Η βιασύνη να ψωνίσει ο επιδοτούμενος άεργος, επειδή θα ξανακλείσουν τα μαγαζιά, είναι η εγκατεστημένη στο ασυνείδητο μηχανική ταχύτητα αυτοεπιβεβαίωσης μέσω της κατανάλωσης. Το ενδεχόμενο να ζήσουμε το στερητικό σύνδρομο, μας καλεί να αγοράσουμε την τελευταία στιγμή.Ή μάλλον να ξορκίσουμε την νεκρή αγορά που θα επανέλθει ως αποκρουστική θέα στους δρόμους.
Στην πραγματικότητα δεν ζούμε χωρίς την βιτρίνα, ασχέτως που αναγκαστικά ως κοινωνία «μπήκαμε» σχεδόν ολοκληρωτικά μέσα στις οθόνες και τους εικονικούς πεζόδρομους. Έχουμε από πολύ παλιά απενοχοποιήσει την κατανάλωση – και πολύ καλά κάναμε- αλλά το ενδεχόμενο να μην μπορέσεις να αγοράσεις ότι λανσάρεται, ότι πωλείται και ότι επιθυμείς, είναι η κρυφή δύναμη της εμπορευματικής κοινωνίας.
Ο δυτικός άνθρωπος της πανδημίας, ακόμα και όταν ξέρει πως κινδυνεύει αύριο να μείνει άνεργος, όπως σε αυτή την δύσκολη εποχή, πρέπει να «υπάρξει» μέσω της δαπάνης και του εμπορεύματος. Οι ουρές με τις μάσκες έξω από τα καταστήματα δηλώνουν την ασυνείδητη ανάγκη να ξορκίσουμε τον θάνατο, πριν «νεκρώσει» η επιθυμία. Γιατί χωρίς επιθυμία, ο άνθρωπος σκοτώνει το Εγώ.
Όποτε ο φόβος ότι δεν θα μπορέσεις να αγοράσεις ακόμη και το περιττό, είναι σχεδόν εμμονικός.
Η πανδημία και το lockdown νεκρώνουν το οξυγόνο της οικονομίας: την επιθυμία. Και η βιτρίνα με το ράφι έχουν επιθυμίες, όχι απλά εμπορεύματα. Οι δε σύγχρονες επιθυμητικές μηχανές, τα αλγοριθμικά διαφημιστικά μηνύματα που σε ακολουθούν σε κάθε site, σε προστάζουν να εξαφανίσεις κάθε υπερεγωτική αναστολή. Ειδικά επειδή έχει επιβληθεί μια άλλη αναστολή: της εργασίας. Και με τα λεφτά του κράτους που εισπράττεις, πρέπει οπωσδήποτε να συμβάλεις στις αναγκαίες ροές του κεφαλαίου.
Εν κατακλείδι: η εντολή του εγκλεισμού στο σπίτι δεν τρομάζει πλέον. Η εντολή όμως μιας περιορισμένης κατανάλωσης, υποκινεί το ένστικτο αυτοσυντήρησης: ψωνίζω άρα υπάρχω. Στην θέα του λουκέτου τρομάζω μην αφανιστώ και εγώ ο ίδιος.
Αυτό κάνει ο καπιταλισμός σήμερα. Λόγω της φονικής πανδημίας βρήκε την ευκαιρία και μας τρομάζει για να δούμε την εντροπία του μέσω της δυνητικής στέρησης για πρόσβαση στο εμπόρευμα. Μας καθήλωσε για να προστατευτεί η ζωή μας, και με την ευκαιρία αυτή να «νιώσουμε» το ενδεχόμενο της στέρησης από το περιττό, που μας λανσάρει ως αναγκαίο. Ευτυχώς δηλαδή, γιατί έτσι μόνο κινείται μαζί με το χρήμα και το ανθρώπινο κεφάλαιο. Το οποίο ομως έτσι ακριβώς είναι που απαξιώνεται. Την στιγμή που συγχέεται η αγοραστική δύναμη με την εργασιακή αξία. Και προφανώς, αυτό το ήξερε καλά ο Εριχ Φρομ όταν είπε: «Αν είμαι ό,τι έχω, και αν ό,τι έχω έχει χαθεί, τότε ποιος είμαι;»