Όλος ο πλανήτης είναι στραμμένος στο λαμπερά φωτισμένο Ρίο Ντε Τζανέϊρο, την πρώην πρωτεύουσα της Βραζιλίας (από το 1960 είναι η Μπραζίλια), χάρη στους Ολυμπιακούς Αγώνες που φιλοξενούνται στα εδάφη του.
Όλοι οι δέκτες είναι στραμμένοι στο στάδιο Μαρακανά και στα εκεί τεκτενόμενα.
Ποιά είναι, όμως, αυτή η πόλη των Καριόκας, (έτσι αποκαλούνται οι κάτοικοί της) που οι περισσότεροι γνωρίζουν μόνον το θεαματικό της καρναβάλι και το τεράστιο άγαλμα του Χριστού με τα χέρια σε έκταση;
Η πόλη, στην ουσία ο κόλπος Γκουαναμπαρά, ανακαλύφηκε την 1η Ιανουαρίου 1502, εξ ού και το όνομά της που σημαίνει Ποταμός του Ιανουαρίου (Ρίο= μεγάλη υδάτινη επιφάνεια, ποτάμι), ενώ οι θαυμαστές της την αποκαλούν και «θαυμάσια πόλη». Η ανακάλυψη έγινε από τον εξερευνητή Γκασπάρ ντε Λέμος, κυβερνήτη ενός πλοίου μιας πορτογαλικής αποστολής. Εκείνη την εποχή η περιοχή κατοικούνταν από αυτόχθονες φυλές (Τούπι, Πούρι, Μποτοκούντο, Μαξακαλί).
Ο πρώτος πορτογαλικός οικισμός ιδρύθηκε το 1565, ενώ η πόλη απειλήθηκε (ή κατακτήθηκε) από μια πλειάδα Γάλλων πειρατών και τυχοδιωκτών, μέχρι που στα τέλη του 17ου αιώνα ο χρυσός και τα διαμάντια που έκαναν την εμφάνισή τους στην γειτονική περιοχή Μίνας Γκεράϊς, μετέτρεψαν το Ρίο σε λιμάνι σπουδαίο για τις εξαγωγές.
Η πορτογαλική διοίκηση των αποικιών της Αμερικής μεταφέρθηκε στο Ρίο το 1763 και ανεδειξαν την πόλη ως κύρια αποικιακή πρωτεύουσα όλων των κτήσεών τους στην Αμερική, για να δεχθεί την βασιλική οικογένεια της Πορτογαλίας το 1808 (ζητούσαν καταφύγιο επειδή τότε η Πορτογαλία κατακτήθηκε από τον Ναπολέοντα) και να γίνει η πρώτη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα εκτός Ευρώπης.
Κάποιες από τις αυτόχθονες φυλές συμμάχησαν με τους Πορογάλους, κάποιες με τους Γάλλους. Μετά την πλήρη επικράτηση των Πορτογάλων εξοντώθηκαν όσοι είχαν πάρει το πλευρό των Γάλλων, με το σύνολο να αφομοιώνεται στα πορτογαλικά ήθη και έθιμα.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά την ανεξαρτησία της Βραζιλίας, το Ρίο έγινε προορισμός για εκαντοντάδες χιλιάδες Πορτογάλους μετανάστες, κυρίως φτωχούς χωρικούς, που άλλοι απέκτησαν εδάφη στις γύρω περιοχές και άλλοι έγιναν έμποροι στην πόλη.
Οι μαύροι κάτοικοι προέρχονται κυρίως από σκλάβους της Αφρικής (Αγκόλα και Μοζαμβίκη κυρίως) και αποτελούν τον μισό πληθυσμό της πόλης. Είναι σπάνιο να βρεις κάποιον που να μην προέρχεται από την Υποσαχάρια Αφρική. Ίσως γι’ αυτό ένα σημαντικό κομμάτι των αφρικάνικων παραδόσεων επέζησε ως τις μέρες μας, όπως είναι ο χορός σάμπα και το διάσημο καρναβάλι.
Εκτός από τους Πορτογάλους, η Βραζιλία δέχτηκε πληθώρα μεταναστών από την Ιταλία, την Ισπανία, την Γερμανία, την Ιαπωνία, χωρίς να λείπουν οι Εβραίοι και οι Άραβες.
Κι αν σε όλα αυτά προσθέσουμε τις εξωτικές ακτές της Κόπακαμπάνα και της Ιπανέμα με τα τεράστια υπερπολυτελή ξενοδοχεία, το σκηνικό γίνεται παραμυθένιο, ερωτικό, παθιασμένο, γεμάτο μουσική, ξέφρενο χορό και διάθεση για έντονη ζωή.
Όμως, δίπλα στους λιγότερους εκπληκτικά πλούσιους κατοίκους, που ζουν αποστειρωμένοι σε κάποιες συγκεκριμένες περιοχές της πόλης, οι φτωχοί ζουν σε άθλιες φαβέλες, των οποίων οι συνθήκες υγιεινής και επιβίωσης, μαζί με τις αιματηρές συγκρούσεις που συμβαίνουν συχνότατα ανάμεσα στην αστυνομία και στις συμμορίες διακλινησης ναρκωτικών, πολύ φοβάμαι ότι θα σας κάνουν να ανατριχιάσετε, παρά τις πρόσφατες κυβερνητικές προσπάθειες για βελτιώσεις. Μα, ναι, βάλτωσαν κι αυτές, έμειναν στο πίσω μέρος των εγκεφάλων, αφού κι εκεί επικράτησε καθεστώς φαυλότητας.
Μιλάμε, λοιπόν, για μια πόλη των άκρων αντιθέσεων, του άσπρου και του μαύρου, όπως οι πεζόδρομοι με τα ασπρόμαυρα πλακάκια, του φωτός και του σκότους, της ζωής και του θανάτου.
Μπορούμε, άρα γε, να ελπίζουμε ότι το φως της δάδας που ταξίδεψε από την δική μας σεμνή Ολυμπία μέχρι εκεί, στο Μαρακάνα, θα καταφέρει να λιγοστέψει το σκοτάδι; Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία.