Χάθηκες μία στιγμή μες τη ζωή σου.
Και χάθηκε κι εκείνος. Σε κάποιο δρόμο άφησε το άρωμα απ’ τα μαλλιά του, μαζί με χρώμα. Κι αναρωτήθηκε τι χρώμα ήταν. Έβαψε την άσφαλτο και σχημάτισε μία λίμνη με τη μπογιά του. Κι ύστερα ήρθε η λήθη. Είναι σωτήρια πολλές φορές. Σώζει και σε σώζει!
Επανάληψη. Επανάληψη αλλόκοτων σκέψεων. Συναίσθημα ίσως κανένα. Μόνο ανοχή. Ανοχή γι’ αυτό που χάθηκε. Και λήθη!
Μα γιατί χάνονται οι άνθρωποι; Κοιτάς έναν ουρανό με φώτα που ανάβουν και κάνουν παρέα, και ξαφνικά κάποιο χάνεται. Πέφτει και χάνεται. Αυτή είναι μία δικαιολογία. Δεν πείθει. Δεν σε πείθει. Τους λόγους που χάνονται οι άνθρωποι τους ξέρεις και μάλιστα καλά. Άλλα συνεχίζεις και σπρώχνεις τον εαυτό σου στο ανεξήγητο. Συνεχίζεις και ψάχνεις… Όχι αιτίες. Όχι δικαιολογίες. Γιατί δεν μπορείς δεν θέλεις. Ίσως να φταίει η λήθη. Αλλά αυτή κράτησε λίγο. Ήταν τόσο όσο και το χρώμα που άφησε στην άσφαλτο κάποιο βράδυ.
Χάθηκε όμως… Κι εσύ μετά από καιρό δεν θυμάσαι τίποτα. Ίσως και να ‘ναι καλύτερα έτσι. Κι αυτό δεν είναι ανοχή. Αυτό είναι η συνέχεια, που θα σε βρίσκει και πάλι στο δρόμο, χωρίς χρώμα και λίμνες από μπογιά, άλλα με το άρωμα της ζωής να μοσχομυρίζει γύρω σου.
Οι άνθρωποι χάνονται. Συναντιούνται και χάνονται. Τίποτα δεν είναι όπως πρώτα, όπως και κάθε ξημέρωμα είναι διαφορετικό. Ας μένουν τα αρώματα και τότε και οι θύμησες θα είναι πιο γλυκές.
Και που ξέρεις… Ίσως συναντηθούν και πάλι!