Ο Στέφανος Τσιτσόπουλος, ένας από τους σπουδαίους λογοτέχνες του καιρού μας.
Διαβάζω τα κείμενά του με προσοχή, είτε το θέμα που πραγματεύονται μ’ ενδιαφέρει είτε όχι, επειδή ο Τσιτσόπουλος είναι ένας από τα σπάνια πια άτομα του παρεξηγημένου είδους του χρονογράφου. Γράφει για την εποχή του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ανεξαρτήτως θέματος, έχει πάντα ενδιαφέρον επειδή τέτοια είναι η υφή της γραφής του, γράφει σε άψογα ελληνικά και με πάθος, νοιάζεται γι αυτό που γράφει και σε κάνει να το νιώθεις.
Τελευταία έχει πάθει κάτι με τον Θεσσαλονικιό πεζογράφο Γιώργο Ιωάννου, ο οποίος είναι γενικά παραδεκτός ως ένας από τους σημαντικούς συγγραφείς του αιώνα μας, κι ο Στέφανος τον αναφέρει, τον επανεκτιμά και τον τιμά συχνά, και πολύ καλά κάνει. Και σκεφτόμουν ότι ο Γιώργος Ιωάννου είναι 30 χρόνια πεθαμένος, και όλες οι δάφνες δεν του κάνουν και κανένα καλό, του ιδίου προσωπικώς εννοώ. Σκεφτόμουν επίσης (σιγά μην κάψεις καμμιά φλάντζα!) ότι γενικώς έχουμε την τάση να δικαιώνουμε τους τεθνεώτες και να μη δίνουμε σημασία στα κεφάλαια που ζουν ανάμεσά μας. Ισως φταίει η υπερβολική οικειότητα : ο ζωντανός, ολοζώντανος Τσιτσόπουλος με τον οποίον συναντόμαστε σε βόλτες και μιλάμε στο τηλέφωνο και είμαστε και λίγο φίλοι, δε μπορεί να συγκριθεί με τις θρυλικές διαστάσεις που έχουμε προσδώσει στα πεθαμένα εικονίσματα του παρελθόντος.
Κι όμως, ο Στέφανος Τσιτσόπουλος είναι ένας σπουδαίος λογοτέχνης, με όλη την έννοια του όρου, ότι δίνει στο λόγο του διαστάσεις τέχνης και τεχνουργεί με αυτόν. Κι ας υπηρετεί ένα είδος λογοτεχνίας, το χρονογράφημα, που είναι από τη φύση του εφήμερο και προιόν του καιρού του, άρα «επικίνδυνο» να θεωρηθεί ξεπερασμένο σε λίγα χρόνια. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι φτιάχνει τέχνη, γλώσσα, λέξεις, εκφράσεις, παίρνει θέση χωρίς να νοιαστεί ποιόν θα ευχαριστήσει, και γράφει γι αυτά που τον πονάνε, για τη Θεσσαλονίκη, για την καθημερινή πολιτική, για τη μουσική, τις τέχνες. Σημασία έχει ότι γράφει ωραία, εμπνευσμένα, με πάθος. Ακόμη κι όταν επαινεί τον εμετό το Morrissey (κανείς δεν είναι τέλειος!) δε μπορείς να μην παραδεχτείς ότι γράφει από την καρδιά του, κι αυτό είναι πολύ σπάνιο στην εποχή των δημοσίων σχέσεων, των σκοπιμοτήτων και της αλληλογλυφοκωλίασης.
Συμβουλή μου είναι να τον εκτιμήσουμε, να τον διαβάσουμε, να του αποδώσουμε την προσήκουσα αξία τώρα, που είναι ανάμεσά μας, που είναι ζωντανός και μπορεί να το χαρεί.
Ο Στέφανος Τσιτσόπουλος έχει εκδώσει τη συλλογή αφηγημάτων «Flaneur», τέσσερα ημερολόγια με συλλογές κειμένων του, ενώ αρθογραφεί τακτικότατα στην εφημερίδα Athens Voice και στο περιοδικό Soul το οποίο διευθύνει.
3 Σχόλια
το να αλληλολιβανίζεστε παραπέμπει σε συμπεριφορά κλίκας αλλά άσχημο είναι να νομίζετε και το ότι αυτό δεν το καταλαβαίνουν οι “χωρικοί” της Θεσσαλονίκης. Τι σημαίνει “να του αποδώσουμε την προσήκουσα αξία τώρα, που είναι ανάμεσά μας, που είναι ζωντανός και μπορεί να το χαρεί”? Έτσι κερδίζεται ο τίτλος του “σπουδαίου λογοτέχνη”?
Πόσο πολύ μπορεί να διαφωνώ μαζί σου πάνω στο συγκεκριμένο θέμα ….. και ξέρεις πως αυτό δεν γίνεται συχνά.
το γνωρίζω το soul, πραγματικά πολύ καλή έκδοση