* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
Επιστρέφοντας ξημερώματα της 6ης Ιουλίου του 2015 από το σπίτι ενός φίλου στο Μενίδι, όπου είχαμε παρακολουθήσει τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, η ταραχή μου υπερέβαινε κι εκείνη ακόμα την ψυχοσωματική μου εξάντληση. Ήμουν βέβαιος ότι η Ελλάδα έμπαινε πλησίστια -με τη βούληση του 62%- σε μια καινούργια, ζοφερή, εποχή. Το σκαιό ύφος των κομισάριων του Σύριζα – “θα ανοίξουμε τις θυρίδες! θα ελέγξουμε τις τραπεζικές αναλήψεις! θα θέσουμε την οικονομία υπό λαϊκό έλεγχο!”- καθώς και οι υλακές του Πάνου Καμμένου με είχαν πείσει πως οι κυβερνώντες το εννοούσαν να ξεμπερδέψουν με το παρελθόν: Με τους κανόνες και με τα ταμπού της -προβληματικής έστω- κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μας. Με τη στρεβλή πλην ελεύθερη αγορά μας. “Έπεσε η Μεταπολίτευση στον λάκκο που η ίδια, χρόνια τώρα, έσκαβε. Κι ετούτοι εδώ χορεύουν από πάνω!” ανατρίχιαζα.
“Έτσι θα ένοιωθαν” υπέθετα “κάποιοι σαν εμένα την 1η Νοεμβρίου του 1920, όταν οι ψηφοφόροι αποκαθήλωσαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο και εμπιστεύτηκαν τη χώρα στους κουφιοκεφαλάκηδες, οι οποίοι οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή…”.
Ο Συριζαίος γείτονάς μου δοκίμαζε την ίδια ένταση συναισθημάτων από την ανάποδη. Πίστευε πως εμπρός στα μάτια του εξελισσόταν μια επανάσταση εφάμιλλη -εάν όχι της σοβιετικής- σίγουρα της κουβανέζικης. Ότι αποτελούσε ζήτημα ημερών να τερματισθεί η αδικία, να σαρωθεί η πλουτοκρατία, να εγκαθιδρυθεί ένα καθεστώς λαϊκής δημοκρατίας, το οποίο θα ενέπνεε και -γιατί όχι;- θα παρέσυρε ολόκληρη την Ευρώπη. Ρήξη δεν είχε προαναγγείλει ο Γιάνης Βαρουφάκης από τα Χανιά, βγάζοντας σέλφι με τα γυναικόπαιδα; Πυρσός που φώτιζε την ανθρωπότητα δεν ήταν η υψωμένη γροθιά του Αλέξη Τσίπρα στο Σύνταγμα;
Το μόνο που δεν μπορούσαμε να υποθέσουμε ήταν πως εγκυμονούνταν βουνό για να γεννηθεί ποντίκι. Ότι η νύχτα δεν γινόταν μέρα από βόμβες ναπάλμ και αντιαεροπορικά πυρά μα από στακαστρούκες. Ότι δεν θα στεκόμασταν μάρτυρες της ριζοσπαστικότερης ανατροπής αλλά της πιό θεαματικής και πιό ακριβοπληρωμένης κωλοτούμπας στην πρόσφατη Ιστορία.
Όχι, αυτό δεν το είχαμε προβλέψει.
Έναν χρόνο αργότερα, το έργο που ανεβάζει η συμπολίτευση στην κεντρική πολιτική σκηνή είναι καθαρά μολιερικό. Κάτι ανάμεσα στον “Φιλάργυρο”, τον “Αρχοντοχωριάτη” και τον “Ταρτούφο”. Λαίμαργα αρμέγουν τους ασθενικούς μαστούς του κράτους, βολεύουν τα στελέχη και τα στελεχάκια τους, κάνουν ντιλ με όποιον έχει κάτι να τους προσφέρει. Φαιδρά κορδώνονται και ποζάρουν, με το μεταξωτό μαντιλάκι στην τσέπη του σακακιού, τη σαμπάνια στο υπουργικό γραφείο και τον Άρη Βελουχιώτη για φόντο, τις στρατιωτικές στολές φορεμένες σαν μασκαράτες. Υποκριτικά εισηγούνται την απλή αναλογική ώστε να ελέγχουν -ακόμα και όταν ηττηθούν στις κάλπες- το παιχνίδι, τάζουν στους νέους ψήφο στα δεκαεφτά, κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων και περαιτέρω αποεντατικοποίηση των σπουδών κι ας χάσουν τα ελληνικά πτυχία κάθε αντίκρυσμα στην αγορά εργασίας…
Η μείζων αντιπολίτευση πώς αντιδρά; Σαν να’ χει χάσει εσχάτως τον βηματισμό της. Σαν να έχει ασπαστεί τη θεωρία του ώριμου φρούτου και να περιμένει υπομονετικά κάτω απ’ το δέντρο ώσπου αυτό να πέσει. Αντί σε κάθε κυβερνητική απόφαση να προτείνει τη δική της εναλλακτική. Αντί να ξεδιπλώνει καθημερινά, με σαφήνεια, το δικό της πρόγραμμα, το οποίο θα ξεκολλήσει την Ελλάδα από τη λάσπη. Εμμένει στην ακαταλληλότητα του Αλέξη Τσίπρα. Υπενθυμίζει ξανά και ξανά τους τυχοδιωκτισμούς και τις παλινωδίες του. Εφόσον πείσεις τους πολίτες ότι εσύ είσαι το μη χείρον, κερδίζεις τις εκλογές. Δεν πας όμως πολύ μακριά…
Προφανώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντιμετωπίζει καθημερινά τρικλοποδιές ακόμα -ή κυρίως- μέσα στο ίδιο του το κόμμα. Ασφαλώς κινήσεις σαν τη διάλυση της ΟΝΝΕΔ και τη διαγραφή του Φαήλου Κρανιδιώτη αποτέλεσαν θετικότατα δείγματα γραφής. Εάν ωστόσο η ιστορική πρόκληση είναι η αλλαγή μιας ολόκληρης κοινωνίας, η απελευθέρωση δημιουργικών δυνάμεων που ασφυκτιούν εδώ και δεκαετίες, κάθε εξισορροπιστική κίνηση, κάθε αλληθωρισμός προς κουρασμένα πρόσωπα και προς φθαρμένες δομές μπορεί να αποδειχθεί μοιραίο βαρίδι. “Το σπίτι το μισό πρέπει να γκρεμισθεί” λέει ο Καβάφης.
Ας μη μιλήσουμε για την Κεντροαριστερά, που αγωνίζεται αενάως να ενωθεί κι όλο σκοντάφτει σε εγωισμούς ανθρώπων οι οποίοι μπερδεύουν τη σκιά τους με το μπόι τους. Κι όλο διυλίζει τον κώνωπα του Σταύρου και καταπίνει την κάμηλο της Φώφης. Κι όλο αναπολεί τα περασμένα μεγαλεία της και προστρέχει ακόμα και στον Κώστα Σημίτη για να τη σώσει. Κι ας έχει επανειλημμένα ξεκαθαρίσει ο πρώην πρωθυπουργός ότι ο δικός του κύκλος έχει κλείσει.
Κάτω από την πολιτική σκηνή, εκεί που εκτυλίσσεται η πεζή καθημερινότητα, οι πολίτες έχουν αλαλιάσει. Θαλασσοπνίγονται από το τσουνάμι των φόρων. Πασχίζουν να συνδιαλεχθούν με ένα κράτος εχθρικότερο παρά ποτέ. Αναρωτιούνται βάσιμα εάν αξίζει να δουλεύεις παραγωγικά στην Ελλάδα. Έως σχετικά πρόσφατα και οι πιό απαισιόδοξοι από εμάς πίστευαν ότι η κρίση κάποτε, κάπως θα τελείωνε. Ότι η πατρίδα θα ξανάπαιρνε στο ορατό μέλλον τα πάνω της. Αισθάνομαι πως σήμερα πλέον βρισκόμαστε στο στάδιο μετά την απόγνωση. Στην απάθεια. Η οποία σε ωθεί να ασχολείσαι αποκλειστικά με τα τρέχοντα. Να μπαλώνεις τρύπες. Να ζεις φοβισμένα το σήμερα μη τολμώντας να σχεδιάσεις κανενός είδους αύριο. Από τον φόβο πως και οι πιό ταπεινές φιλοδοξίες σου θα ακυρωθούν απ’ την κατάσταση…
Ο δέκατος έκτος πρόεδρος των ΗΠΑ, Αβραάμ Λίνκολν, δολοφονήθηκε ενώ παρακολουθούσε μια θεατρική παράσταση. “Το έργο τουλάχιστον σας άρεσε, κυρία Λίνκολν;” λένε πως ρώτησε ένας ηλίθιος δημοσιογράφος τη χήρα του. “Όχι δεν μας άρεσε. Καθόλου. Και το πληρώσαμε πανάκριβα. Με το αίμα μας”.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. Δημοσιεύεται και στο capital.gr
The article expresses the views of the author
iPorta.gr