Σκηνοθετώντας το έργο του Ζωρζ Φεϋντώ
«Γουρούνι στο σακί»
για το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης
τους ρόλους ερμηνεύουν: Δημήτρης Πιατάς, Θανάσης Τσαλταμπάσης, Αλεξάνδρα Παλαιολόγου, Γιώργος Γιαννόπουλος, Μαρία Γεωργιάδου, Δήμητρα Σιγάλα, Γιάννης Δρακόπουλος, Βασίλης Πουλάκος.
μετάφραση Έρσης Βασιλικιώτη, σκηνογραφία Αντώνη Χαλκιά, κοστούμια Βάλιας Μαργαρίτη και βοηθός σκηνοθέτη Έλια Βεργανελάκη
Αν ένας σημερινός θεατής παρακολουθούσε ένα έργο του Φεϋντώ στις παρισινές αίθουσες της εποχής του, μάλλον θα απογοητεύονταν. Οι υποκριτικοί κώδικες, αλλά και συνολικά η θεατρική έκφραση έχει αλλάξει πολύ από τότε. Τα ήθη που η φάρσα εκείνης της εποχής σατίριζε έχουν αλλάξει κι αυτά. Η απιστία και το φλερτ έχουν περάσει από σαράντα κύματα και σε τίποτα δε θυμίζουν τα καμώματα των αστών στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.
Τι είναι όμως αυτό που κάνει τον Φεϋντώ να επιβιώνει μέχρι σήμερα; Πρώτα απ’ όλα είναι το αστείρευτο χιούμορ του, όπως αυτό αναδύεται με αιφνιδιαστικό τρόπο, από πανέξυπνες ατάκες. Έπειτα είναι η αντοχή του πανάρχαιου κώδικα της φάρσας. Ένας κώδικας που για αιώνες ήξερε να προσαρμόζεται στις κοινωνίες που άλλαζαν. Ένας κώδικας που πέρασε από τις χοντρές μπουφόνικες πλάκες στις εξεζητημένες παγίδες που στήνονται σε ιστορίες με παρεξηγήσεις. Η παρεξήγηση είναι το πολύτιμο, δοκιμασμένο θεατρικό εργαλείο που κάνει, το καθένα από τα πρόσωπα των έργων, να ακολουθεί τη δική του αλήθεια, με αποτέλεσμα οι σχέσεις να μπερδεύονται και να προκαλούν το αβίαστο γέλιο. Κι αυτό όχι γιατί τα πρόσωπα είναι ανόητα, αλλά γιατί η ιστορία στήνεται με τέτοιο τρόπο ώστε το καθένα να έχει λειψές πληροφορίες κι έτσι σε καμιά στιγμή και κανείς από τους χαρακτήρες να μην έχει πρόσβαση σε όλη την αλήθεια.
Αρκεί όμως το χιούμορ και οι παρεξηγήσεις της φάρσας να δικαιολογήσουν την αντοχή του Φεϋντώ; Από διαβολική σύμπτωση ο Φεϋντώ έφυγε από τη ζωή λίγα χρόνια πριν ο σουρεαλισμός κάνει την εμφάνιση του στη σκηνή της ανθρώπινης σκέψης. Και ο σουρεαλισμός ήταν αυτός που μας βοήθησε μετέπειτα να εξοικειωθούμε με το παράλογο, την άλλη όψη της ζωής. Μπορεί ο Φεϋντώ να έφυγε νωρίτερα, αλλά ο σουρεαλισμός και το παράλογο, με έναν περίεργο τρόπο, πηγαινοέρχεται μέσα στις αρτηρίες των έργων του.
Δεν έχει νόημα να ανεβαίνουν τα έργα του Φεϋντώ στην εποχή μας, αν δεν εκμεταλλευτούμε όλα αυτά που έχουν κερδηθεί από την εποχή του μέχρι σήμερα. Δεν έχει νόημα να ανεβαίνουν τα έργα του Φεϋντώ χωρίς να λάβουμε υπ’ όψη μας πώς τα υλικά της φάρσας διέσχισαν και επηρεάστηκαν από τον 20ο αιώνα ή πώς το παράλογο, μετά από περιπέτειες, έγινε κομμάτι της ζωής μας. «Δεν καταλαβαίνω τίποτα», αναφωνεί ο χαρακτήρας του Ντυφωσσέ, όταν πια όλα έχουν γίνει ακατανόητα για όλους. Κι ενώ ο θεατής έχει παρακολουθήσει μια απολύτως ρεαλιστική αφήγηση και ξέρει τα πάντα, οι χαρακτήρες – ο καθένας με τη λειψή του πληροφόρηση και κάτω από την επήρεια λογικών συμπτώσεων – ταξιδεύουν σ’ έναν σουρεαλιστικό κόσμο. Έχουν φτάσει σ’ εκείνο το σύνορο όπου συγκατοικούν το λογικό και το παράλογο. Εκεί όπου συνομιλούν ο ρεαλισμός με τον σουρεαλισμό. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στη πραγματική ζωή. Όλα αυτά θα ήταν αδύνατο να συζητηθούν την εποχή του Φεϋντώ, απλά γιατί θα έλειπαν τα εκατό χρόνια που εμείς έχουμε πλέον στη φαρέτρα μας. Εκατό χρόνια, γεμάτα εμπειρίες, σκέψεις και ανακαλύψεις.
Είναι προφανές ότι στην παράσταση μας έχουμε παρακάμψει όλες τις ηθογραφικές λεπτομέρειες, που δεν είναι και λίγες μέσα στο έργο. Προσπεράσαμε όλα τα εξειδικευμένα αστεία που απευθύνονταν στο γαλλικό κοινό εκείνης της εποχής. Κι έτσι το «Γουρούνι στο σακί» έγινε ένα έργο της δικής μας εποχής.
Και στο ρουτινιάρικο ερώτημα «τι έχει να πει το έργο στο σύγχρονο κοινό», απαντάμε ότι «ποτέ δεν μας απασχόλησε αυτό το ερώτημα». Απλά γιατί δε μας αφορά η διδακτικομανία που παραδέρνει τη τέχνη στην εποχή μας. Δε μας αφορά η σφοδρή ανάγκη που κυριαρχεί στο σύγχρονο θέατρο και αναγκάζει τις παραστάσεις να προβάλλουν περισπούδαστα διδάγματα. Δε μας αφορά η αυστηρή επιταγή που επιβάλλει στα έργα τέχνης να στοχεύουν σε δήθεν υψηλή κριτική της κοινωνίας. Μια κριτική που δεν είναι κριτική, αλλά σχεδόν πάντα καταλήγει σε κοινότυπους και ανούσιους ηθικούς αφορισμούς. Δε μας αφορά η ανάγκη για βίαιο εκσυγχρονισμό των θεατρικών έργων, προκειμένου να τα στριμώξουμε σε στερεότυπες μεγαλοστομίες και προκατασκευασμένες ηθικολογίες.
Ίσως γιατί δεν έχουμε ξεχάσει ότι η τέχνη δεν είναι ταγμένη να μας διδάσκει για το πώς θα έπρεπε να είναι οι κοινωνίες και η ανθρώπινη συμπεριφορά. Ότι δεν είναι καθήκον της να προπαγανδίζει την ειρήνη ή άλλες ανθρώπινες αξίες. Η τέχνη δεν οφείλει να προπαγανδίζει απολύτως τίποτα. Η τέχνη ζει και αναπνέει όταν δραπετεύει από προκατασκευασμένες και χιλιοειπωμένες αλήθειες. Εμφανίζεται – όπως λέει και ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος – «όταν αναδεικνύει πράγματα που μας βρίσκουν στη ζωή χωρίς καν να τα αντιληφθούμε». Η τέχνη υπάρχει όταν καταφέρνει να διατυπώνει ενδιαφέροντες υπαινιγμούς για την ανθρώπινη περιπέτεια. Όταν περιπλανιέται στις παράξενες αντιφάσεις των ανθρώπων, παρατηρώντας και ξεδιαλέγοντας συμπεριφορές και σχέσεις. Υπάρχει για να μας αιφνιδιάζει. Υπάρχει όταν μας συγκινεί ή μας κάνει να γελάμε με ότι στη πραγματική ζωή δε το προσέξαμε ή δε του δώσαμε σημασία. Υπάρχει όταν μας αφηγείται ενδιαφέρουσες ιστορίες με το δικό της τρόπο. Υπάρχει όταν γίνεται απολαυστική, αντί να μας κουνάει το δάκτυλο. Υπάρχει όταν απορεί για τη ζωή κι όχι όταν τα ξέρει όλα.
Ο Σόλων το είπε στο Λουκά («Εκείνος κι εκείνος» του Κ. Μουρσελά): «Απαντήσεις έχω πολλές, ερωτήματα δυσκολεύομαι να βρω».
Και μπορεί να θαυμάζουμε τον Μπρεχτ, αλλά κανείς δε θυμάται μια πολύτιμη σκέψη του: «Κάτω απ’ το οικείο ανακαλύψτε το παράδοξο. Κάτω από το καθημερινό ξεσκεπάστε το ανεξήγητο»
Γιάννης Καραχισαρίδης
Σκηνοθέτης-Οικονομολόγος, τ. Καλλιτεχνικός Διευθυντής ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κοζάνης
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr