Ανάληψη, Στάδιο Διαγόρας, Ασγούρου
delivery: 224100-3600
Μπήκα φουριόζα στις μνήμες μου. Στο 1987 – όχι πιο πίσω τούτη τη φορά- και θυμήθηκα πώς ξυπνούσα τα πρωινά, πώς ήταν το κέντρο της Αθήνας το φθινόπωρο, πώς τηλεφωνούσα στο σταθρό πάντα για να συναντήσω τους φίλους μου, πώς αντίκριζα τη μάνα και τον πατέρα μου.
Τότε δεν φανταζόμουν πως σήμερα θα ήμουν 48, πως σήμερα θα ήμουν και μάνα και γιαγιά- το «χειρούργησα» και με είπα «νόνα» επτανησιακά- πως σήμερα θα ζούσα σ’ένα νησί που δεν υπήρχε ποτέ στο χάρτη του μυαλού μου.
Πως θα είχα πέντε σκύλους, πως θα έβλεπα την εστία μου ως παρατηρητής και θα αναρωτιόμουν αν τα κατάφερα καλά ή όχι στη ζωή μου.
Πως ένα τραγούδι του τότε θα με πονούσε τόσο, ώστε να εύχομαι τώρα να επέστρεφα 30 χρόνια πίσω και να ξαναζούσα τα ίδια αλλά με πιο πολλή αγάπη, με περισσότερη ευγνωμοσύνη για τους ανθρώπους μου, με περισσότερη αγαλλίαση για την τύχη μου να ζω αυτό που σήμερα εύχομαι να ξαναζούσα.
Μπήκα φουριόζα στις μνήμες μου ευχαριστώντας για ό,τι μου πρόσφερε η τύχη μου, που μάλλον ήταν καλή απέναντί μου γιατί ούτε αρρώστιες πέρασα, ούτε μεγάλους και αξεπέραστους πόνους. Κι ας πίστευα τότε ότι μια ερωτική απογοήτευση ήταν καταστροφή. Ένα τηλεφώνημα που αργούσε πολύ ή δεν γινόταν καθόλου μου χαλούσε τη διάθεση και μου έφερνε μιζέρια.
Μπήκα φουριόζα στις μνήμες μου και θυμήθηκα μικρές και σημαντικές κινήσεις του πατέρα μου όταν ξεκινούσε για τη δουλειά του, όταν έπιανε τα κλειδιά του αυτοκινήτου, όταν επέστρεφε. Αναγνώριζα τον ήχο του που ήταν σχεδόν αθόρυβος, αλλά τόσο οικείος στις πιο ευαίσθητες συχνότητες των αυτιών μου. Και συχνά άκουγα το «κοτούλι», το χαζό χαϊδευτικό που μ’έβαζε στην πιο μεγάλη και στοργική αγκαλιά του κόσμου. Τη μάνα μου με το μόνιμο άγχος της για να είναι όλα στην εντέλεια και την αδελφή μου, ψηλόλιγνο πάντα παιδί, με πεταχτά δόντια που της βάλαμε σιδεράκια για να μην είναι σαν τον Γκούφυ.
Και θυμήθηκα ακόμα ότι λίγα λεπτά πριν ξημερώσει η 27η Ιουλίου το 1992, εγώ στο Διδυμότειχο που τότε ζούσα(με), έμαθα πως έκλεισαν τα πιο όμορφα μάτια του Ελληνικού Θεάτρου: της Τζένης Καρέζη. Έτσι για να μην ξεχνώ ότι σχεδόν πάντα μια μικρή ή μεγάλη χαρά μας περπάτα χέρι-χέρι με τις μικρές ή μεγάλες μας απώλειες. Για να μην ξεχνώ ποτέ ότι είμαστε οι ταινίες μας, παραστάσεις που έχουμε δει, τα τραγούδια που έχουμε δακρύσει μαζί τους.
Θα μου ευχηθείτε όλα τα καλά του κόσμου. Ήδη το κάνετε. Θα σας δώσω κι εγώ μια ευχή και επειδή είμαι γουρλού υπάρχει σημαντική πιθανότητα να ”πιάσει”: silk, μετάξι πανάκριβο, απαλό, ανάλαφρο στις ζωές σας. Από ανθρώπους μέχρι συναισθήματα. Με αστείρευτη χαρά που θα κάνει μικρές “κοιλιές” για να ξανάρχχεται πιο δυνατή και πιο ζωοδόχος.
Και μέρα που είναι σήμερα… μαζί με τις ευχές σας σε μένα, στείλτε και μια προσευχή για τα ωραιότερα μάτια του Ελληνικού κινηματογράφου και θεάτρου. Από την πλευρά μου θα σας θυμίσω ένα σπουδαίο τραγούδι που έγραψαν ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Ιάκωβος Καμπανέλλης ερμηνευμένο από την Τζένη Καρέζη και τον Κούρκουλο.
Καλή ακρόαση!
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr