Σήμερα γύρω στις οχτώμισι το πρωί. Ο ήλιος δεν είχε ακόμα καλά καλά φτάσει στη μικρή ακτή που κολυμπάω. Ησυχία, δεν υπήρχε ψυχή. Δυο δεκαοχτούρες με πλησίασαν. Στην αρχή έκαναν εξερευνητικούς κύκλους γύρω μου λυγίζοντας χορευτικά το κομψό τους κορμάκι κι ύστερα πλησίασαν στα πόδια μου.
Ήθελαν κάτι να μου πούνε. Δεν καταλάβαινα καλά. Προσπάθησα όμως. Προσπάθησαν κι εκείνες, εντάξει, ψυχανεμίστηκε ο ένας τις άλλες και το αντίστροφο.
Δεν ήθελαν φαγητό. Παρέα ήθελαν. Τους άρεσε, μου είπαν, που δεν έχει πια εδώ πέρα τους ανθρώπους με τους πλαστικούς καφέδες και τα τσιγάρα και τις τυρόπιτες που παριστάνουν τους κολυμβητές, κι εκείνες τις τρομερές κυρίες που συζητάνε με θόρυβο (που σκεπάζει ακόμα και τον άλλο με τις ρακέτες) για τον γιο τους και την κόρη τους και τον γαμπρό τους και τη νύφη τους και το ένα και το άλλο.
Τους άρεσε αυτή η ησυχία και ήρθαν να με περιεργαστούν από κοντά απορημένες που δεν έπινα καφέ, δεν κάπνιζα, μόνο κολυμπούσα κι αγνάντευα τα πρωινά νερά.
Όταν έφυγα πια, είχα την εντύπωση ότι αυτές έμειναν περισσότερο εντυπωσιασμένες από την περίπτωσή μου απ’ ότι εγώ γι’ αυτές. Στην επιστροφή, το μυαλό μου επανελάμβανε το περίφημο του Δαβίδ από τον ψαλμό: Τίς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς καὶ πετασθήσομαι καὶ καταπαύσω;
Ποιος, επιτέλους, θα μου δώσει φτερά σαν της περιστεράς να πετάξω και να ηρεμήσω απ’ όλη αυτή τη γκριζάδα που μας έχει καταπλακώσει;