Για την υγεία σας, προτείνεται επίσκεψη στο blog του
εἶπεν δὲ Μωυσῆς πρὸς τὸν λαόν μνημονεύετε τὴν ἡμέραν ταύτην ἐν ᾗ ἐξήλθατε ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐξ οἴκου δουλείας ἐν γὰρ χειρὶ κραταιᾷ ἐξήγαγεν ὑμᾶς κύριος ἐντεῦθεν… καὶ ποιήσεις τὴν λατρείαν ταύτην ἐν τῷ μηνὶ τούτῳ ἓξ ἡμέρας ἔδεσθε ἄζυμα τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἑορτὴ κυρίου…
Έξοδος 13:3
Αυτά πρόσταξε ο Μωϋσής τους Εβραίους που είχαν πάρει δρόμο απο τη σκλαβιά “εις γην Αιγύπτου”. Γιορτάζουν λοιπόν οι Εβραίοι το δικό τους Pesha ή Pasha (τη διάβαση ή πέρασμα) κι απο ‘κεί έχουμε κι εμείς το Πάσχα μας και νηστεύουμε αυστηρότατα, λέμε τώρα, την Μεγάλη Εβδομάδα -τα “Άζυμα” των Εβραίων- για να ντερλικώσουμε κανονικά εν χοροίς και οργάνοις την έβδομη μέρα, τη “Λαμπρή” μέρα της Χριστιανοσύνης.
Μα δεν είναι μόνο η Εβραϊκή επίδραση πάνω στις γιορτές των ημερών, μεγάλη είναι κι η αρχαιοελληνική: η “ανάσταση” της Περσεφόνης, οι ανοιξιάτικες θυσίες των αμνών, τα “Αδώνια”, με το θάνατο και την ανάσταση του Άδωνι που συμβόλιζε κι αυτή την ανοιξιάτικη ανάσταση της φύσης, τη μετάληψη με το “θείο” σώμα και το αίμα τόσο των Κορυβαντικών όσο και των Ορφικών μυστηρίων. Κάπως έτσι φτάσαμε κι εμείς να γιορτάζουμε τη θυσία του “Αμνού του Θεού” θυσιάζοντας το αρνάκι, το παγκόσμιο αυτό σύμβολο αθωώτητας, σε μια ατμόσφαιρα εφιαλτικά ανατριχιαστική για τους κακόμοιρους τους χορτοφάγους και όχι μόνο. Θυμάμαι ακόμα το κλάμα πούκανα πιτσιρικάς, όταν σφάζαμε το αρνάκι που μεγάλωνε για κάνα μήνα στο περιβόλι μας με κόκκινο σημάδι στο κούτελο.
Τώρα όμως, άντε να σουβλίσουμε το σφάγιο, να σκάψουμε λάκκο, να βρούμε κληματόβεργες και κάρβουνα κι όλο λέμε να ξεκινήσουμε νωρίς νωρίς, να προλάβει να χωνέψει η φωτιά, μα πριν να στέσουμε τον αμνό η ώρα έχει πάει κιόλας 10. Κι ύστερα, να γυρνάμε με τις ώρες τον οβελία και να μας τρώει ο ήλιος και η κάψα τις φωτιάς μέχρι που μερικές ώρες αργότερα, ενώ έχουμε ήδη γίνει κουδούνι από τα ούζα και το κρασί, ορμάμε στη μάσα και ολίγον μας ενδιαφέρει αν το κρέας αλλού είναι καμένο κι αλλού μισοψημένο και τα ζουμιά του είναι κατακόκκινα ακόμα. Όλ’ αυτά με διάθεση γιορτινή, με τσάμικα και καλαματιανούς, τσαρούχια και φουστανέλες κι εμείς να βγάζουμε τ’ απωθημένα μας ρίχνοντας με το δίκανο στον αέρα καμιά καρτούτσα απ’ αυτές που περίσσεψαν από την Ανάσταση, παριστάνοντας τους αρματωλούς και τους κλέφτες που γλεντούν με τα όσα τάχα άρπαξαν απο τον Αλήπασα.
Aναρωτιέται βέβαια κανείς τι σχέση έχουμε εμείς οι βρακάδες νησιώτες με όλα αυτά που θυμίζουν Μωριά και Ρούμελη και που κυριαρχούν τις μέρες τούτες σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις: “Στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά, αμάαααν Μαρία…” ή “Του Κίτσου η μάνα κάθονταν…”. Πώς ξαπλώθηκαν κι έγιναν πανελλήνια τα έθιμα αυτά; “Πολιτιστικός Ιμπεριαλισμός”, θα έλεγα εγώ, αφού από το Κέντρο πηγάζουν και εκπορεύονται τα πάντα και ο,τι τοπικό πάει να εξαφανιστεί μέσα στη θολή σούπα της σκόπιμης ή όχι ομογενοποίησης. Ας βρουν όμως την απάντηση οι κοινωνιολόγοι. Η ουσία είναι πως στα νησιά του Αιγαίου το αρνί ή το κατσίκι παραδοσιακά έμπαινε από βραδύς στον ξυλόφουρνο, σε σφραγισμένη με ζύμη γάστρα ή παραγιομιστό με διάφορους τρόπους -ο Καρπάθικος “πασπαράς”, ας πούμε. Μαγειρευόταν ακόμα και στην κατσαρόλα, καπαμά, με τα εντόσθια και λαχανικά εποχής.
Προσωπικά, επιμένω στο φουρνιστό αρνί που το βρίσκω πιο εύγευστο, σχετικά πιο ξεκούραστο και οπωσδήποτε πιο ελεγχόμενο στο ψήσιμο. Το σουβλιστό το τρώω κι αυτό ευχάριστα, μόνο όμως αν το έχει (καλο)ψήσει κάποιος άλλος.
Εύχομαι καλή διασκέδαση, με χορούς και τραγούδια, με κοκορέτσι και αρνί και κατσικάκι ψητό και μπόλικο κρασί. Να πάνε κάτω τα φαρμάκια και να σκάσουν όσοι μας κακολογούνε.