Αναγνώστες

Όσα δε σου είπα, της Μαριάννας Βασιλείου

Spread the love

 

 

 

 

Πειραιάς- Σπέτσες. Δύο ώρες και είκοσι λεπτά.

 

Επιβίβαση.

 

Σε πρωτοείδα εκείνο το πρωινό στο κυλικείο, να παραγγέλνεις καφέ και να κοιτάς γύρω σου αφηρημένα. Συγκέντρωνες τα βλέμματα μα δε φαινόταν να το συνειδητοποιείς. Μου άρεσε να σε παρατηρώ. Αύρα αέρινη και διαφορετική. Κοιτούσες τον κόσμο στα μάτια και τους καλημέριζες με χαμόγελο. Αυτό με έκανε να βγαίνω στο κυλικείο, κάθε μέρα την ίδια ώρα, χωρίς να το συνειδητοποιώ. Για να κλέβω μια στιγμή σου. Ήμουνα ζορισμένος εκείνη την εποχή. Ή μάλλον χαμένος στον εγωκεντρισμό μου. Γιγάντωνα τα προβλήματά και ταυτιζόμουνα μαζί τους. Κλειδαμπαρωμένος να βλέπω τον κόσμο μέσα από τους παραποιητικούς φακούς του πληγωμένου εγώ. Λες και ήμουνα το κέντρο του σύμπαντος. Η αύρα σου όμως μου έδινε χαρά. Κι ας μην στο έχω πει ποτέ. «Ωραίος άνθρωπος φαίνεται», -με τη δυσπιστία που πάντα με διακατέχει- σκεφτόμουνα.

 

Σε θυμάμαι ξανά ένα μεσημέρι λιπόθυμη με συναδέλφους γύρω σου ανήσυχους να προσπαθούν να σε συνεφέρουν. Είχα τρομάξει ώσπου να ανοίξεις τα μάτια σου. Με είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Με θυμάμαι να φεύγω, να βάζω μουσική στο ραδιόφωνο και να αναρωτιέμαι γιατί ανησυχούσα τόσο για μια άγνωστη ύπαρξη.

 

Σε μια επόμενη σκηνή, εκείνο το μεσημέρι του Αυγούστου, τελευταία μέρα πριν ξεκινήσει η άδειά σου και φύγεις για διακοπές: ένα λεπτοκαμωμένο σώμα να κουβαλάει βαλίτσες, λάπτοπ, τετράδια. Χαριτωμένη μέσα στο άγχος σου να προλάβεις το κτελ για τη Ραφήνα. Θυμάμαι τα εκατό ευχαριστώ που μου είπες όταν σου πρότεινα να σε πάω με το αμάξι μέχρι τη στάση – δίπλα στο σπίτι μου ήταν σου είχα πει. Το πρώτο μου ψέμα, ήθελα απλά να περάσω λίγα λεπτά μέσα στο αμάξι μαζί σου.

 

Αργότερα ο νους μου σε φέρνει να χορεύεις. Παραμονές Χριστουγέννων. Σ’ έχω στο νου μου ζαλισμένη, με τα μάτια σου να μισοκλείνουν αφήνοντας μια ονειρική αίσθηση και το κορμί σου να το οδηγεί η μελωδία. Σαν πλάσμα που αγαπάει να δραπετεύει. Ταξιδιάρικη μορφή. Προκαλούσε το μυαλό μου να σε ερμηνεύσει. Και κάπου εκεί θυμάμαι πως μ’ αγκάλιασες φεύγοντας. Δεν ήξερα αν ήταν γιατί θα έπαιρνα άδεια και θα έλειπα κάποιες εβδομάδες ή γιατί ήθελες να γεννηθεί το άγγιγμά μας. Γλυκάθηκε η ψυχή μου πιστεύοντας το δεύτερο. Μπλέχτηκε ο αιφνιδιασμός με την αμηχανία μου και σου ανταπέδωσα μια διστακτική αγκαλιά. Ώρες αργότερα στον καναπέ μου δεν μπορούσα να κοιμηθώ κι άκουγα τα βιολιά της Καραΐνδρου για να φέρνω εντονότερα τη μορφή σου στο μυαλό μου. Τα μάτια σου τα φωτεινά ˙ το δίχως άλλο, μονοπωλούσαν τη σκέψη μου.

 

Ίσως εκείνη τη νύχτα σε ερωτεύτηκα. Ή μπορεί και ένα μήνα αργότερα όταν σε ξαναπήρα αγκαλιά. Όταν τα χέρια μου ήταν ιδρωμένα και ένιωθα την καρδιά μου να σπάει. Σαν εφήβου στο πρώτο ερωτικό κάλεσμα. Μπλέχτηκαν οι καρποί μας καθώς κοιτούσα τα μάτια σου ακόμα μια φορά στο σκοτάδι της νύχτας και τα χείλη μου χάιδεψαν απαλά το πρόσωπό σου. Ένα χαμόγελο σαν τόξο άνθισε. «Το αποψινό χαμόγελο το λάτρεψα», σου χα πει εκείνο το βράδυ.

 

Πηγή αντιθέσεων το είναι σου. Πρόσκληση να σε γνωρίσω. Να εξερευνήσω τα καθρεφτίσματά σου. Ένα πάθος γεννιόταν μέσα μου, τόσο αυθεντικό που ξεπερνούσε τις ενοχές. Παλέτα χρωμάτων η ψυχή σου. Σε κρυφοκοιτώ καθώς αλλάζεις χρώμα. Στο κίτρινο γίνεσαι επιθετική. Περισσότερο απ’ όσο μπορείς να αντέξεις. Στο κόκκινο φοράς το πέπλο του πάθους. Είναι εκεί που ερωτεύεσαι τη ζωή. Όταν ανθίζεις μέσα στην ελευθερία της φευγάτης ύπαρξης σου. Στο μπλε παίρνεις το πρόσωπο του φόβου. Είναι όταν έχεις εκείνο τον κόμπο στο λαιμό και τα μάτια σου βουρκώνουν. Πνίγεις σε δάκρυα κραυγές αγάπης. Στο πράσινο η αντάρα φεύγει και το μέσα σου μεταδίδει την πολύτιμη γαλήνη του. Είναι όταν μου διάβαζες στίχους του Καρυωτάκη, εντυπωσιασμένη από τον υπολανθάνοντα αυτοσαρκασμό μιας ψυχής εκ πρώτης όψεως βυθισμένης στο σκοτάδι.

 

Στην καρδιά του χειμώνα και στα γενέθλια σου περπατούσαμε παρέα στο πάρκο κοντά στο σπίτι σου. «Εδώ την Άνοιξη γίνεται η Ανθοκομική, θα έρθουμε και τότε ε;», μου ψιθύριζες. Σου ευχήθηκα να τα εκατοστήσεις κι εσύ μου διάβαζες στίχους που έγραφες το προηγούμενο βράδυ, μπλεγμένη στη δείνη της μελαγχολίας. Και τον εαυτό μου να σε αγκαλιάζει και να σε αποτρέπει από τις φυλακές του νου σου – ειρωνεία.. Και την άλλη μέρα, σου έκανα δώρο τα εισιτήρια για την παράσταση που τόσο είχαμε συζητήσει. «Τους ανθρώπους που μιλάνε πολύ να τους αγαπάτε. Είναι από μοναξιά», ήταν η ατάκα του έργου που έκανε το μέσα σου να σπάσει και να ξεσπάσει σε δάκρυα.

 

Περνούσες δύσκολα κι εσύ. Μπαινοέβγαινες στα νοσοκομεία να φροντίζεις τον πατέρα σου. Σε θυμάμαι μέρες να κλαις και να λυπάσαι, προεξοφλώντας ένα πένθος κι άλλες να ελπίζεις ότι όλα θα πάνε καλά και πως θα ξεπεράσει την αρρώστια του. Δάγκωνες τα χείλη σου και συνέχιζες. Δεν ήξερα πώς να σου συμπεριφερθώ -ένα από τα ελαττώματά μου είναι η άχαρη εκδήλωση του αληθινού μου συναισθήματος. Σου κρατούσα το χέρι και σου έδινα κουράγιο. Σου υπενθύμιζα τη δύναμή σου. Έτσι ήταν ορισμένο στο δικό μας κώδικα επικοινωνίας. Και φάνηκε να δουλεύει. Ένιωθα όμορφα όταν μπορούσα να σου δίνω αισιοδοξία.

 

Σου άρεσε να σου χαιδεύω τα μάγουλα και να αγγίζω τα χέρια σου. Μου άρεσε να σε κάνω να χαμογελάς. Σου άρεσε να σου φτιάχνω φυσικούς ανάμεικτους χυμούς. Μου άρεσε που μέσα σου καθρεφτίζονταν κομμάτια του εαυτού μου. Παραπλάνηση ή αλήθεια; Θυμάμαι ακόμα πως σε κάθε καληνύχτα μας, χάιδευες τα μάτια μου και τα φιλούσες. Έλεγες ότι σ’ άρεσε η ματιά μου. Ένιωθα σαν ευλογία τις άκρες των δαχτύλων σου στο δέρμα μου.
«Μια μέρα θα κάνουμε κοπάνα από τη δουλειά και θα την περάσουμε μαζί». Σε πήρα και φύγαμε. Μας έκανε τη χάρη ο ήλιος και έλαμπε. Θυμάμαι τα μαλλιά σου να ξανθαίνουνε στο φως και τις ψυχές μας να γαληνεύουν στο πράσινο, στη φύση, στην ομορφιά του τοπίου. «Απλή είναι η ζωή, πνεύμα ανήσυχο». « Κοίτα ποια μιλάει!», σου ‘λεγα γελώντας.

 

Σύντομες οι σκηνές μας αλλά βασικές για την εξέλιξη της υπόθεσης.

 

Σου χα υποσχεθεί ότι θα ζήσουμε μαζί, με την αγκαλιά μας εκτεθειμένη στο φως και όχι στο σκοτάδι. Δε φάνηκε ποτέ να πίστεψες ότι το εννοούσα. Από φόβο ή από ένστικτο; Δεν έμαθα ποτέ. Είναι μέσα στα όσα δε σε ρώτησα.

 

Δεν μπόρεσα να κρατήσω την υπόσχεσή μου. Φοβήθηκα να αφήσω τη στρωμένη μου ζωή. Κι ας έκρυβα κάθε βράδυ τις κραυγές μου κάτω από το χαλί, προκειμένου να παριστάνω τον ευτυχισμένο. Κι έτσι σε άφησα. Και φόρεσες τα κίτρινά σου. Έκλαψες από προδοσία. Ζήτησες εξηγήσεις. Ξανά και ξανά. Το έβαλα στα πόδια. Κρύφτηκα. Στο νου μου τα μάτια σου αυτή τη φορά ορθάνοιχτα να με κοιτούν με κραυγαλέο παράπονο. Να μου φωνάζουν ένα γιατί, που ακόμα και σήμερα που δεν το θυμάσαι πια, εύχομαι να υπάρχει κάπου καταχωνιασμένο μέσα σου. Πάλι εγωιστή θα με πεις. Ίσως και να είμαι.

 

Δεν σου μιλούσα πια. Μπήκα στο ρόλο του αδιάφορου, φυλακίζοντας ότι πρόλαβε να γεννηθεί. Θυμάμαι ακόμα πόσο γελοίος αισθάνθηκα όταν έχασες τον πατέρα σου και σε είδα να σβήνεις στους λυγμούς σου. Με κοίταξες μέσα στα μάτια βαθειά. Τη μια στιγμή ένιωθα να ζητάς την αγκαλιά μου. Την επόμενη, ένιωσα να θυμώνεις που δε σου την προσέφερα. Ίσως τότε σε έχασα για πάντα. Έφυγες νύχτα από τη δουλειά κι εγώ σε ακολούθησα με το αμάξι για να βεβαιωθώ ότι θα φτάσεις με ασφάλεια στο σπίτι σου. Δε με είδες το ξέρω. Για μια στιγμή το σώμα μου έτεινε να βγει από το αμάξι και να φωνάξει τ’ όνομά σου. Μα ούτε τότε μπόρεσα. Σε είδα να χάνεσαι στο βάθος και να μπαίνεις σπίτι σου. Τουλάχιστον ήσουνα ασφαλής.

 

Άφιξη στο λιμάνι των Σπετσών.

 

 

Ώρα αποβίβασης.

 

ΥΓ: Σε λίγες ώρες θα σε δω νύφη. Στο πλευρό κάποιου πιο θαρραλέου από εμένα. Ντυμένη στα λευκά. Λευκό, ο συνδυασμός όλων των χρωμάτων. Βάζω στοίχημα ότι θα σου πηγαίνει.

 

 

Μαριάννα Βασιλείου

SHARE
RELATED POSTS
Story, της Λίνας Βέλκου
Οι αργόσχολοι και η πνευματική κρίση, της αναγνώστριας Μ.Β.
Όχι αυτό, το άλλο, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.