Ο λόγος για την πρωθυπουργό της Σρι Λάνκα (Κεϋλάνης), την πρώτη γυναίκα πρωθυπουργό στον κόσμο και ηγέτιδα του Κόμματος της Ελευθερίας, η οποία μάλιστα έφερε τον τίτλο τρείς φορές(1960-1965, 1970-1975 και 1994-2000).
Η Μπαταρανάικε γεννήθηκε το 1916 ως Σιριμάβο Ρατουάτε στην πόλη Ρατναπούρα, όταν η Κεϋλάνη ήταν ακόμη βρετανική αποικία και ήταν το μεγαλύτερο από τα έξι παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας της ήταν μέλος του Συμβουλίου του Κράτους και Γερουσιαστής της Κεϋλάνης. Η ίδια ήταν βουδίστρια.
Το 1940 παντρεύτηκε τον Σόλομον Μπαταρανάικε, υπουργό τότε της αποικιακής κυβέρνησης.
Ο Σόλομον ήταν μεταξύ των ιδρυτικών μελών του Ενωμένου Εθνικού Κόμματος το 1946, από το οποίο αργότερα παραιτήθηκε και το 1951 ίδρυσε το κεντροαριστερό Κόμμα για την Ελευθερία της Κεϋλάνης. Το 1956 εξελέγη πρωθυπουργός της Κεϋλάνης – ο τέταρτος μετά την ανεξαρτησία της χώρας το 1948 – επι κεφαλής μιας κυβέρνησης συνασπισμού αριστερών κομμάτων.
Παρέμεινε πρωθυπουργός μέχρι τη δολοφονία του στις 26 Σεπτεμβρίου 1959 στο μπαλκόνι του σπιτιού. Τον σκότωσε ένας βουδιστής μοναχός, που επιθυμούσε να εξοντώσει «ένα φίλο του κομμουνισμού», δηλαδή, έναν άνθρωπο που περιφρονεί τη θρησκεία. Ο δολοφόνος του, που ονομαζόταν Ταλντούε Σομαράμα, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Λίγες ημέρες πριν εκτελεστεί η θανατική ποινή, που τού είχε επιβληθεί, τον Ιούλιο του 1962, αυτοκτόνησε στο κελί του, έχοντας προηγουμένως ασπαστεί το Χριστιανισμό…
Η Σιριμάβο εξελέγη πρόεδρος του Κόμματος της Ελευθερίας και συμμετείχε για πρώτη φορά στις εκλογές του Μαρτίου 1960. Κανένα κόμμα δεν πήρε πλειοψηφία και οι εκλογές επαναλήφθηκαν στις 20 Ιουλίου του ίδιου έτους.
Αν και το Κόμμα της Ελευθερίας ήρθε δεύτερο στα ποσοστά (33,2% έναντι 37,2% του Ενωμένου Εθνικού Κόμματος), κατάφερε, εξ αιτίας του ισχύοντος εκλογικού νόμου να πάρει υπερδιπλάσιο αριθμό εδρών ( 75 έναντι 30) και να σχηματίσει τελικά κυβέρνηση σε συνεργασία με το μικρότερο κομμουνιστικό κόμμα.
Έτσι, η Σιριμάβο Μπανταρανάικε ορκίστηκε πρωθυπουργός της Κεϋλάνης την επόμενη μέρα, γράφοντας ιστορία ως η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός του κόσμου, κάτι που η ίδια δεν είχε φαναταστεί μέχρι την δολοφονία του συζύγου της.
Σε κάποια ομιλία της, στα πλαίσια συγκέντρωσης γυναικών στις 16 Ιουνίου 1958, όταν ο σύζυγος της ήταν ήδη πρόεδρος της κυβέρνησης της χώρας, είχε τονίσει μεταξύ άλλων:
«Γνωρίζοντας τώρα τη μεγάλη ευθύνη που συνεπάγεται το αξίωμα του πρωθυπουργού, ποτέ δεν θα αποδεχόμουν παρόμοιο λειτούργημα».
Άλλωστε, μέχρι την εκλογή του συζύγου της το 1953, η Σιριμάβο Μπανταρανάικε απέφυγε κάθε δημοσιότητα, ενώ στη συνέχεια, ως «κυρία πρωθυπουργού» ασχολήθηκε με κοινωνικά θέματα, και κυρίως με την προστασία των άπορων γυναικών.
Αμέσως μετά την εκλογή της ακούστηκαν διάφορα υποτιμητικά σχόλια από την πλευρά της αντιπολίτευσης, που την αποκαλούσε «η κλαίουσα χήρα». Αυτό έγινε επειδή η Σιριμάβο χρησιμοποιούσε πολύ έντονα το συναισθηματισμό για να πάρει τον κόσμο με το μέρος της, ξεσπώντας συχνά σε κλάματα και λέγοντας ότι επιθυμούσε να συνεχίσει το έργο του συζύγου της.
Ωστόσο, η Σιριμάβο ή «κυρία Μπι», όπως άρχισαν να την αποκαλούν, προκάλεσε αντιδράσεις για την ενθάρρυνση της βουδιστικής θρησκείας και των σιναλέζικων παραδόσεων, καθώς και για την απόφαση της να ορίσει τη Σινάλα ως επίσημη γλώσσα της Κεϋλάνης, προκαλώντας την εξέγερση της μειονότητας των Ταμίλ ( μέχρι τότε επίσημη γλώσσα της χώρας ήταν τα αγγλικά).
Αν και έχασε τις εκλογές του 1965, η Μπανταρανάικε επανήλθε θριαμβευτικά με τις εκλογές της 27ης Μαΐου 1970. Άλλαξε την ονομασία της χώρας σε Σρι Λάνκα δυο χρόνια αργότερα, άσκησε δυναμική εξωτερική πολιτική στα πλαίσια των Αδεσμεύτων Κρατών, ενώ, στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, άρχισε σταδιακά να μετατοπίζεται προς το κέντρο.
Το 1977 έχασε και πάλι τις εκλογές, ενώ τρία χρόνια αργότερα κατηγορήθηκε για καταχρηστική άσκηση εξουσίας, επειδή οι εκλογές είχαν διεξαχθεί με δύο χρόνια καθυστέρηση, και της αφαιρέθηκαν τα πολιτικά δικαιώματα για επτά χρόνια.
Το 1994, η κόρη της, Τσαντρίγκα Κουμαρατούνγκα, εξελέγη αρχικά πρωθυπουργός και τρεις μήνες αργότερα – Νοέμβριος ’94 – πρόεδρος της Σρι Λάνκα διορίζοντας στη θέση της ως πρωθυπουργό τη μητέρα της Σιριμάβο. Αν και οι εξουσίες του προέδρου ήταν πλέον ενισχυμένες και σημαντικότερες απ’ ότι του πρωθυπουργού, δεν έλειπαν οι συγκρούσεις μάνας και κόρης για το ποια θα έχει το πάνω χέρι.
Ακριβώς τέσσερις μήνες μετά την παραίτηση της, η Σιριμάβο Μπανταρανάικε πέθανε στις 10 Οκτωβρίου 2000, την ημέρα των βουλευτικών εκλογών ύστερα από καρδιακό επεισόδιο που υπέστη στο αυτοκίνητο, λίγα λεπτά αφότου έριξε την ψήφο της!