Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Όλα λάθος, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Spread the love

11805980_1612074449065268_1929602863_n.jpg

Ματίνα Ράπτη-Μιληλή

Σήμερα είμαι με βαριά καρδιά, τόσο βαριά σαν τον ουρανό. Κοιτάζω τα απειλητικά σύννεφα και σκέφτομαι αν θα πραγματοποιήσουν ξανά τις απειλές τους. Πιο πολύ ανησυχώ μην είμαι εγώ αυτή την φορά ακριβώς από κάτω τους. Πολύ εγωιστική σκέψη και την διαγράφω αμέσως από το μυαλό μου κουνώντας το κεφάλι μου πέρα δώθε σαν να θέλω να ανακατέψω τα γράμματα και να μην βγάζουν πια νόημα οι λέξεις που την σχημάτισαν.

Από χθές σκέφτομαι τον πατέρα μου που μου έλεγε πόσα ρέματα υπήρχαν και πόσα νερά κατέβαιναν από την Πάρνηθα όταν ήταν εκείνος μικρός. Τον παλιό εκείνον τον καιρό, που λένε. Τότε που ήταν όλα πράσινα, νερά έτρεχαν γύρω από πλατάνια του Κηφισού που σήμερα είναι ένας βρωμότοπος, ένα σκουπιδαριό.

Αηδόνια τραγουδούσαν τότε εκεί, μου έλεγε, αηδόνια και τα νερά ήταν κρύσταλλο.

Και πού είναι τώρα αυτά τα ρέματα και τα ποταμάκια μπαμπά;

Να …να, κάτω από τα σπίτια, τις πολυκατοικίες, τους δρόμους. Εκεί, εκεί, κι εκεί κι εκεί.

Ε, τότε δεν φταίει μόνο η φύση, είμαστε και μεις λιγουλάκι βλήματα.

Αυτό το «τσιμέντο να γίνει» έπαψε να είναι αστείο πια μπαμπά μου. Γιατί κάτω από το τσιμέντο το χώμα περιμένει. Δεν το σεβαστήκαμε και μεις.

Έξω άρχισε πάλι να βρέχει. Μιά βροχή πολύ άγρια, σαν να μας έχει άχτι. Δεν νομίζω όμως να μας μισεί ιδιαίτερα. Εμείς είμαστε που την κάναμε ποταμάκια λάσπης και την αφήσαμε να έρθει να μας πνίξει. Αυτή δεν το ήθελε, είμαι σίγουρη. Δεν είχε πού να πάει η καημένη. Δεν είχε πού να σταθεί και πήρε τον μοναδικό δρόμο που ήξερε. Προς την θάλασσα. Άλλο που στον δρόμο πήρε μαζί της κι ό,τι βρήκε. Αυτοκίνητα, μάντρες, ξύλα, δέντρα, ψυχές. Τί έφταιγε αλήθεια;

Η βροχή σταμάτησε πάλι. Μέσα από την ασφάλεια του σπιτιού μου παρακολουθώ τα αυτοκίνητα στον δρόμο να βιάζονται να επωφεληθούν της ολιγόλεπτης ανακωχής με τα φυσικά φαινόμενα για να προλάβουν να χωθούν στο στεγνό τους σπίτι, με αποτέλεσμα να πιτσιλάνε ανύποπτους διαβάτες. Δεν χρειαζόταν να πέσουν σε λακούβες αφού όλοι οι δρόμοι μοιάζουν λιμνούλες με νερά που τα ρυτιδιάζει ο αέρας. Αν δεν ήταν αποτέλεσμα καταστροφής θα μπορούσες να το πεις και πολύ ρομαντικό σαν εικόνα…Ειδικά το βράδυ με τα φώτα του δρόμου-όπου δεν έχει κοπεί το ρεύμα-. Μια Βενετία στα πόδια μας.

Από την τηλεόραση στο σαλόνι ακούγεται η αναστατωμένη φωνή της δημοσιογράφου να καταμετρά θύματα, ζημιές, περιουσίες στη λάσπη. Να ένα ψυγείο που περνά βιαστικά μπροστά από την κάμερα σαν να το οδηγεί κάποιος με τηλεχειριστήριο. Και αυτή η λάσπη μου θυμίζει κάτι κατολισθήσεις κάπου στην νότια Αμερική που έψαχναν τους ανθρώπους, τα σπίτια, το χωριό ολόκληρο με τα φτυάρια. Κατέβηκε, σου λέει, το βουνό και πήρε όλο το χωριό! Τί γίνεται στον κόσμο! Αδιανόητα πράγματα!

Αδιανόητα; Όχι και τόσο.

Η τρεμάμενη φωνή της δημοσιογράφου με το αδιάβροχο και την κακή επιστροφή στο στεγνό και ασφαλές στούντιο του καναλιού μπερδεύεται με τις φωνές και τα κλάματα των άτυχων κατοίκων που έζησαν την θεομηνία και δεν ξέρουν τί να πρωτοπούν, πού να ζητήσουν βοήθεια, πού να ρίξουν ευθύνες. Πιό σπαρακτικοί είναι αυτοί που λένε με δάκρυα στα μάτια πως δεν θέλουν να μιλήσουν, λένε μόνο «να , κοιτάξτε τα χάλια μας, εγώ τελείωσα» και παρακαλούν τις κάμερες να φύγουν, με τόση ευγένεια που ειλικρινά δεν καταλαβαίνω πού την βρίσκουν κάτι τέτοιες άγριες ώρες!

Πιστεύω πως το μόνο που θα ήθελαν στην πραγματικότητα θα ήταν να μπορούσαν να γυρίσουν τον χρόνο πίσω. Σαν μιά ταινία που έβλεπα ένα βράδυ όπου μιά παρέα πιτσιρικάδων έφτιαξε μιά μηχανή του χρόνου και πήγαιναν πέρα δώθε να διορθώσουν ό,τι πίστευαν πως μπορούσε να αλλάξει τις ζωές τους προς το καλύτερο. Ακόμα κι αυτοί τα έκαναν σαλάτα στο πέρα δώθε, , μπερδεύτηκαν, μπέρδεψαν τις ζωές τους αναμετάξυ τους και κατέληξαν στο κοινότυπο «ό,τι γράφει δεν ξεγράφει»…

Όσο για τους κατοίκους μιά πόλης χτισμένης άναρχα κάτω από ένα καμμένο βουνό, η καταστροφή ήταν ζήτημα χρόνου. Γιατί σας είπα για το χώμα κάτω από τα τσιμέντα, αυτό που περιμένει.

Οι άνθρωποι έφτιαξαν σπίτια για να βάλουν ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι τους , το κράτος έκανε λίγο πως είχε νευριάσει, αλλά τελικά τους συγχώρεσε και με λίγα λεφτουδάκια η νομιμότητα ερχόταν πάλι στα ίσα της. Η νομιμότητα που το ίδιο το κράτος έκανε πλαστελίνη και τους έφτιαξε το «παραθυράκι» που χρειαζόταν πέρα από τους τόνους του μπετόν και τα τούβλα και τα σίδερα που θα συναρμολογούσαν το μικρό τους σπιτάκι-όνειρο ζωής. Ένα εργοστάσιο στην άκρη τους ρέματος, ένα βενζινάδικο στο χείλος του γκρεμού, βίλες στην πλαγιά, που κάποτε ήταν δάσος αλλά κάποιος έφτιαξε μιά πόλη για την θέα και το θεαθήναι…
Γιατί δεν είναι μόνο τα παράνομα, είναι και τα βαφτισμένα νόμιμα. Ε, ας πληρώσουμε και ένα πρόστιμο στην τελική.

Το κράτος ήξερε προφανώς τί έκανε. ΄Αλλωστε πού να χωρέσουμε όλοι σ΄αυτό το έρμο το λεκανοπέδιο έτσι που στριμωχτήκαμε ο ένας παν΄ στον άλλον. Πάνω χέρι κάτω χέρι, τίνος είν΄το παραπάνω!

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κάηκε και το σύμπαν. Αυτό ήταν εκτός προγραμματισμού. Ατυχία το λες. Καιγόταν τα βουνά μας χρόοονια ατελείωτα. Είχαμε δελτίο πυρκαγιών κάθε καλοκαίρι, λες και ήταν κάτι φυσιολογικό… και μπορεί τα καλοκαίρια να έμοιαζαν ατελείωτα, τα δέντρα όμως όχι.

Τώρα που άρχισε πάλι η βροχή το μυαλό μου στριφογυρίζει στον καημένο τον Νώε και την κιβωτό του. Και τότε, σκεφτείτε το και σεις, δεν είχαν μπαζώσει κανένα ρέμα!

Τελικά ίσως μόνον ο Θεός μπορεί να μας προστατεύσει κι αυτός…μόνο αν δεν είναι τσαντισμένος μαζί μας. Σκούρα τα πράγματα σας λέω, σαν τον ουρανό σκούρα.

Κοιτάζω ξανά ψηλά. Κάπου στο βάθος ένα σκίσιμο στα μολυβένια σύννεφα και μιά αχτίδα φωτός ξεγριστράει. Κι άλλη κι άλλη. Η βροχή όμως συνεχίζει να πέφτει.

Παράξενη που είναι η φύση! Εκεί που μας τρομάζει, εκεί μας ηρεμεί. Πόνοι γέννας. Μιά στο καρφί και μιά στο πέταλο.(Αν και γω πάντα λυπόμουν τα καημένα τα αλογάκια που τα πετάλωναν γιατί νόμιζα πως τα πονούσαν φριχτά. Σαν τον Ιησού νόμιζα πως τα κάρφωναν στον σταυρό, τα καημένα).

‘Εβγαλε ήλιο κανονικό τώρα. Οι ειδήσεις ακόμα παίζουν την εθνική μας τραγωδία και οι πολιτικοί αρχίζουν το μαλλιοτράβηγμα. Και πολ΄λυ το άργησαν.

Θα επισκεφτούν τον τόπο της καταστροφής με τα ειδικά τους αδιάβροχα και τις γαλότσες. Θα τους πάνε και θα τους φέρουν χωρίς να χρειαστεί να βρέξουν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι. Θα τάξουν βοήθειες, κάποιες θα τις δώσουν κιόλας. Στα καφενεία, στα κομμωτήρια, στα οικογενειακά τραπέζια, στις παρέες όλοι θα μιλάνε για το ψάρι που βρωμάει από το κεφάλι…και η ζωή θα συνεχιστεί για όλους.

Για όλους εκτός από καμιά δεκαπενταριά «άτυχους» που βρέθηκαν, οι καημένοι, στο λάθος μέρος την λάθος στιγμή. Ανακοινώθηκε μάλιστα πως οι κηδείες τους θα γίνουν δημοσία δαπάνη. Λάθος μέρος και λάθος στιγμή.

Όλα λάθος.

 * Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Η ιστορία της Στεφανίας (κεφ. α’), της Τζίνας Δαβιλά
Κλήδονας, η λαϊκή μαντεία, της Μαρλένας Σκουλά-Περιφεράκη
Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.