Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Το φάντασμα της Βίλλας, της Τζίνας Δαβιλά

Spread the love

«Μαμάααα! Μια γριά κάθεται στο κρεβάτι μου!».

Αυτήν την κραυγή έβγαζε ο μικρός Αργύρης κάποια βράδια από καιρό σε καιρό. Ήταν σε ηλικία που μπορούσε να διαχωρίσει αν ήταν πραγματικό πρόσωπο ή φιγούρα. Και όμως. Το παιδί από μωρό ήταν πολύ ήσυχο. Κοιμόταν καλά και κάποιες φορές που η μάνα του το έβρισκε ξύπνιο μες την νύχτα, το αντιλαμβανόταν καθώς έπαιζε με τα ποδαράκια στην κουβερτούλα και κουνούσε τα παιχνίδια στην κούνια. Η Αφροδίτη το παρατηρούσε που κοιτούσε κάτι με πολύ επιμονή χωρίς η ίδια να μπορεί να ερμηνεύσει το επίμονο βλέμμα του. Στην πλευρά που καρφωνόταν η ματιά του δεν υπήρχε ούτε παιχνίδι, ούτε κάποιο χρωματιστό και περίπλοκο αντικείμενο. Ήταν το παράθυρο σκεπασμένο με μια λευκή κουρτίνα. Τίποτα άλλο. Και έξω ήταν νύχτα. Τι θα μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα ενός μωρού και θα το καθήλωνε τόσο από μια λευκή κουρτίνα που σκέπαζε τη νύχτα; Κι όμως μετά από λίγο έβαζε ξαφνικά τα κλάματα. Και κάτι πάγωνε την ατμόσφαιρα. Αυτό είχε γίνει κάποιες φορές χωρίς ωστόσο να δώσει περισσότερη βάση η μητέρα. Αν και…

Καθώς ο Αργύρης μεγάλωνε τα κλάματα γίνονταν πιο έντονα μέσα στη νύχτα . Το παιδί πια ξεχώριζε ποιοι ήταν οι φίλοι του σπιτιού και ποιοι του ήταν άγνωστοι. Έτσι όταν μέσα στην νύχτα ξαφνικά ανοίγοντας τα ματάκια του έβλεπε στην άκρη του κρεβατιού του να στέκεται μια γριά, τσίριζε από το κλάμα. Η Αφροδίτη και ο Παύλος έτρεχαν αλαφιασμένοι στο απέναντι δωμάτιο και έβλεπαν τον Αργύρη τρομοκρατημένο να κλαίει ασταμάτητα. «Μια γριά, μια γριά…» έλεγε πάντα. «Όνειρο ήταν», του έλεγαν και οι δυο γονείς και το έπαιρναν στο κρεβάτι τους. Όμως όταν επέστρεφαν στο δικό του, τα πράγματα ήταν περίεργα. Το κρεβάτι του ήταν ανακατωμένο και τα σεντόνια πεταμένα. Την πρώτη φορά δεν τους έκανε εντύπωση, μετά το απέδωσαν στην αναστάτωση. Πάντως λογική εξήγηση δεν βρέθηκε για το τσαλακωμένο κρεβατάκι, αλλά ούτε και η μεταφυσική ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του ζευγαριού. Τα φαντάσματα ήταν για τον Χίτσκοκ και τις σπουδαίες ταινίες του. Στην Χαλκιδική δεν συνέβαιναν τέτοια. Εκτός και αν θυμούνταν ό,τι έλεγε ο θρύλος (;) για την Βίλλα της Κασσάνδρειας, τη βίλλα της Αφροδίτης. Γιατί η βίλλα αυτή άνηκε στην σπουδαία οικογένεια των Παρμενίδηδων που την είχαν παραχωρήσει στην ανιψιά τους, την Αφροδίτη, διότι ήταν άκληρα αδέρφια. Η οικογένεια που ήταν αριστοκρατική και με μεγάλη προσφορά στην τοπική κοινωνία, διέθετε τεράστια περιουσία και αυτονόητα είχε και υπηρετικό προσωπικό. Το δυστύχημα ήταν πως κανένας από τους δυο γιούς του Αναστασίου Παρμενίδη δεν παντρεύτηκε και συνεπώς δεν τεκνοποίησε.
Ο μικρός Αργύρης, λοιπόν, μεγάλωνε και συνέχιζε κάπου- κάπου στον ύπνο του ή στον ξύπνιο του να πετάγεται παραπονούμενος πως μια γριά στέκεται στην άκρη του κρεβατιού του. Άλλοτε η ίδια γριά εμφανιζόταν ξαφνικά στην σκάλα, άλλοτε εμφανιζόταν στην άκρη του πιάνου, άλλοτε κάτι σκάλιζε κάποιος στα πάνω δωμάτια και άλλοτε κάτι ακουγόταν από τα τρία-τέσσερα δωμάτια του ισογείου που ήταν πάντα κλειστά με πολλά και παλιά αντικείμενα, δίπλα από την κουζίνα, εκεί στο κάτω μέρος του κεντρικού σπιτιού.

 

                                                                                                            ***

Αυτά τα φοβιστικά περιστατικά συνέβαιναν στη εξοχική βίλα των Παρμενίδηδων, που είχε αποκτήσει η Αφροδίτη Ευκαρπίδου, το γένος Παρμενίδου, και ο Παύλος Πολίτης. Ζούσαν εκεί μόνιμα με τα δυο τους παιδιά. Τα περιστατικά αυτά δεν ήταν άγνωστα και στους στενούς φίλους του ζευγαριού που από καιρό σε καιρό φιλοξενούσαν στη βίλλα της Κασσάνδρειας που έβλεπε στη θάλασσα. Μόνο που οι πιο τολμηροί μπορούσαν ψύχραιμα να δουν την φιγούρα της γριάς χωρίς να το βάλλουν στα πόδια, ενώ οι περισσότερο λιγόψυχοι δεν ήξεραν αν έπρεπε να υπομείνουν την σκιά της ή να βγουν στους ερημικούς δρόμους που η θάλασσα μούγκριζε από μόνη της ώρες-ώρες.

Μεγαλώνοντας ο Αργύρης εντόπιζε την γριά του κρεβατιού σε έναν από τους πίνακες του σπιτιού. Ήταν σ’εκείνες οι τεράστιες φωτογραφίες που δέσποζαν στους τοίχους των παλαιών, ψηλοτάβανων, αριστοκρατικών σπιτιών με τα πρόσωπα της οικογένειας που άφησαν τον μάταιο κόσμο. Όταν είπε ο Αργύρης «μαμά, αυτή εδώ η γριά στέκεται τις νύχτες στο κρεβάτι μου», η μητέρα κατέβασε τον πίνακα από τον τοίχο και τον τοποθέτησε στα δωμάτια που χρησίμευαν στο παρελθόν ως δωμάτια υπηρεσίας και ήταν πια οι απροσπέλαστοι, αποθηκευτικοί χώροι δίπλα από την κουζίνα. Ο Αργύρης δεν την ξαναείδε στην άκρη του κρεβατιού του, αλλά οι θόρυβοι από τα κάτω κλειστά δωμάτια του σπιτιού όπου βρισκόταν η ζωγραφισμένη μορφή της ήταν συχνοί. Ρεαλιστικοί, καθώς ήταν και η Αφροδίτη, αλλά και ο Παύλος αστειεύονταν πως τα ποντίκια κάνουν πάρτι με την γιαγιά που στεκόταν στο κρεβάτι του Αργυράκου.

Κι όμως, η ιστορία που στοίχειωσε την οικογένεια των Παρμενίδηδων ήταν γνωστή από τις αρχές του αιώνα: μια υπηρέτρια στην υπηρεσία της αριστοκρατικής οικογένειας γέννησε ένα μωρό και το έθαψε κάτω από τη σκάλα του σπιτιού. Αυτό έλεγε ο θρύλος που έψαχνε να δικαιολογήσει το στοιχειωμένο σπίτι, που όλο και περισσότερο διαδιδόταν. Ήταν και η τοποθεσία του περιβάλλοντα χώρου του πολύ αρμονική με την ιστορία- πολλά και πυκνά πανύψηλα δέντρα χωρίς περιποιημένο και φωτισμένο κήπο, ψηλοτάβανο επιβλητικό κτίσμα, θεόρατο, με κολώνες επιβλητικές και παράθυρα στενόμακρα και ξύλινα, το εσωτερικό ήταν αγριευτικό και επιβλητικό μέχρι να συνέλθεις, ακόμα και τίποτα να μην ήξερες δεν είχε την θαλπωρή του σπιτιού που λούζεται από φως και καλή αύρα. Τίποτα άλλο, λοιπόν, δεν τολμούσε κανείς να σκεφτεί σχετικά με κείνο το μωρό. Άλλωστε πώς να συμβεί τέτοιο πράγμα σε ένα σπίτι όπου έβγαζε μόνο ευεργέτες και δωρητές; Μπορεί να συμβεί κάτι τόσο φρικιαστικό, όταν οι άνθρωποι ήθελαν να αποκτήσουν απογόνους διακαώς και τελικά και οι δύο τους οι γιοι ήταν άτεκνοι; Εκτός κι αν το μωρό της υπηρέτριας ήταν το παιδί ενός από τους άνδρες του σπιτιού. Του πατέρα ή των δύο γιών. Και ήταν τόσο απαγορευτικό για την εποχή να γεννηθεί ένα μπάσταρδο από μια υπηρέτρια. Οι Παρμενίδηδες να αποκτήσουν διάδοχο από το υπηρετικό προσωπικό; Καλή η καλοσύνη, αλλά οι νόμοι της κοινωνίας είχαν τη δική τους δυναμική. Ακόμα και η υιοθεσία θα μπορούσε να είναι ύποπτη. Και πώς δέχτηκαν να το ξεφορτωθούν; Θάβοντάς το ζωντανό ή πεθαμένο; Εκτός κι αν το μωρό οι Παρμενίδηδες το ήθελαν, αλλά…

Αυτό ήταν το επικρατέστερο βουβό σενάριο της βίλλας. Ή μάλλον του φαντάσματος της βίλλας. Μέχρι που μια νύχτα…

Την ιστορία του φαντάσματος λόγω της ορθολογιστικής σκέψης του ζευγαριού Αφροδίτης- Παύλου, την είχαν εξαιρέσει από την καθημερινότητα τους. Ακόμα και τα χτυπήματα μες τη νύχτα, τα τριξίματα της ξύλινης σκάλας που κατέβαινε στην κουζίνα, τα νιαουρίσματα που έκανε εκστασιασμένη η γάτα, η Ραλλού, που ήταν πάντα στην κουζίνα, τα ατέλειωτα γαυγίσματα του Πόλντο, του σκύλαρου της βίλλας που μόνο κλειδί δεν είχε για να μπαινοβγαίνει στο σπίτι, δεν τους πτοούσαν. Ήταν όλα προϊόντα της φαντασίας και γεννήματα φοβιών που δέσποζαν στον εγκέφαλο των αλλοπαρμένων.

 

                                                                                                         ***

Πέρασαν περισσότερα από 35 χρόνια και τα παιδιά έφυγαν για σπουδές που τους κράτησαν στο εξωτερικό, ενώ όλο και συχνότερα ο Παύλος επισκεπτόταν το εξωτερικό για να αυξήσει την πελατεία του. Ο ανταγωνισμός στην Χαλκιδική που πύκνωνε από αδέξιους επιχειρηματίες τον έκαναν να έχει τα μάτια του τετρακόσια και να είναι πάντα σε ετοιμότητα. Ο ίδιος ήταν ιδιοκτήτης μεγάλης αλυσίδας εστιατορίων που ξεκίνησε από την Χαλκιδική, από τα Μουδανιά, πέρασε στο δεύτερο πόδι, έκανε μια βόλτα προς την Ζάκυνθο, περπάτησε παραδίπλα, στην Κέρκυρα, κατέβηκε στην Κρήτη, στα Χανιά, πέρασε από την Κω και την Σύμη στη Σύρο και κατέληξε στο Λονδίνο και τη Μαδρίτη. Το όνομα αυτού «Σοροκάδα». Είχε ξεκινήσει ο ίδιος να μαγειρεύει θεσπέσια στα νιάτα του. Και όλες οι γεύσεις που πρόσφερε η «Σοροκάδα» ήταν της φαντασίας του.

Όσο ο Παύλος έτρεχε στα ταξίδια του, τόσο η Αφροδίτη αισθανόταν πλήξη στο σπίτι. Παρέα της σταθερή, το παλιό, κλασσικό πιάνο. Ώσπου μια μέρα την επισκέφθηκε μια φίλη της αρχαιολόγος. Η Μαριάνθη ήταν πολύ στοχευμένη στις κινήσεις της και τόσο φιλόδοξη που ακόμα και μόνη της θα έσκαβε για να βρει Κούρους και Κόρες. Τελευταία κάπου διάβασε για την Ελένη Κικίδου, το μέντιουμ που στην δεκαετία του ’50 εξιχνίασε εγκλήματα στην Ελλάδα και της μπήκε το μικρόβιο. Θα χρησιμοποιούσε για την δουλειά της το μέντιουμ που θα της συνέστηναν. Έκανε τις επαφές της στην Αθήνα και να σου έτοιμη με την Όσρα, την σπουδαία διάμεσο, να κάνει βόλτες στα πέριξ της Θεσσαλονίκης. Εκείνο το βράδυ η Αφροδίτη και η Μαριάνθη κουβέντιασαν πολύ για την Όσρα σε σημείο που της Αφροδίτης της μπήκε ή ιδέα: να φέρει μια μέρα ή και νύχτα την Όσρα στη βίλλα της Κασσάνδρειας. Η Μαριάνθη δέχτηκε με μεγάλη προθυμία την πρόσκληση και το επόμενο βράδυ, απόντος και του Παύλου, η Όσρα και η Μαριάνθη φιλοξενούνταν στη βίλλα της Αφροδίτης.

Η μέρα ήταν γλυκειά, η νύχτα ήταν ήρεμη. Η θάλασσα φωτισμένη από το φεγγάρι και κάπου – κάπου έβλεπες κάποια φώτα από τα σκάφη που έκαναν νυχτερινές βόλτες στο Θερμαϊκό. Στο μεγάλο δωμάτιο της εισόδου της βίλλας υπήρχε το πιάνο, δυο πολυθρόνες και ένας καναπές. Πάνω από το πιάνο ήταν κάποιος πίνακας που έδειχνε φουρτουνιασμένη θάλασσα και το επόμενο δωμάτιο από το καθιστικό, είχε χωριστεί από μια τεράστια ξύλινη πόρτα που άγγιζε το ταβάνι και που ήταν διακοσμημένη από πάνω μέχρι κάτω με σπουδαίο κρύσταλλο βιτρό. Στο επόμενο δωμάτιο ήταν η τραπεζαρία που είχε πολύ καιρό να μπει μέσα η Μαριάνθη. Η σκάλα δίπλα από το καθιστικό κατέβαζε στην κουζίνα, όπου πάντα εκεί κατέβαινε η Αφροδίτη για να ετοιμάσει το πρωινό, το γεύμα, το δείπνο, τα κεράσματα.

Ανεβαίνοντας με ένα δίσκο στα χέρια που είχε τυράκια, ρώσικη σαλάτα, κριτσίνια, ποτηράκια για κρασί και μικρά πιατάκια με πηρούνια, η Όσρα της φώναξε: «πρόσεχε θα τον χτυπήσεις».

«Ποιον;» τη ρώτησε η Μαριάνθη.

«Τον Παύλο!» της απάντησε με φυσικότητα.

«Μα ο Παύλος λείπει», απαντά η Μαριάνθη.

«Καθόλου. Κατεβαίνει τη σκάλα για να φέρει το κρασί» εξήγησε με ηρεμία η Όσρα.

Η Αφροδίτη έχει ακινητοποιηθεί, τέσσερα σκαλοπάτια πριν το πάνω μέρος της σκάλας. Παίρνει μια βαθιά ανάσα σαν να θέλει να δώσει ώθηση στο σώμα της, ανεβαίνει και τα λοιπά σκαλοπάτια και ακουμπά με προσοχή τον δίσκο στο χαμηλό τραπέζι του καθιστικού.

«Τώρα πηγαίνω, Όσρα, να φέρω το κρασί. Ο Παύλος δεν είναι εδώ…. Έρχομαι σε δευτερόλεπτα» της λέει χαμογελαστά και χλομιάζει καθώς βλέπει την Όσρα να έχει χρώμα κέρινο.

«Είσαι καλά;», την ρωτά.

«Ο Παύλος είναι εδώ» της λέει με σιγανή φωνή. «Δες» και της δείχνει το μπουκάλι με το κρασί που ήταν ακουμπισμένο στο πιάνο.

Πριν προλάβει καλά-καλά να συνδέσει την κίνηση στο μυαλό της με το απρόβλεπτο γεγονός, χτυπά το τηλέφωνο. Απαντά ξέψυχα.

«Ναι;».

«Οικία Παύλου Πολίτη, του ιδιοκτήτη της αλυσίδας ”Σοροκάδα”;».

«Μάλιστα…».

«Η κυρία Πολίτη;».

«Η ίδια…».

«… κυρία Πολίτη, σας τηλεφωνώ από τον Ευαγγελισμό. Έχει μεταφερθεί εδώ ο σύζυγός σας και βρίσκεται στο χειρουργείο. Ήταν επείγον. Καθώς περπατούσε τον παρέσυρε κάποιος οδηγός αυτοκινήτου που ήταν μεθυσμένος. Το ιατρικό προσωπικό κάνει ό,τι μπορεί… Προσπαθώ αρκετή ώρα να σας ειδοποιήσω, αλλά οι τηλεφωνικές γραμμές δεν ήταν καλές…».

Η Αφροδίτη κοιτάζει την Όσρα. Εκείνη κατεβάζει το κεφάλι. Η Μαριάνθη, πανέξυπνη, έχει καταλάβει ότι το τηλεφώνημα είναι δυσάρεστο και έχει σχέση με τον Παύλο. Ακουμπά το ακουστικό στη θέση του και πλησιάζει την πολυθρόνα που κάθεται η Ραλλού. Την παίρνει αγκαλιά και βάζει τα κλάματα. Κοιτά την Όσρα:

«Πού βρίσκεται;».

«Πάνω στο μπράτσο της πολυθρόνας σου».

«Τι κάνει;».

«Σε φιλά τα μαλλιά…».

«Μπορώ να τον αγκαλιάσω;».

«Όχι!».

«Μπορώ να τον δω;»

«Μόνο όταν έχει φεγγάρι… Και αν θέλει ο ίδιος. Και αν εσύ δε φοβάσαι…».

«Είναι σίγουρο πως είναι εδώ;».

«Έχει φύγει από το χειρουργείο εδώ και είκοσι λεπτά».

 

Η Αφροδίτη έγειρε το κεφάλι της πάνω στα πόδια του Παύλου που, όπως της έλεγε η Όσρα, στεκόταν στο μπράτσο της πολυθρόνας της. Μύρισε το άρωμά του. Ένοιωσε πολύ ήρεμη.

 

  
                                                                                                               ***

Πάνω από το κλασσικό πιάνο, στη θέση του πίνακα με την φουρτουνιασμένη θάλασσα, η Αφροδίτη τοποθέτησε ένα σκίτσο του Παύλου από έναν πλανόδιο ζωγράφο της Ρόδου. Ήταν σαν να σου μιλούσε. Με βλέμμα χαμογελαστό και τόσο ζωντανό. Πάνω στο πιάνο η φωτογραφία του πίνακα. Ο Παύλος χαμογελαστός ξανά. Κάθε βράδυ η Αφροδίτη είχε αγκαλιά την Ραλλού και παρακολουθούσε τηλεόραση. Δίπλα της καθόταν ο Παύλος. Τον ένοιωθε, τον μύριζε.

 

                                                                                                           ***

Μετά από τρία χρόνια ο Αργύρης παντρεύτηκε. Έκανε ένα αγοράκι, τον Παύλο τζούνιορ. Ζούσαν στη Γερμανία. Έρχονταν δυο φορές το χρόνο στην Ελλάδα και έμεναν με την Αφροδίτη στη βίλλα της Κασσάνδρειας. Η Αφροδίτη του μιλούσε πολύ συχνά για τον παππού του. Του έλεγε πως ήταν κοντά τους και τους παρακολουθούσε πάντα στοργικά. Σαν φύλακας – άγγελος. Κάπου- κάπου, όταν η μικρός ξυπνούσε τις νύχτες κοιτούσε στο παραθύρι του δωματίου που μεγάλωσε ο πατέρας του και χαμογελούσε. Η πρώτη κουβέντα που άρθρωσε ήταν «παππού». Κανείς ποτέ δεν σχολίασε τίποτα για την ιστορία ου ακολουθούσε την βίλλα. Και όσο η Αφροδίτη ζούσε, δεν είπε ποτέ κάτι στα παιδιά της για την Όσρα και για την επικοινωνία που είχε με τον Παύλο μετά τον θάνατό του. Ούτε και για όσα της είπε αργότερα το μέντιουμ. Ιστορία που ήταν αποφασισμένη να την πάρει μαζί της με το θάνατό της.

                                                                                             

                                                                                                           ***

Το σπίτι είχε πράγματι θαμμένο κάτω από την σκάλα του σπιτιού, ένα νεογέννητο αγοράκι. Πράγματι το γέννησε μια υπηρέτρια που είχαν οι Παρμενίδηδες φερμένη από την Κωνσταντινούπολη. Η κοπέλα όταν πήγε στο σπίτι του Παρμενίδη ήταν ήδη έγκυος χωρίς να το γνωρίζει. Στην πραγματικότητα οι γονείς της την έδιωξαν από την Πόλη γιατί τους είχε ντροπιάσει. Έτσι έφτασε στο σπίτι ως υπηρεσία. Όταν άρχισε να φαίνεται η εγκυμοσύνη της, η μητήρ Παρμενίδη την ρώτησε ποιος είναι ο πατέρας. Η κοπέλα της είπε πως ήταν μια ατυχής σχέση. Εν μέρει την αλήθεια. Συμφώνησαν, όταν γεννιόταν το μωρό να το κρατούσε και να την βοηθούσαν στην ανατροφή του. Η κοπέλα δίστασε στην καλοσύνη της, αλλά δεν έφερε αντιρρήσεις. Το μωρό γεννήθηκε ένα βράδυ χειμωνιάτικο που το σκηνικό έξω από την βίλλα θύμιζε θρίλερ του Χίτσκοκ. Η Παρμενίδενα μαζί με άλλες δυο υπηρέτριες την βοήθησαν να ξεγεννήσει σε ένα από τα δωμάτια του ισογείου. Και όσο έβγαινε το κεφάλι του μωρού τόσο ανατρίχιαζαν από αυτό που έβλεπαν: το κεφάλι του ήταν σαν φαγωμένο από θηρίο, το σώμα του ήταν κολλημένο στα πόδια, σαν γοργόνα και τα χέρια του σαν φτερούγες. Οι υπηρέτριες έκαναν τον σταυρό τους σαν να’βλεπαν τον σατανά. Η Παρμενίδενα κράτησε την ψυχραιμία της, βοήθησε την κοπέλα να ξεγεννήσει μέχρι που να δει τις αντιδράσεις της. Δίστασε να πιάσει στα χέρια της το έκτρωμα και να της το φέρει στο πρόσωπο, καθώς και κείνη φαινόταν να μην είναι πρόθυμη να δει το μωρό της. Δεν την ρώτησε κάτι. Μόνο την ρώτησε αν ήθελε να το θηλάσει. Η λεχώνα γύρισε το κεφάλι κλαίγοντας. Δεν ήξερε τι να κάνει με το μωρό. Το ακούμπησε στην άκρη ενός κρεβατιού και σκέφτηκε να ειδοποιήσει τον παπά την ίδια στιγμή. Ήταν πολύ αργά και θα καθυστερούσε να έρθει. Και θα κινούνταν υποψίες. Και τι θα του έλεγε; Δεν έπρεπε να είναι πολλοί σε αυτήν την φρικιαστική ιστορία.

Δεν έφυγε από κοντά της όλη την νύχτα. Οι υπηρέτριες πήγαν τρομαγμένες στα κρεβάτια τους. Τις όρκισε να μην μιλήσουν πουθενά. Η Παρμενίδενα την περιποιήθηκε φτιάχνοντας της σούπα χωρίς να απαιτήσει να μάθει κάτι. Η ίδια της μίλησε. Την βίασε ένας μέθυσος πρώτος ξάδελφος. Πήρε μετά ασπιρίνες για να αποβάλλει, νόμιζε πως τα κατάφερε από την δηλητηρίαση που πέρασε. Για σιγουριά πήγε και σε κάποιον που στα κρυφά θα έκανε απόξεση. Και νόμισε πως ξεμπέρδεψε. Πανικοβλήθηκε όταν είδε την κοιλιά της να φουσκώνει.

Την επόμενη μέρα το μωρό είχε θαφτεί κάτω από τη σκάλα, σε κείνο το σημείο που άνοιγε ως καταπακτή και χρησιμοποιείτο ως αποθηκευτικός χώρος. Έσκαψε βαθιά, τοποθέτησε το νεογέννητο εκεί τυλιγμένο μ’ ένα σεντόνι και σφράγισε για πάντα την καταπακτή. Στους Παρμενίδηδες είπε πως το παιδί γεννήθηκε νεκρό και το έθαψαν κάπου έξω από την βίλλα. Και απαγόρευσε σε οποιονδήποτε να ξαναμιλήσει γι’ αυτό. Η υπηρέτρια, όταν ανάρρωσε από την περίοδο λοχείας την έστειλε κάπου στην Θεσσαλονίκη με συστατική επιστολή.

 

                                                                                                              ***

Η Αφροδίτη Ευκαρπίδου, το γένος Παρμενίδου, όταν πέθανε, κληροδότησε το σπίτι στον Δήμο Κασσάνδρας. Ζήτησε να γίνει Μουσείο απαιτώντας να μην πειραχθεί σε καμία περίπτωση το κάτω μέρος του. Όταν πλησίαζε ο θάνατός της αποφάσισε με τον Παύλο της, που εξακολουθούσαν να παρακολουθούν τηλεόραση τα βράδια μαζί, να σφραγίσουν την κουζίνα του ισογείου και τα λοιπά δωμάτια χτίζοντας μια πόρτα από μπετόν και περίτεχνο σίδερο. Όταν ανακοίνωσε την απόφαση της στα παιδιά της, απόρησαν. Κι ο Αργύρης την ρώτησε: «Γιατί ρε μάνα; Θα μπορούσαμε να το’χουμε για παραθεριστική κατοικία. Τέτοιο σπίτι;».

Η Αφροδίτη απάντησε κουρασμένα: «Για φαντάσου κάποιο βράδυ να ξυπνούσε ο Παυλάκος κλαίγοντας και να σου΄λεγε ”μπαμπάααα, μια γριά κάθεται στο κρεβάτι μου!”.

 

                                                                                                                 ***

Μέχρι και σήμερα η Βίλλα της Κασσάνδρειας είναι συνδεδεμένη με τον θρύλο του φαντάσματος. Την ημέρα είναι μουσειακός χώρος όπου εκτίθενται από καιρό σε καιρό σπουδαία έργα Τέχνης, ενώ παράλληλα γίνεται ξενάγηση στην αισθητική της εποχής από το 1880 και μετά. Τα βράδια δεν διαθέτει ούτε φύλακες. Ποιος να πλησιάσει στο σπίτι που περνώντας απ’έξω ακόμα και τα καλοκαίρια ακούγεται μουσική στο πιάνο – η αγαπημένη μελωδία της Αφροδίτης ήταν τα “Κύματα του Δουνάβεως” του Inanovichi – και μυρωδιές από τις γεύσεις της «Σοροκάδας» -που άρεσαν πολύ στον Παύλο – γεμίζουν τον αέρα νύχτας; Α, κάπου- κάπου τα βράδια ακούγεται κι ένα νιαούρισμα. Έρχεται πάντα απ’έξω, από τα κεραμίδια του σπιτιού, σαν να στέκεται εκεί η Ραλλού και να ελέγχει την κίνηση. 

 

 

 

           

Pane di Capo Kallithea Springs & Delivery 2241003600- κοντά σας κάθε στιγμή!  

 Amor-amor fb & amoramor.gr  

 Νέες παραλαβές Quattro

 

 

Τζίνα Δαβιλά

 

SHARE
RELATED POSTS
Πώς λέμε χούλιγκαν; Ε, καμία σχέση, του Γιάννη Στουραΐτη
Πιστοί και άπιστοι…, του Νότη Μαυρουδή
«25 χρόνια μετά Ανδρέα μου…» από τον Κώστα Γιαννόπουλο και το “Χαμόγελο του Παιδιού”
3 Σχόλια
  • Β.Π.
    18 Σεπτεμβρίου 2014 at 07:33

    @τδ ( “τδ”, τι είναι αυτό;)
    ναι, βέβαια, κυκλοφορούν πολλά φαντάσματα πολλά απο τα οποία μάλιστα είναι ζωντανά, με όνομα κε επίθετο
    ο Θα

  • τδ
    17 Σεπτεμβρίου 2014 at 09:10

    @ Β.Π.: μμμμμ …κυκλοφορούν πολλά φαντάσματα τελικά…
    😉

  • Β.Π.
    17 Σεπτεμβρίου 2014 at 06:41

    Εεεεε… χουμ χουμ… κάτι μου θυμίζει… κάτι μου θυμίζει…
    ο Θα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.