Ψάχνοντας ένα στίχο, ένα ποίημα ακόμα και μια ζωή μέσα σε αυτόν τον κίτρινο και ξερό κάμπο, αντίκρυσα εσένα.
Μια ζωή μισή, σχεδόν πεθαμένη και μόνη. Να κείτεσαι στο ξυσμένο παλούκι γιομάτο πτηνά και φτέρες στο αέρα.
Χωρίς να μιλάς, χωρίς να κοιτάς, δίχως δάκρυα και αίμα.
Και όμως στάθηκες εκεί που τώρα θυμίζει θάλασσά και αλμύρα. Σε κοιτώ και η μορφή σου παίρνει χρώμα, εικόνα δανεική από κάποιον άλλο.
Μια στιγμή γίνεσαι φωτιά, μια στιγμή Γη και την άλλη απλά υπάρχεις κόντρα στον άνεμο και την λογική μου.