Η Πόλυ Μηλιώρη είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.
Εφυγε απ’ το σπίτι του προχτές μ’ ένα φουλάρι πάνω απ’ τη πυτζάμα, να του ζεσταίνει το λαιμό και την ελπίδα.
Στις τηλεοράσεις βγήκε σήμα: «Μήπως τον είδατε τον ηλικιωμένο; Με κλονισμένη υγεία έφυγε απ’ το σπίτι», λένε. «Κι ένα φουλάρι που έκλεψε απ’ την εγγονή του».
Στην παλαιά φωτογραφία την πιο πρόσφατή του ωστόσο ―καθώς οι γέροι, όπως λέγονται στ’ αλήθεια έξω απ’ τη γλώσσα της οθόνης― οι γέροι κλείνονται στην κάμαρά τους κι ο φωτογράφος βρίσκει πάντα άλλο θέμα· στην παλαιά φωτογραφία του φοράει κόκκινη γραβάτα.
«Έφυγε απ’ το σπίτι για να μην γυρίσει», σχολιάζει ο γιος που του έχει πάρει όλες του τις γραβάτες.
Κι η νύφη που έθαψε την πεθερά μα τώρα νοσταλγεί τα χρόνια που έβγαινε στους κινηματογράφους δίχως έγνοια, «σε τρώνε οι τύψεις», λέει.
Κι η εγγονή σκέφτεται αλλά δεν θα πει: «Ας πάει στο διάολο και το φουλάρι, φτάνει να μην τον φέρουν πίσω».
Εφυγε απ’ το σπίτι πριν αρχίσει η δύση.
Οι μέρες έχουνε μακρύνει και είχε χρόνο πριν σωπάσουν τα πουλιά.
Κι ύστερα άνοιξε ο χρόνος κι ήταν νύχτα.
Κι ήταν αλλού το σπίτι. Δεν σκόπευε να μην γυρίσει, βήμα μετά απ’ το βήμα έγινε δυσκολότερο.
Ο γιος ρωτά ακόμα: «Μήπως τον είδατε αυτόν τον ηλικιωμένο;».
Κι ανησυχεί μην και τον έχει πνίξει το φουλάρι.
Αλλά θα έβρισκε το δρόμο να γυρίσει σπίτι. Φτάνει να έπαιρνε απάντηση στο ερώτημά του. Μα τα πουλιά είχαν κουρνιάσει μες στο φύλλωμά τους κι η νύχτα άφηνε μόνο τα περίπτερα ανοιχτά.
Χτες όλη μέρα έπεφτε το σήμα στις τηλεοράσεις: «Μήπως τον είδατε τον ηλικιωμένο;».
Κι εκείνος το έβλεπε μέσα από τις κουρτίνες των διαμερισμάτων μα ήταν θολό, σαν άγνωστό του. Και είχε ήλιο. Και τα πουλιά είχαν ξυπνήσει αλλά δεν ήξεραν να του απαντήσουν. Του ’δειξαν μόνο πού να πιεί νερό που το είχε ανάγκη.
Τα πόδια του έχουν ανάψει στις παντόφλες.
«Θα λιώσεις τα παπούτσια σου στο ψάξιμο», είπε στον άντρα της η νύφη.
Κι η εγγονή αγόρασε άλλο φουλάρι.
Γύρισε η μέρα σ’ άλλη μέρα.
Απομακρύνθηκε το σπίτι απ’ τη μνήμη.
Έστω το φάντασμά του. Στο απείκασμα που ακόμα βγαίνει απ’ τις κουρτίνες, άλλο το πρόσωπο που διαφημίζεται η φυγή του.
Εάν φορά γραβάτα ή φουλάρι δεν διακρίνεται.
Εάν η όρασή του ήταν καλύτερη και η φωνή του δυνατή, όπως προχτές που είχε αρχίσει αμέσως να ρωτάει: «Μήπως τον είδατε τον Θεό;»· εάν η όρασή του ήταν καλύτερη και η φωνή του δυνατή· κι αν δε μεσολαβούσαν οι κουρτίνες και το γυαλί της τηλεόρασης, ίσως το άλλο πρόσωπο να απαντούσε.
Πόλυ Μηλιώρη
(από την σελίδα της στο facebook)
12 Μαΐου 2021