Ο Δημήτρης Ι. Μπρούχος είναι ποιητής, στιχουργός. συγγραφέας και Σύμβουλος Επικοινωνίας
Πόσο μακρινοί μοιάζουν εκείνοι οι επιθετικοί προσδιορισμοί, όπως «τιμημένα», «περήφανα» και πολλά άλλα που μπήκαν ξαφνικά στη ζωή μας μπροστά από καμμιά τριανταπενταριά χρόνια και μας έκαναν να πιστέψουμε, να ελπίσουμε, να ονειρευτούμε…
Ναι… Δικαίωμα στο όνειρο. Μερτικό στο όραμα. Απαίτηση στη ζωή…
Μια ζωή ταλαιπωρημένη, κουρελιασμένη από τις πολλές κακομεταχειρήσεις ,τα πέτρινα χρόνια, τις προδοσίες… Σ έναν κόσμο που οι λίγοι , προνομιούχοι και επιτήδειοι, είχανε φτιάξει για τους πολλούς, ανυποψίαστους και πάντα εύπιστους, τους πάντα γελαστούς και γελασμένους, προκειμένου να τους έχουν υποχείρια(στην πραγματικότητα υποζύγια)για τις δικές τους αγγαρείες.
Ο ΕΞΑΠΑΤΗΜΕΝΟΣ ΕΛΛΗΝ!
Για σκέψου!…Ένας ολόκληρος λαός ,υποταγμένος ΠΑΝΤΑ …
Ένας λαός, που έγραψε στην παγκόσμια ιστορία μερικές από τις λαμπρότερες σελίδες δόξης και ομοθυμίας, αφήνοντας παρακαταθήκη τον «αγώνα τον καλόν» για τα ιερά και τα όσια της Φυλής, ΠΑΝΤΑ ΑΝΥΠΟΤΑΧΤΟΣ απέναντι σε εξωτερικές επιβολές, κινδύνους κι εχθρούς,
ΜΑΣΗΣΕ! Από τη μια το ξεροκόμματο της εργοδοσίας, από την άλλη το ύποπτο χέρι συμπαράστασης του συνδικαλισμού και στο καπάκι… το σύνθημα.
Αυτό, που όπως φαίνεται έκανε δουλειά.
Βλέπετε, όλοι οι άνθρωποι έχουν τις ίδιες ανάγκες: ΨΩΜΙ, ΠΑΙΔΕΙΑ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
ΤΑ ΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ. Τις αξιοπρεπείς συντάξεις και ΟΧΙ ΣΥΝΤΑΞΕΙΣ ΠΕΙΝΑΣ.
Την κοινωνική πρόνοια της ασφάλισης και της νοσηλείας σε ανθρώπινες συνθήκες. Όχι συνθήκες ζώου. Ιδιαίτερα στην Τρίτη ηλικία. ΠΕΡΗΦΑΝΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ…
Τι έχουμε ταϊστεί… ΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ΤΑΪΣΤΕΙ…
Οι τότε τριανταπεντάρηδες,καθισμένοι μαχητικά στο βολάν της ζωής,με τσιτωμένο το γκάζι να πιάσουνε τ όνειρο,μόλις βγήκανε στην ευθεία…ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ. Μετωπικές με νταλίκα.
Χρηματιστήριο, Εκσυγχρονισμός, Δωράκια, Προμήθειες, ΜΙΖΕΣ με μια λέξη. Διαπλοκές, επιπλοκές. « Εμπλοκή, στο μηχανισμό του σύμπαντος. / Απ’ το Φτηνό και το Εφήμερο, που όλο και μας χωρίζει…» (ΕΜΠΛΟΚΗ, από τη συλλογή Ωδίνες της Νύχτας 1993).
Δάνεια κάρτες και μπλόκ επιταγών να ρέουν αφειδώς, σε μια αγορά άτακτη(χωρίς τάξη), νευριασμένη, ανεξέλεγκτη, απροπόνητη μα κυρίως απαίδευτη.
Που της πετάξαν σα φωτοβολίδα ότι ο κάθε μπατιροφιλόδοξος, υπουλομοχθήριος ιδιωτικοανθυποϋπαλληλάκος , μπορούσε να γίνει αφεντικό και το τραγικότερο, ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΖΩΗ ΑΦΕΝΤΙΚΟΥ και να’ μαστε…
Απέλπιδες άσωτοι, στα χέρια της ίδιας στυγνής εργοδοσίας, που για να ισχυροποιηθεί στην εξόντωσή μας, έφερε και ενισχύσεις έξωθεν.
Οι τσέπες μας πια, δεν έχουν περιεχόμενο. Μονάχα ξένα χέρια εγκατεστημένα για την προφύλαξή μας. Ποιός μας φταίει;
Τους ξένους τους φέραμε. Τους νταβατζήδες τους βάλαμε. Τα μούτρα μας τα φάγαμε έτσι κι αλλιώς.
Όταν έπεφταν οι επιδοτήσεις στη βιοτεχνία, αντί να επενδυθούν σε τεχνογνωσία και σε αύξηση παραγωγής, έγιναν ρόλεξ, Μύκονοι και Σαντορίνες, βίλλες, κότερα. Και πάπαλα…
Όταν έπεφταν οι επιδοτήσεις στην αγροτιά, στρογγυλές-στρογγυλές και αφράτες, αντί να γίνουν «πόνος ζωής», επιλογή σποράς και αύξηση καρπού, έγιναν καφενέδες και μπουζούκια και στριπτιζάδικα (η εθνική επένδυση της επαρχίας).
Όλοι ζούσαν από τις επιδοτήσεις. Κορόϊδα ήταν να δουλέψουν;
Νόμιζαν ότι οι «κουτόφραγκοι», τους τα χρωστάγανε και μη ξέροντας πώς να τους τα δώσουν, εφηύραν έναν μηχανισμό (Ε.Ο.Κ.,Ε.Ε.),να τα περάσουνε από κει, για να τους κάνουνε μάγκες. Να αγοράζουνε πανάκριβα αυτοκίνητα, νομίζοντας ότι γίνανε «κάποιοι».
Να βγάζουνε γούστα με τα ψέμματα, κοροϊδεύοντας κι από πάνω.
Η ώρα της αλήθειας όμως, έφτασε. Αυτά που νομίζαμε αφελώς πως μας τα δίνανε τζάμπα, που αν τα επενδύαμε πραγματικά θα μας είχαν αποδώσει σύμφωνα με την επιστήμη της Οικονομίας μέχρι εννέα φορές το κεφάλαιό μας, συνεπώς θα μπορούσαμε να είμαστε τυπικοί απέναντι στις συμβάσεις μας, εμείς… ΑΓΡΟΝ ΑΓΟΡΑΣΑΜΕ και τώρα μας τα ζητάνε πίσω στη νιοστή των ανατοκισμών. Τρίπλες και τα κουρέματα και τα ξυρίσματα!
Υποτιμήσαμε το σύμπαν, το φέραμε στα μέτρα μας και νομίσαμε ότι το κάναμε να κινείται γύρω από τη μιζέρια μας Φεύ!…
Κάλπικα όλα τα… νομίσματά μας.
Οι τράπεζες (αζημίωτες πάντα),το Δ.Ν.Τ., οι πιστωτές μας. Όλοι, πιάσανε τις γωνίες στο καρτέρι μας. Σαν ασυνέτιστα παιδιά, μας δώσανε μια σφαλιάρα και μας πήγαν πίσω. Μόνο που τώρα, δεν είμαστε οι τριαντάρηδες του τότε.
Υφιστάμεθα τη μεγαλύτερη ποινή: Με τη σημερινή μας ηλικιακή, οικογενειακή, επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική κατάσταση, να ατενίζουμε τη ματαιότητα των ψευδαισθήσεων ,των αντικατοπτρισμών, των απομυθοποιήσεων εκείνων των πραγματικά «καίριων» για την εποχή, συνθημάτων.
Μόνο που τον αληθινό ένοχο, τον εαυτό μας, δεν τον έχουμε τιμωρήσει ακόμα.
Που αφεθήκαμε όχι να πιστέψουμε (αυτό το είχαμε έτσι κι αλλιώς ανάγκη) μα να παρασυρθούμε στον κατήφορο της ματαιοδοξίας μας.
Κανείς δεν ήθελε να μας εξαπατήσει. Τότε… Από το … «ιστορικό» εκείνο σημείο.
Εξαπατηθήκαμε από τη βλακεία μας να πιστέψουμε ότι οι ασκοί του Αιόλου ήταν ο φυσικός μας χώρος. Και εξανεμιστήκαμε. Κι αυτοί που δεν ήταν τίποτα και πήρανε σκάρτα το τιμόνι στα λερωμένα τους χέρια στα μέσα της δεκαετίας του 90, μας δώσαν ένα αναρριχητικό (υποτίθεται) σχοινί κι εμείς το κάναμε θηλιά και βρόχο. Αφού δεν ξέραμε από αναρριχήσεις. Δεν προσέχαμε, δεν ρωτήσαμε, δεν μάθαμε. Ξενόδουλοι αυτοί, εθελόδουλοι εμείς, τα βρήκαμε.
Θα μπορούσαν όλα να ήταν αλλιώς .Την ευκαιρία την είχαμε.
Τώρα,(γιατί ποτέ δεν είναι αργά),μετά από μια παρατεταμένη περίοδο διακοπών κοντά είκοσι χρόνων, έχοντας διασπαθίσει αλόγιστα ένα βιός που δεν μας ανήκε, έχοντας κατασπαταλήσει φορτία ολόκληρα ζωτικής ενέργειας που δεν την καταστήσαμε δημιουργική κι εποικοδομητική, με το ύφος του Παπαναστασίου στη διαφήμιση «ο …εισαγόμενος, για το επίδομα ανεργίας», ας γυρίσει ο καθένας στο θρανίο του κι ας αναπτύξει το θέμα μιας έκθεσης ιδεών, που φοβάμαι ότι για πάρα πολλά χρόνια θα μας περιγράφει και θα μας καθορίζει:
« ΤΑΠΕΙΝΩΜΕΝΑ ΓΗΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΕΡΗΜΑ ΜΟΥ ΝΙΑΤΑ…»