Θυμάται ακόμα τα λόγια της δασκάλας του… «μην κοιτάζεις το βουνό. Δες την διαδρομή βήμα-βήμα. Έτσι θα φτάσεις πιο εύκολα και όσο πιο ανώδυνα γίνεται στο τέλος του βιβλίου…» Λόγια γεμάτα σοφία και αγάπη, τον ακολουθούσαν, ακόμα σχεδόν σε καθημερινή βάση. Με αυτά τα λόγια ξεπέρασε πολλά εμπόδια στη ζωή του και κατέκτησε ακόμα και τα πιο άπιαστα όνειρα του! Υπάρχουν βέβαια, στιγμές που θολώνει τόσο πολύ, που δεν μπορεί να σκεφτεί ούτε καν αυτά τα μαγικά λόγια. Είναι εκείνες οι ώρες που το θηρίο ξυπνάει μέσα του και ξεχνάει τα πάντα. Ένα πράγμα μπορεί μόνο να τον ηρεμήσει…
Όταν όμως, το θηρίο ηρεμεί κάπως, τα λόγια αυτά έρχονται σαν βάλσαμο να απαλύνουν τον πόνο. Σφίγγει τα δόντια σηκώνει ψηλά το κεφάλι και κάνει ξανά το πρώτο βήμα…
Πολλά βράδια είχε περάσει σε εκείνον τον κήπο με τις λεμονιές. Να μετράει τις ώρες, τις στιγμές, να κάνει όνειρα, να ζωγραφίζει τις σκέψεις του με το πιο λευκό χρώμα που υπάρχει. Βράδια χειμώνα, βράδια της άνοιξης και του καλοκαιριού. Πάντοτε στην ίδια θέση. Άνθρωπος της συνήθειας. Μιας συνήθειας αλλιώτικης όμως, όχι από αυτές τις συνηθισμένες που γίνονται βραχνάς.
Όλα εκείνα τα βράδια που πέρασαν στην ίδια θέση, έκανε πολλές σκέψεις. Σκέψεις αλλόκοτες, σκέψεις παρορμητικές, σκέψεις παρωχημένες. Σκέψεις όμορφες, γεμάτες λουλούδια και αρώματα λεμοναθνού. Σκέψεις πλημμυρισμένες από θάλασσες, αλλά και σκέψεις γεμάτες από το άρωμα των δέντρων μετά τη βροχή.
Όσες σκέψεις όμως και να έκανε, τίποτα δεν μπορούσε να νικήσει την καρδιά του. Γιατί η καρδιά του ήταν αυτή που πάντοτε νικούσε κάθε σκέψη λογική. Δεν τον είχε διαψεύσει ποτέ. Ακόμα κι αν οι επιλογές της καρδιάς του, τον οδηγούσαν στον πόνο.
Εκείνα τα ατελείωτα βράδια λοιπόν, στον κήπο με τις λεμονιές, δεν υπήρχε τίποτα να απαλύνει τον πόνο του. Μόνος με τις σκέψεις της καρδιάς, να παλεύει με τον ίδιο του τον εαυτό. Τίποτα δεν μπορούσε να απαλύνει την καρδιά που αιμορραγούσε. Και πέρασαν κι άλλες νύχτες, κι άλλες ατελείωτες στιγμές. Ο κήπος του ήταν η συντροφιά του. Κάθε βράδυ να ακούει το ίδιο κλάμα και κάπου-κάπου εκείνο το υπέροχο όνομα που ήταν σαν να βγήκε από παραμύθι, με ιππότες σε άσπρα άλογα και πριγκίπισσες.
Κάποιο βράδυ, το κλάμα διαδέκτηκε μία γλυκιά μελαγχολία. Θα μου πείτε τώρα, πως γίνεται η μελαγχολία να είναι γλυκιά; Κι όμως…
Έτσι ένιωθε. Ένα μικρό, δειλό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του και το θηρίο μέσα του κοιμήθηκε. Δεν είχε αλλάξει κάτι. Ήταν στην ίδια θέση, όπως κάθε βράδυ, στον κήπο με τις λεμονιές. Το μυαλό καθαρό πια, ήταν έτοιμο να δεχτεί αυτό που πρόσταζε η καρδιά του, τα πιο απόκρυφα λόγια που δεν μπορούσε καν να ξεστομίσει, όχι από ντροπή, αλλά γιατί ήθελε να τα κρατήσει μόνο για εκείνον.
Όσο πόνο κι αν ένιωσε. Όσο κι αν σκίστηκε η καρδιά του σε χίλια κομμάτια. Για ένα ήταν σίγουρος. Δεν μετάνιωσε! Δεν μετάνιωσε για όσα έζησε. Για όσα επέτρεψε, για όσα αναγκάστηκε, για όσα ήρθαν. Δεν μετάνιωσε για όσα έκανε, γιατί ήταν από αγάπη. Και φυσικά, δεν μετάνιωσε ποτέ για τα λόγια που είπε. Γιατί ήταν λόγια καρδιάς, αληθινά, παντοτινά. Και για αυτό ήταν απόλυτα σίγουρος. Γιατί αν δεν ήταν αληθινά τα λόγια του δεν θα τα έλεγε ποτέ. Προτιμά τη σιωπή, από το να μιλήσει με λόγια του αέρα. Μία εικόνα λένε είναι χίλιες λέξεις, αλλά μια εικόνα κρύβει όλη την αλήθεια. Τα λόγια όμως δύσκολα. Για αυτό και δεν μετάνιωσε κυρίως για αυτά!
Μύρισε άνοιξη ξανά στον κήπο με τις λεμονιές από εκείνο το βράδυ. Όλα ήταν διαφορετικά, κι ας μην είχε αλλάξει τίποτα. Εκείνος στην ίδια θέση να μυρίζει τους λεμονανθούς και να είναι σίγουρος για όλα πια, μα πιο πολύ για την αγάπη που είχε στην καρδιά του.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr