Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Στο γέρμα της ζωής, της Άννας Δεληγιάννη-Τσιουλπά

annaDeligiannitsioulpa.jpg
Spread the love

annaDeligiannitsioulpa.jpg

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά  

 

 

 

 

 

 

 

monaxia_2.jpg

 

 

Πρώτη εικόνα του πατρικού σπιτιού σαν το αντίκρισα ύστερα από τριάντα ακριβώς χρόνια. Η πρώτη εικόνα, γέμισε τα μάτια μου δάκρυα που περίσσεψαν ,κι άρχισαν να κατηφορίζουν στα μάγουλα. Ένιωθα να μου καίνε το λαιμό, έφτασαν στο στήθος, όπου μια καρδιά κρυμμένη κτυπούσε τόσο δυνατά, που στο μέσα του αυτιού μου αισθανόμουν τις «τυμπανοκρουσίες» της !

Το πατρικό μου σπίτι, με τις φωλιές των χελιδονιών, σημάδια της ελπίδας, με τα φρεσκοβαμμένα παραθυρόφυλλα –για τον ερχομό του «ξένου»-και μια λιγνή φιγούρα,που  κάτι κατάλαβε να συμβαίνει στον ανηφορικό δρόμο και κοίταζε επίμονα, κατεβάζοντας ελαφρώς τη μαντήλα, και σκιάζοντας με τα χέρια της τα μάτια, για να διακρίνει καλύτερα τον επισκέπτη.

Στα σχοινιά ανέμιζαν τα σεντόνια, άσπρα σαν το γάλα,  εικόνες απ’ το παρελθόν, αφού πάντα μ’ εντυπωσίαζε το πάλλευκο των ρούχων, έτσι όπως τα καταχτούσε ο ήλιος και τα στέγνωνε ο θριαμβευτής, με τις ακτίνες του.

 

Η θλίψη όλο και μεγαλώνει, τρικυμισμένη θάλασσα τα σωθικά μου, που είμαι εξήντα πέντε, με παιδιά και εγγόνια και ακούω στο άνοιγμα τού παραθυρόφυλλου τη λέξη, «γιε μου!».

Θα τη συναντήσω στην πόρτα, όπου έρχεται να με προϋπαντήσει! Μόνο τη μάνα, όχι τον πατέρα, που εδώ και δέκα περίπου χρόνια, αποδήμησε, κουρασμένος από την αναμονή του ξενιτεμένου, που δεν έβρισκε χρόνο να γυρίσει και όλο ανέβαλε το ταξίδι.

Αλλά βλέπετε ο χρόνος δεν περιμένει . Είναι τυχαίο που επινόησαν τη μέτρησή του! Ο χρόνος αδυσώπητος, αποτελεί κανονιστικό παράγοντα των πάντων! Γι αυτό και τα ρολόγια! Ποτέ μου δε θα χωνέψω την επιμονή τους να ταράζουν την ησυχία μας και να μας προκαλούν σ’ ένα φρενιασμένο, πολλές φορές, τρέξιμο.

Δέκα βήματα θα με φέρουν στην αγκαλιά της, για ν’ ακουμπήσω, ξανά στο μουράγιο, να αισθανθώ παιδί, που στην αγκαλιά της μάνας δεν μεγαλώνει ποτέ, επιθυμώντας ησυχία, προστασία, στοργή και άδολη αγάπη.

Και να η εικόνα, που δε θα ξεχάσω ποτέ, ως το θάνατο! Αργόσυρτο βήμα, ανοιχτά χέρια, άσπρα μαλλιά μέσα σε μαύρο μαντήλι, μαύρα ρούχα, χοντρά στο κατακαλόκαιρο για να ζεσταίνουν το λιπόσαρκο κορμί και μάτια θολά από το βουβό κλάμα. Την αγκάλιασα, χώθηκα στο λαιμό της, με τους λυγμούς να έχουν την τιμητική τους, πριν ανοίξω το στόμα μου και φωνάξω: μάναα, πόσο σε στερήθηκα στ’ αλήθεια!

Δεν πέρασε μέρα που να μη σε θυμηθώ, να μη σε φανταστώ, δεν πέρασε μέρα χωρίς την παρουσία σου!

Δεν άκουγα, πέρα από τα αναφιλητά τίποτα. Την πήρα σχεδόν στα χέρια μου και μπήκαμε στο σπίτι. Η σπιτική μυρωδιά, ίδια όπως και τότε, με υποδέχεται . Κάτι καταλαγιάζει μέσα μου, κάπως ηρεμεί το αγριεμένο κύμα που χτυπά τα σωθικά μου. Ένα κουβάρι τα σπλάχνα μου, περίμεναν μερικές βαθιές ανάσες ανακούφισης,να χαλαρώσουν να ξετυλιχτούν και να έρθει σε λογαριασμό το σώμα μου με το μυαλό μου .

Ένα γιατί, ανέβηκε στα χείλη της. Γιατί έφυγα, γιατί άργησα να απαντήσω για το πώς περνούσα, γιατί παντρεύτηκα μια ξένη, γιατί δεν ήρθα στο θάνατο του πατέρα μου, γιατί δεν έφερα και κάποιο παιδί μαζί μου!

Μια κίνηση του χεριού της, βοήθησε να καθαρίσουν τα πράσινα μάτια, που στα ογδόντα οκτώ της χρόνια δεν ξεθώριασαν. Τα σεβάστηκε κι αυτός ακόμα ο «καταρράκτης» και τα άφησε ανέγγιχτα, για να θωρούν τις στράτες του ερχομού του μοναχογιού της!

Σαν άρχισε να μου μιλάει, σταματημό δεν είχε και τελειωμό δεν έβρισκες στις κουβέντες που άνοιγε, καθώς η μια έφερε μέσα της την άλλη! Δέκα χρόνια παλεύει με τον εαυτό της, ρωτά και παίρνει, αν παίρνει, απαντήσεις όπως εκείνη θέλει. Την ακούω να λέει: απάνω μου καρφωμένη η πίκρα, η μοναξιά, η εγκατάλειψη, ένα άδειο κουτί το κεφάλι μου…

 

Γιε μου, όσες φορές έκλεινα την πόρτα, νόμιζα πως άφηνα απ’έξω εσένα, να τρέχεις στη βροχή και στον αέρα να προλάβεις τις επιταγές της ζωής! Η απουσία σου, πιο πολύ από κάθε άλλη, σε βάραθρο απύθμενο με έριξε, ένας χειμώνας στην καρδιά μου, που παλεύει χρόνια τώρα να αντέξει το χωρισμό.

 

Στο γέρμα της ζωής, όλα φωλιάζουν στα μάτια μου, κι ο θάνατος έγινε καθημερινός επισκέπτης του μυαλού μου. Τα όνειρα άγρια και βίαια, μου στερούν κι αυτόν τον λίγο ύπνο.  Ήρθες, μα τι μπορώ να κάνω για να σε ευχαριστήσω έτσι, όπως εγώ θέλω; Θέλω να ζήσω κι άλλο να σε χαρώ, να καταλάβω γιατί ήρθα στον κόσμο και γιατί κάποια στιγμή πρέπει να φύγω, όπως έφυγαν κι άλλοι όπως έφυγε, πικραμένος, ο πατέρας σου!

Ο πατέρας μου! Ελαφρύ σκοτάδι, κοιμόμουνα και δε κοιμόμουνα όταν τον είδα μπροστά μου, καβάλα σ’ ένα μαύρο άλογο! Το ζεστό του χνώτο ζέστανε το παγωμένο μου χέρι, την ώρα που κατάπληκτος έκανα να ακουμπήσω το χαλινάρι, για να τον βοηθήσω να κατέβει. Μάταια. Λάδι στην πληγή μου η παρουσία του, άσβηστη φωτιά η απουσία του!

 

«Ήρθα να σε δω, δεν έχω χρόνο με περιμένουν και το άλογο είναι δανεικό για να έρθω και να φύγω γρήγορα» . Σιωπή κάλυψε τα πάντα. Εκείνος χάθηκε κι εγώ ξύπνησα για να ξεδιαλύνω το όνειρο που τελικά, το ξεκαθάρισε το πρωινό, κακό μαντάτο!

Τότε ανέβηκε ο νόστος, κόμπος να με πνίξει και έταξα στον εαυτό μου να έρθω εδώ, να δω έστω τη μάνα, πριν να είναι αργά .

-Αχ γιε μου, γεράκι η ξενιτιά, σου παίρνει τη μπουκιά από το στόμα, φαρμάκι που σου φαρμακώνει το φαΐ, καμιά νοστιμιά, μόνο η συνήθεια να τρως, καμιά ευχαρίστηση. Όλα πικρά και το στόμα γίνεται στυφό σαν την ψιθυρίζουν τα χείλη.

-Τι να πω. Σαν το σπίτι έχει έναν πόνο -έχεις δίκιο μάνα-η ευτυχία περνάει απέξω, το φως φέγγει και δε φωτίζει την αυλή σου και στα σκοτάδια περπατάς για να ‘βρεις το παιδί σου!

 

-Θυμάμαι γιε μου την αυγή, καλά πριν ξημερώσει, σκαρφαλωμένο στη μουριά, δε σε χωρούσε η στρώση.

 

Εκείνη ήταν το πλοίο σου, εκεί το όνειρό σου να πας στα ξένα μακριά να πας για το… καλό σoυ!

 

-Τριαντάφυλλο αμύριστο η ξενιτειά, παλάτια στην άμμο τα όνειρά μου, λευκή σελίδα η ζωή μου, άγονο χώμα η προκοπή μου!

Έφτασα στο τρίτο φύλλο. Στέκομαι για να σκεφτώ !

 

Η δυστυχία να αφήνεται νηστική. Ας ταΐζουμε την ευτυχία!

 

[iframe width=”420″ height=”315″ src=”https://www.youtube.com/embed/7W0790f3XaU” frameborder=”0″ allowfullscreen ]
SHARE
RELATED POSTS
Δημήτρης Κατσούλας
Στο νοσοκομείο, του Δημήτρη Κατσούλα
Να γιατί έγινα γιατρός, του Γιάννη Στουραΐτη
Μπίχλα-μαν, ο σουπερήρωας των Εξαχρείων, του Κωστή Α. Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.