Πόρτα στην Ιστορία

Το ΟΧΙ στους Γερμανούς από την ανδρεία πένα ενός δημοσιογράφου, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου

Spread the love

Φίλες και φίλοι,

Τιμώντας τον άνθρωπο, τον δημοσιογράφο και τον Έλληνα, σας μεταφέρω το
άρθρο του Γ.Βλάχου στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 8ης Μαρτίου 1941 με τίτλο «ανοικτή επιστολή προς την Α.Ε. τον Α. Χίτλερ»

«Εξοχώτατε, η Ελλάς, το γνωρίζετε, ηθέλησε να μείνη έξω του παρόντος πολέμου. Όταν εξερράγη ήρχιζε μόλις ν’ αναρρωννύη από πλήθος βαθυτάτων πληγών,τας οποίας είχον καταλίπει εις το σώμα της πόλεμοι εξωτερικοί και εσωτερικαί διαιρέσεις, και ουδέ δυνάμεις είχε, ουδέ διάθεσιν, ουδέ λόγον ν’αναμιχθή εις πόλεμον, του οποίου,αν το τέλος πέπρωται πάντως να έχη δι’ όλον τον κόσμον συνεπείας σημαντικάς, η αρχή του δεν παρουσίαζε δι΄αυτήν αμέσους κινδύνους. Ας μη ληφθούν υπ’ όψει αι δηλώσεις της αι σχετικαί. Ας μη ληφθούν υπ’ όψει τα έγγραφα τα οποία εις επίσημον Βίβλον εδημοσίευσε. Ας μη ληφθή υπ’ όψει το πλήθος των λόγων, των κειμένων, των αποδείξεων δια των οποίων πιστοποιείται η επίμονος αύτη απόφασίς της, να μείνη εκτός του πολέμου. Και ας ληφθή τούτο μόνον: Το ότι η Ελλάς όταν οι Ιταλοί έπνιξαν εις τον λιμένα της Τήνου την «Έλλην» και εύρε τα θραύσματα των τορπιλλών και εβεβαιώθη ότι ήσαν ιταλικά, τα έκρυψε. Διατί; Διότι, αν τα απεκάλυπτε θα ήτο υποχρεωμένη ή να κηρύξη τον πόλεμον ή να δεχθή την κήρυξιν του πολέμου.

 

Δεν ήθελε λοιπόν τον πόλεμον με τους Ιταλούς η Ελλάς. Ούτε μόνη, ούτε με Συμμάχους, ούτε με βαλκανικούς, ούτε με Άγγλους. Ήθελε εις την μικράν αυτήν γωνίαν της γης να ζήση κατά δύναμιν ήσυχος, επειδή ήτο κατάκοπος, επειδή είχε πολεμήσει πολύ και επειδή η γεωγραφική της θέσις είναι τοιαύτη, ώστε να μη θέλη να έχη εχθρούς ούτε τους Γερμανούς εις την ξηράν, ούτε τους Άγγλους εις την θάλασσαν.Μέχρι της στιγμής εκείνης, της στιγμής κτά την οποίαν επνίγη η «Έλλη», η Ελλάς είχε, εκτός των ειρηνικών της διαθέσεων, πρόσθετον ασφάλειαν, δύο υπογραφάς, την Ιταλικήν, η οποία την είχε κατά πάσης εκ μέρους της επιθέσεως ασφαλίσει, και την Αγγλικήν, η οποία ήλθεν ως αυθόρμητος της ακεραιότητός της εγγύησις.

 

Εν τούτοις,όταν ολίγον μετά την «Έλλην» παρουσιάσθησαν απταί αποδείξεις της μελούσης ιταλικής επιθέσεως, η Ελλάς, πεισθείσα ότι η μία υπογραφή δεν είχεν αξίαν, δεν εστράφη ως ώφειλε προς την άλλην, αλλ’εστράφη-το ενθυμείστε, Εξοχώτατε;- προς Υμάς. Και εζήτησεν την προστασίαν την ιδικήν σας. Και τι απηντήθη τότε εις την Ελλάδα; Τι απηντήθη δεν γνωρίζω καλώς. Γνωρίζω όμως εκ στόματος του αποθανόντος πρωθυπουργού μας, ότι η Γερμανία απήντησεν εις το διάβημά μας συνιστώσα να μη δώσωμεν αφορμήν- να μην επιστρατευθώμεν δηλαδή- και να είμεθα ήσυχοι. Δεν εδώσαμεν λοιπόν αφορμήν, δεν επεστρατεύθημεν, εμέναμεν ήσυχοι ή μάλλον εκοιμώμεθα ήσυχοι-διότι την προηγουμένην μας είχον κάμει και γεύμα οι Ιταλοί- οπόταν μας παρουσιάσθη με το τελεσίγραφον ο πρέσβυς της Ιταλίας.

 

Τότε λοιπόν πού και προς ποίον ηθέλατε να στραφή η Ελλάς; Πρός τους Ιταλούς, των οποίων είχε εις την τσέπην της, μαζί με τα θραύσματα των τορπιλλών, και την άνευ αξίας υπογραφήν; Αλλ΄αυτοί της είχον κηρύξει τον πόλεμον. Πρός Υμάς; Αλλ’ Υμείς ατυχώς ευρίσκεσθε εκείνο ακριβώς το πρωί, εις τας 28 Οκτωβρίου, εις Φλωρεντίαν. Να μείνη μόνη; Αλλ’ ούτε αεροπορίαν είχε, ούτε υλικόν, ούτε χρήματα, ούτε στόλον.Εστράφη λοιπόν προς την τελευταίαν απομείνασαν υπογραφήν. Προς τους Άγγλους. Και αυτοί, των οποίων εκαίετο η Πατρίς, οι οποίοι ηγρύπνουν εις τας ακτάς της Μάγχης ανήσυχοι, οι οποίοι τότε-όπως το είχον δηλώσει- δεν είχον επαρκή τα μέσα δια την ιδίαν των προστασίαν, ήλθαν. Ήλθαν αμέσως. Άνευ αξιώσεων, άνευ διαπραγματεύσεων, άνευ χαρτιών. Και μετ’ ολίγας ημέρας, εις το Μέτωπον το οποίον είχεν ανοίξει εις τα βουνά της Ηπείρου ο βάναυσος ιταλικός αιφνιδιασμός, έπιπταν Έλληνες στρατιώται και ο πρώτος Άγγλος αεροπόρος.

 

Τι συνέβη από τας ώρας εκείνας, το γνωρίζετε και Σείς και ο κόσμος ολόκληρος. Νικώνται οι Ιταλοί. Και νικώνται εκεί, στρατιωτικώς, σώμα προς σώμα, από ημάς, τους μικρούς, τους αδυνάτους. Όχι από τους Άγγλους. Διότι Άγγλος στρατιώτης δεν επάτησεν εις την Αλβανίαν. Νικώνται. Διατί; Διότι δεν έχουν ιδανικά, διότι δεν έχουν ψυχήν. Διότι…

 

Αλλ’ αυτό ειναι έξω του θέματος. Απέναντι της μάχης αυτής βέβαιον είναι, διότι μας εδηλώθη, ότι εμείνατε θεατής: «Η υπόθεσις αυτή», μας είπατε, «δεν μ’ ενδιαφέρει. Είναι ιστορία ιταλική. Δεν θα επέμβω παρά μόνον όταν Αγγλικός στρατός αποβιβασθή εις την Θεσσαλονίκην, εις μεγάλας ποσότητας». Θα ημπορούσαμεν, έκτοτε, Εξοχώτατε, να σας ερωτήσωμεν: «Και η Φλωρεντία; Και το ότι την ημέραν ακριβώς κατά την οποίαν μας επετίθεντο οι Ιταλοί, συνηντάσθε μαζί τους εις τας όχθας του Άρνου και τους παρεδίδταε την Ελλάδα;» Αλλά δεν ηθελήσαμεν. Μαζί με τα θραύσματα των ιταλικών τορπιλλών εκρύψαμε εις την τσέπην μας και την Φλωρεντίαν και, όταν κάποιοι αδιάκριτοι μας την ενεθύμιζαν, απηντώμεν: «Διεφώνησαν. Τους εγέλασαν οι Ιταλοί». Διατί;

 

Διότι έτσι ηθέλαμεν να πιστεύωμεν. Διότι μας συνέφερεν έτσι. Έπειτα, καθώς επροχωρούμεν ημείς εις την Αλβανίαν, επροχώρουν και οι σχέσεις της Γερμανίας και της Ελλάδος. Ο Αγκυλωτός Σταυρός εκυμάτιζε εις το Μέγαρον της εν Αθήναις πρεσβείας σας την πρώτην του έτους, κατήρχετο μεσίστιος όταν απέθνησκεν ο αείμνηστος Μεταξάς, ο πρέσβυς σας ήρχετο να συγχαρή τον νέον πρωθυπουργόν, αι μεταξύ Υμών και ημών εμπορικαί συναλλαγαί είχον επαναρχίσει και διεμαρτυρήθητε κάποτε εντόνως διότι μία εφημερίς της Αμρικής έγραψεν ότι γερμανικά τάνκς παρουσιάσθησαν εις την Αλβανίαν. Όλα λοιπόν καλά. Ημείς εις την Αλβανίαν, Σεις θεαταί, και οι Άγγλοι σύμμαχοί μας με τα αεροπλάνα των, με τον στόλον των…-ΜΟΝΟΝ. Γνωρίζετε πόσον προσεπαθήσαμεν να είναι το «ΜΟΝΟΝ» τούτο πραγματικόν; Αρκεί να αναφερθή ότι, όταν έν Αγγλικόν αεροπλάνον έπεσεν εις την Θεσσαλονίκην, παρεκαλέσαμεν τους Αγγλους να μη το σηκώσουν αυτοί. Δια να μη παρουσιασθούν εκεί, έστω και δέκα Άγγλοι στρατιώται. Δια να μη παρεξηγηθώμεν, δια να μην δώσωμεν αφορμήν. Γελάτε;… Έχετε δίκαιον.

 

Αλλά κατά το διάστημα τούτο, ενώ εδώ είχομεν όπως έχομεν σχέσεις, ενώ η εκ της στάσεως της Γερμανίας δημιουργηθείσα κάποια γαλήνη έμενεν αδιατάρακτος, Σείς ηρχίσατε να συγκεντρώνετε στρατεύματα εις την Ρουμανίαν. Τα πρώτα ήσαν προς εκπαίδευσιν των Ρουμάνων. Τα δεύτερα προς προστασίαν των πετρελαίων. Τα τρίτα δια να κρατήσουν τα σύνορα. Τότε ο υπογεγραμένος μετέβη δημοσιογραφικώς εις την Βουλγαρίαν, επέρασε τον δρόμον τον οποίον τώρα περνούν οι στρατοί σας και επανελθών ε’ιπεν είς τον μακαρίτην πρωθυπουργόν:

 

«Ο μέχρι Σόφιας δρόμος έχει τώρα, προσφάτως, διαπλατυνθή. Αι ξύλιναι γέφυραι έχουν τώρα, προσφάτως, υποστηριχθή με πασσα΄λους. Τα υπολείμματα της ξυλείας ευρίσκοναι ακόμη εκεί. Είναι προφανές ότι οι Βούλγαροι έχουν ετοιμάσει τώρα, όπως-όπως, τον δρόμον δια να περάση στρατός».

 

Και μετά τούτο; Μετά τούτο τι έπρεπε να κάμη η Ελλάς; Να ζητήση βοήθειαν; Να μη ζητήση; Να πιστεύση; Να μη πιστεύση; Να βλέπη τους Γερμανούς εις τα σύνορα τα βουλγαρικά, να τους μετρά περνώντας τον Δούναβιν, να τους παρακολουθή εισερχομένους εις την Σόφιαν, να τους βλέπη συμμαχούντας με τους Βουλγάρους, ν’ ακούη τους Βουλγάρους ομιλούντας περί των εθνικών των διεκδικήσεων, και να στέκη αμέριμνος εν τη πεποιθήσει ότι οι Γερμανοί ευρίσκονται εις την Κούλαν δια να προφυλάξουν τα πετρέλλαια τα ρουμανικά;

 

Αλλ’ έστω, ας τ’ αφήσωμεν ολα αυτά τα γενόμενα, τας δηλώσεις, την ιστορίαν και ας έλθωμεν εις τα πράγματα. Φαίνεται-λέγουν του κόσμου τα ραδιόφωνα- ότι οι Γερμανοί θέλουν να εισβάλουν εις την Ελλάδα. Σας ερωτώμεν: ΔΙΑΤΙ; Αν η κατά της Ελλάδος επιχείρησις, ως συμφέρουσα εις τον Άξονα, ήτο απ’ αρχής αναγκαία, τότε δεν θα παρουσιάζοντο η Ιταλία και η Γερμανία μαζί,άλλως, με άλλο τελεσίγραφον, άλλου περιεχομένου, άλλης προθεσμίας, άλλης μορφής.

 

Δεν υπήρξε, λοιπόν,απ’ αρχής η κατά της Ελλάδος επιχείρησις εις τον Άξονα αναγκαία. Είναι λοιπόν τώρα; Αλλά διατί; Μήπως δια να μη δημιουργηθή Μέτωπον κατά της Γερμανίας εις τα Βαλκάνια; Αλλ’ αυτά είναι μυθιστορήματα. Ούτε η μαχομένη Ελλάς, ούτε η Αγγλία-το λέγει σαφώς το επίσημον ανακοινωθέν της προσχθεσινής 6ης Μαρτίου,αλλά το λέγει σαφέστερον ακόμη η λογική- ούτε η Σερβία, ούτε η Τουρκία, έχουν λόγον να προκαλέσουν την εξάπλωσιν του πολέμου. Αυτός είναι και όπου είναι, τους φθάνει. Αλλά τότε; Μη δια να σωθούν εις την Αλβανίαν οι Ιταλοί; Αλλά περί ποίου είδους σωτηρίας θα πρόκειται; Οι Ιταλοί δεν θα είναι ηττημένοι οριστικώς, τλεσιδίκως, παγκοσμίως και αιωνίως μόλις και είς μόνον Γερμανός στρατιώτης πατήση εις την Ελλάδα; Δεν θα φωνάζη όλος ο κόσμος ότι σαράντα πέντε εκατομμύρια αυτοί, αφού επετέθησαν εναντίον ημών που είμεθα μόλις οκτώ, εζήτησαν τώρα την βοήθειαν άλλων ογδόντα πέντε εκατομμυρίων, δια να σωθούν; Και εις το τέλος, αν θέλουν να σωθούν, διατί να έλθουν άλλοι κατά τρόπον απολύτως εξευτελιστικόν δι αυτούς να τους σώσουν, αφού τους σώζομεν ευχαρίστως ημείς χωρίς εξευτελισμούς; Ας φύγουν μόνοι από την Αλβανίαν οι Ιταλοί. Ας ειπούν παντού ότι μας ενίκησαν, ότι εκουράσθησαν να μας κηνυγούν, ότι εχόρτασαν από δόξαν και ας φύγουν. Ήμείς τους βοηθούμεν.

 

Αλλά θα μας ερωτήσετε ίσως, Εξοχώτατε: «Καλά όλα αυτά. Και οι Άγγλοι;» Αλλά τους Άγγλους, Εξοχώτατε, δεν τους εφέραμεν ημείς, τους έφεραν εις την Ελλάδα οι Ιταλοί. Τώρα λοιπόν εις αυτούς τους οποίους έφεραν οι Ιταλοί, να τους ειπούμεν να φύγουν; Και, έστω, να τους ειπούμεν να φύγουν. Αλλά εις ποιούς; Εις τους ζωντανούς. Πώς όμως να διώξωμεν τους νεκρούς, αυτούς που έπεσαν εις τα βουνά μας, αυτούς που προσγειώθησαν εις την Αττικήν πληγωμένοι και αφήκαν εδώ την τελευταίαν πνοήν, αυτούς οι οποίοι, ενώ εκαίετο η πατρίς των, ήλθαν και ηγωνίσθησαν εδώ, και έπεσαν εδώ και ευρήκαν εδώ έναν τάφον; Δεν θα διώξωμεν κανένα, και θα σταθώμεν μαζί των, εδώ, μέχρις ότου κάποια λάμψη ακτίς ηλίου και περάση η καταιγίς.

 

Και Σείς; Σείς -λέγουν πάντοτε- θα επιχειρήσετε να εισβάλετε εις την Ελλάδα. Και ημείς, λαός αφελής ακόμη, δεν το πιστεύομεν.Δεν πιστεύομεν ότ στρατός με ιστορίαν και με παράδοσιν-αυτό και οι εχθροί του δεν το αρνούνται- θα θελήση να κηλιδωθή δια μιας πράξεως παναθλίας. Δεν πιστεύομεν ότι εν κράτος πάνονπλον, ογδοήκοντα πέντε εκατομμυρίων ανθρώπων, μαχόμενον δια να δημιουργήση εις τον κόσμον «νέαν τάξιν» πραγμάτων, τάξιν φανταζόμεθα αρετής, θα ζητήση να πλευροκοπήση ένα Έθνος μικρόν, που αγωνίζεται υπέρ της ελευθερίας του, μαχόμενον προς μίαν Αυτοκρατορίαν σαράντα πέντε εκατομμυρίων.

 

Διότι τι θα κάμη ο στρατός αυτός, Εξοχώτατε, αν αντί πεζικού, πυροβολικού και μεραρχιών, στίλη η Ελλάς φύλακας εις τα σύνορά της είκοσι χιλιάδας τραυματιών, χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, με τα αίματα και τους επιδέσμους, δια να τον υποδεχθούν; Αυτούς τους στρατιώτας φύλακας θα υπάρξη στρατός δια να τους κτυπήσει;

 

Αλλ’ όχι, δεν πρόκειται να γίνη αυτό. Ο ολίγος ή πολύς στρατός των Ελλήνων που είναι ελεύθερος, όπως εστάθη εις την Ήπειρον, θα σταθή, αν κληθή, εις την Θράκην. Και τι να κάμη; Θα πολεμήση. Και εκεί. Και θα αγωνισθή. Και εκεί. Και θ’ αποθάνη. Και εκεί. Και θα αναμείνη την εκ Βερολίνου επιστροφήν του δρομέως, ο οποίος ήλθε προ πέντε ετών και έλαβε από την Ολυμπίαν το φως, δια να μεταβάλη εις δαυλόν την λαμπάδα και φέρη την πυρκαϊάν εις τον μικρόν την έκτασιν, αλλά μέγιστον αυτόν τόπον, ο οποίος, αφού έμαθε τον κόσμον όλον να ζη, πρέπει τώρα να τον μάθη και να αποθνήσκη. Μετ’ εξόχου τιμής, Γ.Α. Βλάχος».

SHARE
RELATED POSTS
Ένα σπίτι με ιστορία
Βυζαντινή Σμύρνη – 3ο Μέρος, της Δήμητρας Παπαναστασοπούλου
“Dance me to the end of love”: το τραγούδι των κρεματορίων του Χίτλερ

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.