Προσωπολατρίες και τακτικές. Πολύ κουβέντα έγινε για το άρθρο του Τσίπρα που αναφέρεται στον Ανδρέα Παπανδρέου. Οι περισσότεροι είδαν σ’ αυτό το άρθρο μια προσπάθεια να ταυτιστεί ο Τσίπρας με την ανέγγιχτη και ακτινοβολούσα προσωπικότητα του Ανδρέα. Το κίνητρο του άρθρου όμως ήταν άλλο. Ήθελε να αποδείξει ότι όταν αλλάζεις πλεύση στη πολιτική δεν σημαίνει ότι πριν έλεγες ψέματα. Όπως ο Αντρέας ακύρωσε το «Έξω οι βάσεις του θανάτου», έτσι και ο Τσίπρας ακύρωσε το «θα σκίσω τα μνημόνια». Κι επειδή ο Αντρέας περιβάλλεται από ένα πέπλο προσωπολατρίας, κανείς δεν τον κατηγορεί σήμερα ως ψεύτη. Οπότε και ο Τσίπρας ουσιαστικά δήλωσε με το άρθρο του ότι και η δική του μεταστροφή δεν τον αναγάγει σε ψεύτη. Αλλά και οι εσωκομματικές γκρίνιες, που ακολούθησαν, ήταν κι αυτές στημένες. Για να θολώσουν το τοπίο. Το όλο θέμα ήταν ένα ακόμα κομψοτέχνημα τακτικής. Αλλά όπως έχουμε πει και παλιότερα καμιά τακτική δε μπορεί να περισώσει μια καταδικασμένη στρατηγική. Και η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει αναλλοίωτη. Το κράτος πάνω απ’ όλα.
Αντιρατσιστική λογοκρισία. Η εκπολιτισμένη Δύση αντιστάθηκε στον ρατσισμό με όλες της τις δυνάμεις. Και κατάφερε να τον παραμερίσει. Το χρώμα και η καταγωγή πλέον δεν χωρίζουν τους ανθρώπους. Και σήμερα η μάχη δίνεται για να εξαλειφθούν και οι τελευταίοι θύλακες ρατσιστικών αντιλήψεων. Καμιά φορά όμως χάνεται το μέτρο. Στην Αμερική άνοιξε συζήτηση για το αν η ταινία «Όσα παίρνει ο άνεμος» είναι ρατσιστική. Και υπάρχουν φωνές που υποστηρίζουν την απαγόρευση της ταινίας. Ένα είδος δηλαδή αντιρατσιστικής λογοκρισίας. Η δημοκρατία και τα δικαιώματα είναι τελικά μια δύσκολη υπόθεση.
Η τροπική καταιγίδα Χάρβεϊ και η κλιματική αλλαγή. Πράγματι οι εκπομπές των ρύπων αλλοιώνουν την ατμόσφαιρα και επηρεάζουν το κλίμα. Αλλά κι εδώ χάνεται το μέτρο. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν τους προαιώνιους μουσώνες στην Ασία, ως ένα νεότευκτο φαινόμενο που οφείλεται στη κλιματική αλλαγή. Το ίδιο πιστεύουν ότι συμβαίνει και με τους τυφώνες και με τις τροπικές καταιγίδες στη Καραϊβική και στις νοτιοανατολικές πολιτείες των ΗΠΑ. Περιοχές που είναι εξοικειωμένες με τα φαινόμενα εδώ και αιώνες. Είναι αλήθεια ότι όταν παίρνουμε φόρα, προσπαθώντας να υποστηρίξουμε κάτι που είναι δίκαιο και σωστό, μπορεί να χάσουμε την επαφή με τη πραγματικότητα.
Το ελληνικό θέμα δεν αφορά τις γερμανικές εκλογές. Πόσοι έλεγαν, πριν μερικούς μήνες, ότι ήταν οι επικείμενες γερμανικές εκλογές που εμπόδιζαν μια λύση για το χρέος της χώρας μας. Ο χρόνος πέρασε και η προεκλογική περίοδος στη Γερμανία φτάνει στο τέλος της. Και σύντομα θα επιβεβαιωθεί ακόμα μια φορά, ότι η περίπτωση μας δε μπορεί να κριθεί από μια πολιτική λύση. Που θα τη δώσει ο καλόδεχτος Μακρόν ή η καλόγνωμη Μέρκελ. Γιατί το θέμα μας είναι άλλο και μακριά από την πολιτική. Το θέμα μας είναι αν θα καταφέρουμε ή όχι να ανασυγκροτήσουμε το κράτος και την οικονομία μας. Αν θα απελευθερωθούμε από τα δεσμά του κρατισμού και των συντεχνιών. Όλα τα άλλα είναι απλώς κουβέντα να γίνεται.
Η Εσθονία και το συνέδριο της. Η περίφημη συζήτηση για τη σχέση των φασιστικών καθεστώτων της Δύσης με τα κομμουνιστικά καθεστώτα της Ανατολής. Η περίφημη συζήτηση για τα δύο άκρα. Μέχρι τώρα ακούγονται οι φωνές εκείνων που ταυτίζουν τον φασισμό με τον κομμουνισμό και οι φωνές εκείνων που διαχωρίζουν απολύτως τα δύο καθεστώτα. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο και οι δύο πλευρές έχουν άδικο. Ας χρησιμοποιήσουμε απλά μαθηματικά. Δύο σύνολα ταυτίζονται όταν όλα τα σημεία τους είναι κοινά. Και δεν έχουν καμία σχέση όταν δεν έχουν κανένα κοινό σημείο. Ο κομμουνισμός και ο φασισμός ως σύνολα, βρίσκονται στην ενδιάμεση κατάσταση. Έχουν κοινά σημεία, αλλά και σημεία που δεν ταυτίζονται. Όσοι υποστηρίζουν ότι τα δύο συστήματα είναι το ίδιο και το αυτό, βλέπουν μόνο τα κοινά σημεία και όσοι υποστηρίζουν ότι τα δύο συστήματα δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους, βλέπουν μόνο τα σημεία που δεν είναι κοινά στα δύο σύνολα. Άρα είναι μια συζήτηση ανάμεσα σε όσους εθελοτυφλούν. Και από τη μία πλευρά και από την άλλη. Το κίνητρο του ναζισμού το ξέρουμε όλοι. Η περιούσια φυλή να κυριαρχήσει και να συντρίψει με βία όσους δεν ανήκουν σ’ αυτήν. Η Οκτωβριανή επανάσταση όμως έγινε για τελείως διαφορετικούς λόγους. Προσπάθησε να ρίξει ένα διεφθαρμένο καθεστώς. Προσπάθησε να αποκαταστήσει τα δικαιώματα των πολλών και καταπιεσμένων. Η διαφορά είναι προφανής και ξεκάθαρη. Από την άλλη μεριά όμως και τα δύο συστήματα απορρίπτουν τις δημοκρατικές ελευθερίες. Και αυτό ήταν το «ελάττωμα» που οδήγησε τις καλές προθέσεις του σοσιαλισμού σε παρακμή και κατέστησε τα κομμουνιστικά καθεστώτα απολυταρχικά και βίαια.
Ισότητα στον ανταγωνισμό. Γενικά η σύγχρονη ευρωπαϊκή σκέψη είναι μονομερής και δυσκολεύεται να συνθέσει αντίθετες έννοιες. Έτσι ο ανταγωνισμός τοποθετείται απέναντι από την ισότητα. Μοιάζει πάρα πολύ δύσκολο η ευρωπαϊκή σκέψη να κατανοήσει πώς μπορεί η ισότητα να συμπορεύεται με τον ανταγωνισμό και να τον συμπληρώνει. Ας δούμε όμως πώς αντιλαμβάνονται τη δικαιοσύνη και την ισότητα μέσα σε συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού στις ΗΠΑ. Στα κλειστά πρωταθλήματα (μπάσκετ, αμερικάνικο ποδόσφαιρο, χόκεϊ) υπάρχουν δύο θεσμοί. Ο θεσμός του draft και ο θεσμός του salary cap. Όλοι οι νέοι παίκτες που πρόκειται να μπουν στο πρωτάθλημα αξιολογούνται και τον καλύτερο τον παίρνει η ομάδα που τερμάτισε τελευταία στο προηγούμενο πρωτάθλημα. Δηλαδή ο καλύτερος παίχτης πηγαίνει στη χειρότερη ομάδα. Αυτή είναι η δημόσια διαδικασία του draft. Με βάση τώρα το salary cap απαγορεύεται οι ομάδες να ξεπερνούν ένα όριο στη μισθοδοσία των παικτών. Οπότε καμιά ομάδα, όσο πλούσια κι αν είναι, δε μπορεί να συγκεντρώσει τους καλύτερους και να αλλοιώσει τον ανταγωνισμό. Αντίθετα στην Ευρώπη, με τη σοσιαλιστική παράδοση, η έννοια «ισότητα στον ανταγωνισμό» παραμένει άγνωστη. Οποιοσδήποτε άραβας πετρελαιάς μπορεί να αγοράσει μια ομάδα και μαζί της την αφρόκρεμα των παικτών, ξοδεύοντας ανενόχλητος εκατοντάδες εκατομμύρια.
Η δύναμη της ακινησίας και οι βιαστικοί. ο Mervyn King, άγγλος τραπεζίτης, γράφει στο βιβλίο του «Το τέλος της αλχημείας»: «Η Ευρωζώνη είναι καταδικασμένη να τρεκλίζει από τη μια κρίση στην άλλη, έως ότου τελικά καταρρεύσει». Δεν είναι ο μόνος που το πιστεύει. Στην ευρωπαϊκή διανόηση η υψηλή κριτική περισσεύει και σχεδόν πάντα διαψεύδεται. Πολλοί είναι αυτοί που θέλουν να καταγραφούν ως προφήτες κι αν πέσουν έξω, δεν πειράζει. Κανείς δε θα το θυμάται. Και το scripta manent δεν ισχύει, γιατί κανείς δε κάνει τον κόπο να ξαναδιαβάσει αργότερα τα ανεπίκαιρα βιβλία τους. Όμως η Ευρώπη από τα πρώτα βήματα της ενοποίησης αντιπαθούσε τη βιασύνη και τις εν βρασμώ αποφάσεις. Δεν το επέτρεπε εξ άλλου και η εφαρμογή της δύσκολης δημοκρατίας που επέλεξε από την αρχή. Την δημοκρατία της ομοφωνίας. Η Ευρώπη πάντα επέλεγε τους αργούς ρυθμούς, έτσι που στους περισσότερους έδινε την αίσθηση μιας ακινησίας. Και όπως είναι φυσικό η δύναμη αυτής της ακινησίας δεν συγκινεί τους βιαστικούς προφήτες της διανόησης, που περιμένουν με αγωνία να επιβεβαιωθούν. Ούτε τους πολιτικούς που βιαστικά αραδιάζουν οράματα για μια νέα Ευρώπη, οράματα υπερφίαλα, πολυειπωμένα και τελικά κενά περιεχομένου. Μέχρι σήμερα χιλιάδες σελίδες έχουν γραφεί για τη διάλυση της ευρωζώνης. Απολύτως τίποτα όμως δεν έχει γραφεί για τις πολύ σημαντικές αλλαγές προσαρμογής που προέκυψαν, σιωπηρά και χωρίς φανφάρες από το 2010 μέχρι σήμερα.
Δουνκέρκη. Κάποτε πρέπει να γίνει σαφές ότι το ντοκιμαντέρ και η μυθοπλασία είναι δύο διαφορετικά είδη κινηματογραφικής γραφής. Από το ντοκιμαντέρ πρέπει να απαιτούμε την εγκυρότητα και την αλήθεια. Από την μυθοπλασία πρέπει να απαιτούμε την εξερεύνηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε συνθήκες που ορίζονται από τη μυθοπλασία και ενδεχομένως βασίζονται σ’ ένα ιστορικό περιβάλλον. Αν λέμε ότι η ανατίναξη της γέφυρας του ποταμού Κβάι δεν έγινε όπως στο φιλμ, προφανώς αγνοούμε τον παραπάνω διαχωρισμό. Το να λέει κάποιος – και πράγματι γράφτηκε – ότι η ταινία «Δουνκέρκη» αποκρύπτει τη σημαντική συμβολή στρατιωτών από τις αγγλικές αποικίες, προφανώς δεν είναι έτοιμος να δει μια ταινία μυθοπλασίας. Η ταινία «Δουνκέρκη» είναι όμως ένα μεγάλο επίτευγμα μυθοπλασίας, γιατί χειρίζεται μ’ ένα περίτεχνο τρόπο τον αντικειμενικό και τον υποκειμενικό χρόνο. Κι έτσι η αφήγηση καταφέρνει να εναλλάσσει αντικειμενικά γεγονότα με την υποκειμενική τους πρόσληψη. Με αυτό τον τρόπο εισάγει τη δύναμη ενός μεταφυσικού ρεαλισμού. Και το σημαντικότερο είναι ότι ασχολείται με τον άνθρωπο κι όχι με στερεότυπες ιδέες. Ο άνθρωπος πάνω από τις ιδέες. Γιατί όποιος στη ταινία είδε μια «ιδεολογική» καταγγελία του πολέμου είναι βέβαιο ότι του έχει διαφύγει όλη η ουσία. Και οπωσδήποτε θα του έχει διαφύγει και μια από τις λίγες ατάκες που ακούγονται στο έργο: «Μη θυμώνεις μ’ αυτόν τον στρατιώτη, δεν είναι πια ο εαυτό του».
Ένα αφήγημα για την κεντροαριστερά. Η κεντροαριστερά μετά τη μεταπολίτευση εκφράστηκε από το ΠΑΣΟΚ. Στα 23 χρόνια που κυριάρχησε, μέχρι το 2004, θεμελιώθηκαν οι αντιλήψεις του λαϊκισμού και του πελατειακού κράτους. Με το διάλειμμα της πρώτης τετραετίας του Σημίτη. Αν είχε επιλεγεί ο Τσοχατζόπουλος τον Ιανουάριο του 1996, δε θα υπήρχε κι αυτό το διάλειμμα. Από την άλλη μεριά ο Καραμανλής, συνειδητοποίησε το 2000, μετά την εκλογική του ήττα, ότι ο μόνος τρόπος να κερδίσει την εξουσία ήταν να μεταλλάξει τη ΝΔ στη λεγόμενη λαϊκή δεξιά. Να μιμηθεί δηλαδή τις πρακτικές του ΠΑΣΟΚ. Το έκανε και κέρδισε τις εκλογές. Στις μέρες του η ΝΔ μεταλλάχθηκε σ’ ένα κόμμα όπου το πελατειακό κράτος ήταν ο κυρίαρχος μοχλός της οικονομικής δραστηριότητας και μόνο κατ’ επίφαση λειτουργούσαν οι κανόνες της ανοιχτής οικονομίας. Δηλαδή κατ’ εικόνα και ομοίωση με το παλιό ΠΑΣΟΚ. Η κρίση βρήκε τη χώρα έτη φωτός μακριά από τις αντιλήψεις της ελεύθερης οικονομίας. Ο λαϊκισμός του ΠΑΣΟΚ και της καραμανλικής δεξιάς εγκλωβίστηκαν στα μνημόνια, έχασαν τα ερείσματα τους και έτσι η σκυτάλη πέρασε στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ. Προσέλκυσε το ακροατήριο που είχε γαλουχηθεί στη νοοτροπία του πελατειακού λαϊκισμού, που κρυβόταν πίσω από ένα ψευδεπίγραφο σοσιαλιστικό πρόσωπο. Απορρόφησε ψηφοφόρους και στελέχη του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ηττήθηκε κι έχασε τη πρωτοκαθεδρία. Και φτάσαμε στη πρώτη σοβαρή απόπειρα ανασυγκρότησης του ηττημένου χώρου τής λεγόμενης κεντροαριστεράς. Είναι ένα εγχείρημα, που αν πετύχει, θα συνενώσει δυνάμεις που μέχρι χθες ήταν αδύνατο να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Και τότε θα κορυφωθεί η μεγάλη σύγκρουση με την κεντροαριστερά που προσπαθεί να εκπροσωπήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να διατηρήσει τους ψηφοφόρους που προσεταιρίστηκε. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν κατά την ανασύσταση του ηττημένου χώρου θα επικρατήσουν οι παραδοσιακές και συντηρητικές αντιλήψεις του σοσιαλιστικού λαϊκισμού ή οι ειλικρινείς μεταρρυθμιστικές τάσεις. Εκεί θα δοθεί η μάχη, προς το παρόν. Αν από το νέο σχήμα θα προκύψει ένα είδος σοσιαλδημοκρατίας που δεν θα αμφισβητεί πλέον την ελεύθερη οικονομία, όπως στο παρελθόν ή εάν θα προκύψει ένα σχήμα που θα μιλάει την ίδια γλώσσα με το παλιό λαϊκίστικο ΠΑΣΟΚ και τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ.
ΥΓ. Στην αρχή της σχολικής χρονιάς, στο Κολλέγιο Αθηνών, έδιναν το τετράδιο σημειώσεων και μελέτης. Στο οπισθόφυλλο είχε ένα σχόλιο: «Αυτή η επιστολή είναι πιο μακροσκελής απ’ ό,τι έπρεπε, γιατί δεν είχα το χρόνο να την κάνω συντομότερη».
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr