Η αποστολή Discovery (1901-1904)
Αυτή η τεράστιας σημασίας Βρετανική Εθνική Αποστολή της Ανταρκτικής, που έμεινε γνωστή ως Αποστολή Discovery, ήταν μια κοινή επιχείριση της Βασιλικής Γεωγραφικής Εταιρίας και της επιστημονικής κοινότητας Ρόγιαλ Σοσάϊετυ (The Rοyal Society of London for Improving Natural Knowledge), το πολυπόθητο όνειρο του Μάρκχαμ, ένα έργο που απαιτούσε σοβαρές ικανότητες και αρκετή εξυπνάδα για να ολοκληρωθεί και να αποδώσει καρπούς.
Ο Σκότ ίσως να μην ήταν η πρώτη επιλογή του Μάρκχαμ ως αρχηγός της αποστολής, αλλά η στήριξη της τελικής του απόφασης παρέμεινε σταθερή, παρά τις ενστάσεις που τέθηκαν από την επιτροπή, σχετικά με το πεδίο εφαρμογής των αρμοδιοτήτων του. Η Ρόγιαλ Σοσάϊετυ ζητούσε να τεθεί επί κεφαλής ένας επιστήμονας, επιφορτισμένος με το πρόγραμμα της αποστολής και ο Σκότ να είναι απλά ο καπετάνιος του πλοίου.
Η γνώμη του Μάρκχαμ επικράτησε. Ο Σκότ θα είχε το γενικό πρόσταγμα και από τη θέση του διοικητή του πλοίου Discovery, έπλευσε για την Ανταρκτική την 31η Ιουλίου 1901, αφού προηγήθηκε μια σύντομη ειδική εκπαίδευση για τον εξοπλισμό και τις τεχνικές που θα έπρεπε να ακολουθήσουν, για τον ίδιο και το 50μελές πλήρωμα.
Η αποστολή είχε παραλάβει σκυλιά και σκι, αλλά θεωρείται βέβαιο ότι κανείς δεν γνώριζε πώς να τα χρησιμοποιήσει. Ο Σκότ δεν είχε καθόλου εμπειρία ούτε για την Ανταρκτική ούτε για τις θάλασσες του Νότιου Ωκεανού.
Ο Μάρκχαμ είχε την άποψη ότι ο επαγγελματισμός ήταν λιγότερο χρήσιμος από την «αβίαστη επάρκεια» και, μάλλον, ο Σκότ είχε επηρεαστεί από την ατράνταχτη πίστη του για την επιτυχία της αποστολής.
Την πρώτη χρονιά που πέρασε το Discovery στους πάγους, οι άνδρες της αποστολής δοκιμάστηκαν σκληρά, αγωνιζόμενοι εναντίον των προκλήσεων του απολύτως αγνώστου και επικίνδυνου εδάφους.
Η πρώτη προσπάθεια ταξιδιού πάνω στον πάγο προκάλεσε τον θάνατο του Τζώρτζ Βίνς, ενός γελαστού και καλοπροαίρετου άνδρα, αγαπητού απ’ όλους, στις 4 Φεβρουαρίου 1902.
Συμμετείχε με άλλους οκτώ άνδρες σε μια πορεία, όταν εκδηλώθηκε χιονοθύελα. Η ομάδα, αντί να περιμένει να περάσει, αποφάσισε να επιστρέψει στο πλοίο. Οι γούνινες μπότες του Βινς είχαν λείους πάτους κι αυτό προκάλεσε ένα τεράστιο και θανατικό ολίσθημα πάνω στους πάγους, καταλήγοντας με πάταγο στα παγωμένα νερά. Κανείς δεν μπορούσε να τον βοηθήσει, όλα έγιναν πολύ γρήγορα, χωρίς να έχουν ορατότητα. Οκτώ άνδρες έμειναν ακίνητοι, με τη χιονοθύελα να δέρνει τα πρόσωπά τους, να σφίγγουν τις γροθιές τους τελείως ανήμποροι, ακούγοντας τις κραυγές απελπισίας του συναδέλφου τους, θλιβεροί θεατές ενός τραγικού γεγονότος.
Όταν το έμαθε ο Σκότ χαρακτήρισε εκείνη την ημέρα ως την «πιο μαύρη της Ανταρκτικής» και σημείωσε στο ημερολόγιό του ότι ο Βίνς «έβλεπε τη ζωή λαμπερη και όμορφη. Μακάρι ο θάνατός του να επήλθε γρήγορα στα παγωμένα νερά». Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ, αλλά ένας τεράστιος σταυρός στήθηκε από τον Σκότ και τους άλλους να στέκει υπερήφανα, ένα συγκλονιστικό θέαμα, δηλώνοντας στους πάγους ότι ο άνθρωπος έφτασε μέχρι εκεί.
Η αποστολή είχε επιστημονικούς και εξερευνητικούς στόχους. Οι δεύτεροι περιλάμβαναν ένα μακρύ ταξίδι προς νότον, προς τον Νότιο Πόλο. Η πορεία εκείνη, που ανέλαβαν να τη φέρουν σε πέρας ο Σκότ, Σάκλετον και ο Γουϊλσον, κατάφερε να φτάσει μέχρι το γεωγραφικό πλάτος S82◦ 17΄ , δηλαδή, περίπου 850 χλμ από τον Νότιο Πόλο. Οι σκληρότατες καιρικές συνθήκες επέφεραν τη σωματική κατάρρευση του Σάκλετον στην επιστροφή τους στη βάση, γεγονός που τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει την αποστολή.
Την δεύτερη χρονιά οι άνδρες βελτίωσαν την τεχνική τους, με αποτέλεσμα περισσότερα και καλύτερα αποτελέσματα στους στόχους τους. Αποκορύφωμα ήταν η πραγματοποίηση της δυτικής διαδρομής του Σκότ, που οδήγησε στην ανακάλυψη του Ανταρκτικού Οροπεδίου, μια επιχείριση που χαρακτηρίστηκε ως «ένα από τα μεγάλα πολικά ταξίδια».
Στα επιστημονικά ευρήματα της αποστολής περιλαμβάνονταν σημαντικές βιολογικές, ζωολογικές και γεωλογικές ανακαλύψεις (ωστόσο, μερικές μετεωρολογικές μετρήσεις θεωρήθηκαν ως ανακριβείς και ερασιτεχνικές).
Στο τέλος της αποστολής χρειάστηκαν οι συνδυασμένες προσπάθειες των δύο υποστηρικτικών πλοίων τους, ώστε να καταφέρει το Discovery να ελευθερωθεί από τον πάγο.
Ο Σκότ τήρησε αμφιβολίες για το αν τα σκυλιά και τα σκι ήταν ό,τι καλύτερο για να μετακινείται κανείς πάνω στον πάγο. Στα επόμενα χρόνια συνέχισε να προτιμά την πρακτική της προώθησης των ελκήθρων από τους ίδιους τους εξερευνητές, χωρίς τη βοήθεια των ζώων. Η επιμονή του στη διάρκεια της αποστολής για τις διατυπώσεις του Βασιλικού Ναυτικού τον ανησυχούσε για τις σχέσεις του με το πλήρωμα των πλοίων, καθώς πολλοί άνδρες αποχώρησαν και επέστρεψαν στην Αγγλία με το πρώτο υποστηρικτικό πλοίο τον Μάρτιο του 1903.
Ο δεύτερος στην ιεραρχία, Άλμπερτ Άρμιτατζ υποστήριξε ότι ο Σάκλετον επέστρεψε λόγω της εχθρότητας που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα σε εκείνον και στον Σκότ και όχι λόγω της υγείας του. Ωστόσο, ο ίδιος ο Άρμιτατζ προτίμησε να μείνει και να μη γυρίσει πίσω μ’ εκείνο το πλοίο.
Πράγματι, υπήρξαν εντάσεις στις σχέσεις Σκότ-Σάκλετον, ιδιαίτερα αργότερα, όταν οι φιλοδοξίες τους για τον Πόλο τους έφεραν σε μεγάλη σύγκρουση. Οι δύο άνδρες κράτησαν τα αισθήματά τους για τους εαυτούς τους και δεν τα εκδήλωσαν φημόσια. Ο Σκότ συμμετείχε στις επίσημες δεξιώσεις που δόθηκαν και το 1909 χαιρέτησε την επιστροφή του Σάκλετον από την αποστολή στο Νιμρόδ ευγενικά. Οι δύο άνδρες αλληλογραφούσαν επίσης από το 1909 μέχρι το 1911, διατηρώντας την αγγλική ευγένεια και χωρίς ποτέ να αφήσουν να εκδηλωθεί κάτι αρνητικό.
Το Discovery επέστρεψε στην Αγγλία τον Σεπτέμβριο του 1904 και ο Σκότ έγινε πολύ δημοφιλής, ένας λαϊκός ήρωας για το βρετανικό κοινό που είδε με μεγάλο ενδιαφέρον την αποστολή. Του απένειμαν πολλές τιμητικές διακρίσεις και μετάλλια, προήχθη στον βαθμό του Πλοιάρχου και ο βασιλιάς Εδουάρδος Ζ΄ τον έχρισε μέλος του Βασιλικού Βικτωριανού Τάγματος.
Ο Σκότ πέρασε πάνω από έναν χρόνο δίνοντας ομιλίες και διαλέξεις, καθώς και με το γράψιμο των αρχείων της αποστολής. Τον Ιανουάριο του 1906 επέστρεψε στα ναυτικά του καθήκοντα ως βοηθός διευθυντής της Ναυτικής Υπηρεσίας Υπηρεσιών στο Ναυαρχείο, κινούμενος πάντα στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας.