως τελικά να διευρύνει τις κοίτες του ποταμού και να προσθέσει κι άλλο χώρο στις εκβολές του. Ίσως έτσι Το Ποτάμι να είναι παρόν στη ζωή μας και στο μέλλον, αλλάζοντας τις αντιλήψεις μας για το πολιτικό γίγνεσθαι. Και να μη χαθεί τελικά σε κομματικές ζυμώσεις και πρόσκαιρες συμμαχίες.

Επίλογος : «Ας είμαστε ρεαλιστές, ας απαιτήσουμε το αδύνατο». Το σύνθημα αυτό, που ανήκει στο Μάη του ΄68, ξεχάστηκε. Γιατί ήταν πολύ όμορφο να εκφέρεται, αλλά πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί στη πραγματική ζωή. Με την ελευθερία του εκ πεποιθήσεως ανένταχτου, παίρνω το θάρρος να το πω. Τι πιο αδύνατο από ένα πολιτικό κόμμα που δεν επιδιώκει την εξουσία, όση δύναμη κι αν αποκτήσει; Και ταυτόχρονα, πόσο απλά ρεαλιστικό…

 Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. 

iPorta.gr 

 

SHARE
RELATED POSTS
Η Τάξη και το Χάος, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Η Χρυσή Αυγή και η Δημοκρατία, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Ανεπίκαιρα (άρθρο 2ο): Ο ξεχασμένος Μαρξ, του Γιάννη Καραχισαρίδη
2 Σχόλια
  • γεωργια
    26 Ιουνίου 2014 at 12:56

    ο εξαιρετικος κυριος Γιαννης Καραχισαριδης.τα κειμενα σας ειναι φαρος σκεψης και γνωσης και στοχασμου

  • ΕΥΓΕΝΙΟ
    26 Ιουνίου 2014 at 11:37

    Εύγε! Ο λόγος στα γραμμένα σας έχει έντονο προβληματισμό, όπως στα περισσότερα που σας διαβάζω. Μου θυμίσατε τον Μπερανζέ απ’ τους «Ρινόκερους» του Ιονέσκο. Αυτή η πειστικότητα που εκπέμπετε νομίζω πως λείπει από τις θέσεις του «Ποταμιού». Λείπει το ελάχιστο εκείνο άγχος ευθύνης όταν ο λόγος και η αναφορά μας πρέπει να είναι και θέση.

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.