Εικαστικά

Παύλος Σάμιος: αντίδοτο νοσταλγίας, του Μάνου Στεφανίδη

manosstefanidis2.jpg
Spread the love

manosstefanidis2.jpg

    

* Ο Μάνος Στεφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης

και Αναπληρωτής Καθηγητής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών 

 

 

 

 

 

 

samiow_96.jpg

 

 

 

 


Η ζωγραφική, σήμερα, είναι μια τέχνη υπό διωγμόν. Μη σας παρα­σύρει ο συνεχής-συνένοχος λόγος περί αυτήν, η ζήτηση των προϊ­όντων της – κατά βάθος τους παλιούς, επίζηλους ρόλους της, σήμερα, παίζουν άλλοι τιτλούχοι της εικόνας: η φωτογραφία, ο κινηματογράφος, το video, οι ποικίλες μορφές της ηλεκτρονικής εικονοποιΐας, η οθόνη του υπολογιστή. Μοιραία διώκεται και ο ζωγράφος, ενώ τα έργα του υφαρπάζουν οι πιο πονηρεμένοι από όσους ασκούν εφαρμοσμένες τέχνες. Υπό την έννοια αυτή ο πιο μεγάλος ζωγράφος, αφηγητής της εποχής μας μπορεί να είναι ο πρόωρος χαμένος Hugo Pratt.

 

Ο ζωγράφος, τελικά, είναι ένας «τρωγλοδύτης» της τεχνολογίας. Ζει, έγκλειστος της μνήμης και προσπαθεί να επιβιώσει, ώσπου να περάσει η λαίλαπα της ηλεκτρονικής εικόνας, η εποχή των σύγχρο­νων παγετώνων.

 

Έτσι ελπίζει… Από την άλλη πλευρά, το δικό του έργο απαιτεί όλο και πιο αφοσιωμένους όλο και πιο ανήσυχους δέκτες κι όχι βέβαια αποβλακωμένους καταναλωτές. Ανέκαθεν η ζωγραφική επεδίωκε με τις μορφές της καταπράϋνση (consolatio) ή εγρήγορση. Σήμερα οφείλει με τα ίδια μέσα να εκφράζει και αηδία. Αηδία με τη νιτσεϊκή έννοια. Ίσως οι εικόνες της, οι τελευταίοι θύλακες αντίστασης ενός ακήρυκτου, πλην σφοδρού πολέμου, να είναι ό,τι θα σώσει την αξιοπρέπεια των νυν απέναντι στους επερχόμενους. Ίσως πάλι όχι. Τα πράγματα βρίσκονται σ’ ένα κρίσιμο μεταίχμιο. Γι’ αυτό και η σχετική σύγχυση, γι’ αυτό και ο λόγος περί κρίσης. Παρά την υπερπροσφορά έργου, γι’ αυτό και η αδυναμία κατανόησης ή η έλλειψη ενδιαφέροντος ή – το πιο σημαντικό – η επιδερμική σχέση με την καλλιτεχνική δημιουργία.

 

Επιπλέον, κορυφούται, λόγω των ανωτέρω, η καχυποψία του κοι­νού, η καχυποψία των ειδικών, η καχυποψία των δημιουργών.

 

Η ζωγραφική, όμως, σαν μια αιωνόβια προγιαγιά, κρατάει ακόμα το ενδιαφέρον των εγγονιών της μπορεί ακόμα να διαφοροποιεί με χίλια τερτίπια το τέλος του ίδιου και απαράλλακτου παραμυθιού το είπαμε ήδη. Η ζωγραφική στις μέρες μας είναι υπό διωγμόν. Κάπο­τε είχε το προνόμιο να ορίζει αυτή το πρόσωπο του θεού. Σήμερα η δυνατότητα της Θεοφάνειας δραματικά, αμφι-σβητείται και δεν αρκούν οι παλιές δοκιμασμένες συνταγές. Σήμερα τα χαρτιά ξανα­μοιράζονται.

 

Κι όμως έχει ακόμη όπλα, έχει κρυμμένους άσσους η προκατακλυσμιαία γιαγιά. Ποιος όμως στ’ αλήθεια θα τους αξιοποιήσει;

 

Ο Παύλος Σάμιος, πρωτίστως, αξιοποιεί τη μνήμη του. Καταλήγει σ’ αυτήν κι όταν ακόμη δραπετεύει απ’ αυτήν. Οι βιωμένες εικόνες μιας χαρισάμενης παιδικότητας δεν αποτελούν άλλοθι αλλά εκφρα­στική ανάγκη. Αυτές τον καθοδηγούν στην παρούσα ενότητα της δουλειάς του. Ο ζωγράφος θέλει να πει μια ιστορία και η επιθυμία αυτή είναι ιερή.

 

Ο Σάμιος επιστρέφει στο παρελθόν σαν να βυθίζεται ηδονικά σε κινούμενη άμμο και σαν ν’ αρπάζεται την ύστατη στιγμή από την πρώτη, διερχόμενη εικόνα. Η παράσταση εντέλει σώζει.

 

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.

 

Εν αρχήν ην το τσαγκαράδικο του πατέρα του, ο βιωμένος χώρος με τις μυρωδιές και τις πολύ συγκεκριμένες παραστάσεις του, ο μικρόκοσμος της καθημερινότητας: το σφυρί, η φαλτσέτα, τα στραβόκαρφα, το δέρμα, η μυρωδιά του, το καλαπόδι, το βερνίκι, η μπογιά, οι πελάτες, οι πελάτισσες, τα ξεγυμνωμένα πόδια, το σχέδιο του ίχνους τους, τα μέτρα των πελμάτων, το κρυφοκοίταγμα της σάρκας, το κρυφοάγγιγμα, ο επιβλέπων τσαγκάρης – μικρός θεός στην ελάχιστη επικράτεια του – η παλιά, χαμένη μαστοριά.

 

Στους «Μοντέρνους Καιρούς» ο Charlie Chaplin λυπάται που από τεχνίτης δημιουργός μεταλλάσσεται σε αυτοποιημένο εργάτη της μιας κίνησης. Ο παραδοσιακός τσαγκάρης της εργασίας του. Το μαγαζί του ήταν ένας μικρός ναός μυρωδιών, βλεμμάτων και ελεύθερης δημιουργίας.

 

Η όλη αφήγηση-απεικόνιση παραπέμπει στην Ελλάδα του ’60, στον μυθικό τόπο – ακόμη ωραίο – όπως δε θα ξαναείναι ποτέ έτσι. Σ αυτό τον «τόπο» εξοφλεί τους λογαριασμούς του ο Σάμιος. Η ζωγραφική που φιλοτεχνεί για να εξευμενίσει αυτές τις μνήμες, είναι τρυφερή, ονειρική, μελαγχολική με τους τρόπους της Ανδρο­μάχης «δάκρυσεν γελάσασα».

 

Η εγκαυστική τεχνική του τον προτρέπει να είναι άμεσος, ενστικτώ­δης, θερμός. Το δέρμα το ίδιο είναι συχνά η πιο πρόσφορη επιφά­νεια για να κατατεθεί η νοσταλγία του. Το άνισο περίγραμμα καθη­λώνεται με καρφιά πάνω σε σανίδες. Το έργο γίνεται αντικείμενο. Στη συνέχεια και εντελώς φυσιολογικά οι ζωγραφισμένες γόβες αντικαθίστανται από πραγματικά υποδήματα εποχής. Πρόκειται για αντικείμενα σχεδόν μουσειακά προορισμένα, για ένα φανταστικό μουσείο επιθυμιών.

 

Ο Σάμιος χρησιμοποιώντας τα υλικά του παλιού τσαγκαράδικου θυμάται με σεβασμό μια αρχαία τέχνη. Τίποτε το μελοδραματικό σ’ αυτό. Ως αντίδοτο της νοσταλγίας προτείνει ένα αισθητικό πάρισο. Το φετίχ της γόβας έχει υποστεί μεταλλαγή. Έχει καταστεί γεωγρα­φικό φετίχ. Ο Σάμιος ξέρει να χειρίζεται μοντέρνες τεχνικές της αφήγησης. Το έργο του είναι σημερινό. Η γνωστή κατακτημένη γραφή του με τις μακρόστενες ανάερες φιγούρες εδώ ανανεώνεται σημαντικά ώστε να ξεφύγει τον κίνδυνο της τυποποιήσεως.

 

Οι λύσεις που επιλέγει, δικαιώνονται. Η εικονοποιΐα ισορροπεί ανάμεσα στο ονειρικό και το γήινο, την επιθυμία και την πλαστική της απόδοση.

Η τρομερή προγιαγιά μπορεί να είναι ικανοποιημένη. Και να ελπίζει…

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Σ’ ένα αγγείο του 4ου αιώνα π.Χ. προερχόμενο από την Magna Craecia και ευρισκόμενο σήμερα στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Ν. Υόρκης, εικονίζεται ένας ζωγράφος να διακοσμεί με την εγκαυστική μέθοδο τη λεοντή, το δέρμα δηλαδή του λιονταριού που φορά ο Ηρακλής. Τελικά μερικά είναι τόσο όμοια παρά το πέρασμα του χρόνου ώστε ο τελευταίος να μοιάζει συχνά με οφθαλμαπάτη.

 

Ακολουθεί έκθεση εικόνων με λίγα μόνο έργα του Παύλου Σάμιου της περιόδου 1996. Περισσότερα στη σελίδα του στο www.samiospavlos.gr 

 

SHARE
RELATED POSTS
Γυμνό σε καμβά το γυναικείο σώμα!
tati.jpg
Ο Ross Daily από την εικαστικό Ευστρατία Ι. Μαχαιρίδη
Vincent Van Gogh: τα έργα που έχουμε όλοι λατρέψει!

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.