Πέρασα φέτος το ωραιότερο καλοκαίρι της ζωής μου, τέσσερις γεμάτους μήνες στην Αλόννησο. Γι αυτόν το λόγο, προφανώς, μου λείπει πολύ το νησάκι μου. Μου λείπει η ομορφιά του, οι θάλασσές του, οι αρχιτεκτονικές, λαογραφικές, ανθρωπολογικές και γαστρονομικές του χάρες, αλλά πάνω απ’ όλα μου λείπει έντονα η αίσθηση της, ελλείψει καλύτερης ορολογίας, μικρής απόστασης.
Εννοώ ότι μου λείπει να πετάγομαι λίγες εκατοντάδες (ή και δεκάδες, στην περίπτωση του Tony και της Jan!) μέτρα και να συναντώ το Βαγγέλη και το Γιώργο και την Κάρμεν και τον Θόδωρο και τον Παναγιώτη και τον Αγγελο και όλους τους άλλους δύτες, με τους οποίους είχα την τιμή και το προνόμιο να καταδυθώ αυτό το περασμένο καλοκαίρι. Ηταν προνόμιο που βούτηξα με αυτούς τους ανθρώπους σε μια θάλασσα, σε μια εμπειρία γεμάτη δέος και θαυμασμό και θαύματα, ήταν τιμή που μου έμαθαν πράγματα ο καθένας με τον τρόπο του, και με έκαναν καλύτερο δύτη. Και τι σημαίνει να είσαι καλύτερος δύτης; Δε σημαίνει πτυχία και διακρίσεις και δάφνες και επιτεύγματα, όχι. Σημαίνει να είσαι πιο ευτυχισμένος άνθρωπος, καλύτερος άνθρωπος.
Και μου λείπει η εγγύτητα της επαφής με τους ανθρώπους αυτούς. Το τηλέφωνο και το email δεν είναι το ίδιο…
Μου λείπει ακόμη να κατεβαίνω με το παπί λίγα χιλιόμετρα και να παίρνω εφημερίδα από τη Μιχαέλα ή να πηγαίνω για καφέ στον Καραμανλή ή να φάω στον Πανούλη ή στη Τζιτζιφιά ή στο Δροσάκη, να αγοράζω βίδες από το Γιώργο ή τρόφιμα και παγωτά από τα σουπερμάρκετ.
Μου λείπει να ανεβαίνω στο χωριό με τα πόδια (όταν με κρατάει το αριστερό μου!) και να χαιρετάω όσους περνάω από μπροστά τους, γνωστούς και αγνώστους.
Είναι το χωριό μου, ο τόπος μου, ο φυσικός μου χώρος, είναι το μέρος όπου αισθάνομαι ωραία και άνετα κι ο εαυτός μου. Και μου λείπει πολύ.
Εδώ στη Θεσσαλονίκη, που ώρες-ώρες και τόπους-τόπους είναι πολύ ωραία, δεν αντιλέγω, συχνά, συνήθως, νιώθω ξένος.
Και θέλω να γυρίσω στο νησάκι μου και κάθε απόγευμα να φτιάχνω καφέ (όχι πολύ πετυχημένο!) στο Γιάννη και τη Λένα το κουτάβι και τη Ντομινίκ και σ’ όποιον άλλον θέλει. Και να χαζολογάω με το Τζίμη και τη Χριστίνα στο “Πιπέρι” κι όταν πεινάω να μπαίνω στην κουζίνα της Ελένης που, δεν της έφταναν οι δουλειές της, έχει και μένα οικότροφο, και να κλέβω ξεδιάντροπα το ρυζόγαλο ή να αυτοπροσκαλούμαι στο τραπέζι τους.
Μου λείπει η Αλόννησος. Μου λείπει ο τόπος μου. Θέλω να επιστρέψω. Και να μην ξαναφύγω. Ποτέ.
3 Σχόλια
Ακριβώς έτσι αισθάνομαι κι εγώ για τον δικό μου τόπο. Για το μέρος που έχω περάσει τις ΩΡΑΙΟΤΕΡΕΣ στιγμές της εφηβείας μου.
Για όλα αυτά που λες και όπως τα λες, Στάθη, παράτησα πριν πολλά χρόνια πρώτα την Αθήνα κι ύστερα την πόλη Ρόδο και είμαι τώρα σ’ ενα χωριό με άλλους 50 νομάτους περίπου.
Σε νοιώθω απόλυτα, μα τι σε κρατάει; Ξέρεις τον δρόμο για την Αλλόνησο.
ο Θα
Στάθη μου στο εύχομαι,αλλά-μη με βρίσεις-φρόντισε
”να είναι μακρύς ο δρόμος”.