Βιβλίο

Οι τολμηρές γυναίκες του Άλλου Μύθου του Σπύρου Συρόπουλου, της Τίτσας Πιπίνου

Spread the love

Τίτσα Πιπίνου: ένας Άσσος στην περιουσία της Ρόδου, της Τζίνας Δαβιλά

 

 

 

 

Η Τίτσα Πιπίνου είναι λογοτέχνης. 

 

Ο Σπύρος Συρόπουλος είναι Αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Αιγαίου

Το βιβλίο του “Η Γυναίκα του Άλλου Μύθου” κυκλοφορεί

από τις εκδόσεις Gutenberg

 

 

Πηνελόπη, Μήδεια, Άλκηστη, Καλυψώ.

Οι γυναίκες ήταν και παραμένουν ένα ενδιαφέρον θέμα στη λογοτεχνία και μάλλον ο Σπύρος Συρόπουλος με θεωρεί «ειδική» στο θέμα των γυναικών, μιας και εγώ ασχολούμαι συνέχεια μαζί τους στα βιβλία μου.

Εδώ θα σας πω κάτι που έχει ενδιαφέρον. Ήμουν σε ένα βιβλιοπωλείο και είχα ακουμπισμένο πλάι μου το βιβλίο του Σπύρου-καθώς ήταν οι μέρες που έγραφα την παρουσίαση- όταν ήρθε να με επισκεφτεί η εκπρόσωπος των εκδόσεων Gutenberg, είναι οι εκδότες του βιβλίου του. Συζητώντας για άσχετα θέματα και πέφτοντας η ματιά της στο βιβλίο, μου λέει, αυτό το βιβλίο είναι δικό μας, φυσικά το γνώριζα. Και προσθέτει, «όταν το βιβλίο έφθασε στον οίκο μας, δεν πιστεύαμε ότι ένας άνδρας ήταν ο συγγραφέας του! Είναι απίστευτος ο τρόπος που διείσδυσε στην γυναικεία ψυχολογία». Συμφώνησα και πρόσθεσα πως αν στο εξώφυλλο δεν είχε όνομα θα ήμουν απόλυτα σίγουρη ότι είναι γραμμένο από γυναίκα. Με έκανε να επιβεβαιώσω ότι οι ψυχές είτε ανδρικές, είτε γυναικείες στο βάθος τους τα συναισθήματα είναι όμοια.

Και τώρα ένας άνδρας, γράφει για τις γυναίκες ένα πεζό γεμάτο ρυθμό σαν πεζοτράγουδο που κινείται ανάμεσα στο δοκίμιο, το θεατρικό, τη μυθολογία αλλά κυρίως κινείται ανάμεσα στη γλώσσα και στις αισθήσεις.

Ο Σπύρος γράφει για τις γυναίκες ηρωίδες των αρχαίων τραγικών. Είναι ήδη ηρωίδες και επομένως μυθικές και αδιαπραγμάτευτες. Ο Σπύρος όμως διαπραγματεύεται τα αισθήματα τους. Ξαναγράφει τον μύθο με ένα τρόπο τολμηρό, ανατρεπτικό και σύγχρονο. Και μας οδηγεί όλο και πιο βαθιά στη ρυθμική, συχνά ασθμαίνουσα πρόζα του. Καμιά πτυχή της ιστορίας τους δεν φαίνεται να του είναι ξένη ώστε να μπορεί να κάνει αυτό που έκανε. Δηλαδή να δανειστεί τα ονόματα τους και να ξαναγράψει την ιστορία τους με την αυθαιρεσία και την ελευθερία που μόνο η λογοτεχνία προσφέρει.

Οι ιστορίες αυτών των γυναικών είναι γραμμένες από τους αρχαίους συγγραφείς με ένα τρόπο απόλυτα εναρμονισμένο με το πνεύμα της εποχής και της κοινωνικής τους θέσης. Τώρα ξαναγράφονται κάτω από άλλο πρίσμα βάσει των εξελίξεων στην ψυχολογία, την κοινωνιολογία και την απελευθέρωση των γυναικών. Στα αρχαία κείμενα ποτέ οι γυναίκες αυτές δεν είχαν τον πρώτο ρόλο, πάντα ένα βήμα πίσω από τους άνδρες, πάντα στη σκιά . Ο συγγραφέας προσεγγίζει τις ηρωίδες των αρχαίων μύθων από μια άλλη σκοπιά ψυχολογική. Ο Συρόπουλος κάνει κάτι απλό, μετακινεί τον φακό του σε αυτές, τις φωτίζει και τους δίνει επιτέλους λόγο. Δεν είναι λόγος ακριβώς αυτό που ακούμε, αλλά κραυγή. Πνιγμένη κραυγή αλλά στην πρόθεση της κραυγή.

Στη δική του εκδοχή οι γυναίκες είναι ανατρεπτικές, αντισυμβατικές, παθιασμένες, τολμηρές, με όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες που συνήθως σκόπιμα αποσιωπούνται στις ηρωικές προηγούμενες, πιο αυστηρές εκδοχές τους. Δεν διαφέρουν σε τίποτα από τις σημερινές γυναίκες. Μας τις κάνει αληθινές. Και ακόμη και να μην συμφωνούμε μαζί τους τις συμπονούμε και συμπάσχουμε. Είναι σαν να παίρνει ένα παλιό πλεκτό το ξεπλέκει και με το νήμα πλέκει ένα άλλο πιο μοντέρνο.

Στην πραγματικότητα μπορεί να μην έχει αλλάξει τόσο η ιστορία όσο το πνεύμα, και ξέρουμε καλά ότι το ίδιο ακριβώς πράγμα, όταν αλλάξουμε το πνεύμα γίνεται κάτι εντελώς διαφορετικό.

Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν όρια στη μυθοπλασία και στην ουτοπία αφού από τη φύση τους οι μύθοι βασίζονται σε αυτές τις αρχές. Είναι η αναζήτηση της εμπειρίας που μετατρέπουν τη λογοτεχνία σε πειραματικό εργαστήρι κάθε φορά. Δεν αναζητά τα ηχηρά εφέ, ή την κολακεία του αναγνώστη αλλά τον κάνει να ανακαλύπτει τις πολλές εκδοχές του αποτελέσματος της ίδιας πράξης.

Εγώ θα σας μιλήσω για τις τέσσερις από τις επτά αρχαίες ηρωίδες.

Η Άλκηστη είναι η πρώτη.

Ο συγγραφέας δεν διστάζει, αυτή την ηρωίδα, το πρότυπο της συζυγικής αφοσίωσης, την Άλκηστη, που ομολογεί ότι έχει μάθει να είναι υπάκουη και ταπεινή στους άνδρες, που κανονικά δεν της επιτρέπεται να εκφράζει δημόσια τη γνώμη της, την βάζει να ξεκινά την αφήγηση της, που είναι και η πρώτη φράση του βιβλίου με τα λόγια: «Ο άνδρας μου είναι κλέφτης. Ο πιο αδίστακτος, δειλός και θλιβερός κλέφτης που έχει ζήσει ποτέ». Είναι σκληρά, συγκλονιστικά λόγια από μια γυναίκα που σε όλη τη ζωή της είχε διδαχθεί την συζυγική υπακοή και την σιωπή. Η Άλκηστη ευθύς εξ αρχής μας ξεκαθαρίζει ότι είναι θυμωμένη γιατί ο σύζυγος της στερεί τον θάνατο που θα τη δόξαζε. Ήταν πρόθυμη να θυσιαστεί χωρίς λύπη στη θέση του όχι από αφοσίωση αλλά για κάτι πιο ανθρώπινο, ίσως και πιο ποταπό, τη φιλοδοξία της να ξεχωρίσει και να μείνει αθάνατη. Απογυμνώνει την πράξη της από κάθε ηρωισμό και υψηλά ιδανικά. Ξεχωρίζει από όλους άνδρες και γυναίκες που δείλιασαν, που οπισθοχώρησαν. Θα προτιμήσει τον θάνατο προκειμένου να αποκτήσει όνομα ανάμεσα στις αφανείς βασίλισσες της ιστορίας και στο ατέλειωτο κονβόι γυναικών που το όνομα τους έγινε σκόνη στον χρόνο.

Σε καμία από τις αρχαίες εκδοχές του μύθου ο Άδμητος, ο σύζυγος της Άλκηστης, δεν παρουσιάζεται σαν δειλός. Ωστόσο εδώ μας αποκαλύπτεται ένας άνδρας που η αγωνία του θανάτου τον κάνει νευρικό και ψάχνει με αγωνία αντικαταστάτη του στον θάνατο. Ικετεύει, θυμώνει, κακιώνει, απελπίζεται. Είναι άνδρας, είναι βασιλιάς, είναι ισχυρός αλλά μας αποκαλύπτεται φοβητσιάρης .

Και η Άλκηστη από την άλλη, μια γυναίκα σαν τις περισσότερες γυναίκες, που η μόνη εκπαίδευση που της δόθηκε ήταν η οικιακή και η υπακοή. Που βγήκε από την πατρική φυλακή για να μπει ανήλικο κορίτσι στη γαμήλια παντοτινή φυλακή της. Γνωρίζει καλά ότι η ασήμαντη ζωή της θα γίνει σημαντική με την τελική επιλογή της.

Μήδεια τώρα. Η μάγισσα, η κακιά.

Χωρίς αμφιβολία η πιο πολυσυζητημένη και αμφιλεγόμενη ηρωίδα που σέρνει πίσω της την κατάρα της κατά συρροή δολοφόνου και εν τέλει της παιδοκτόνου, είναι η Μήδεια και γι αυτό η πιο τραγική και η πιο ενδιαφέρουσα. Όταν μοιράζαμε τις ηρωίδες με τον κύριο Τάσο Χαμουζά ήταν η πρώτη που επέλεξα ακριβώς γι αυτό.

Η Μήδεια ξεκινά τον μονόλογο της με ένα καγχασμό που αν και μόλις σκότωσε τα παιδιά της το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να απολαύσει την απόγνωση του Ιάσονα. Την τελική συντριβή του.

Κάνει αυτή την αποτρόπαιη επιλογή χωρίς να δείχνει μετάνοια ή πόνο, παρά η μανία για εκδίκηση και μόνο, την έχει τυφλώσει. Με νωπό το αίμα των παιδιών της στα χέρια της δεν κρύβει την περηφάνια της που έχει τσακίσει τον γενναίο και υπερόπτη πολεμιστή. Είναι το μόνο που τη νοιάζει. Δεν σκότωσε για να εκδικηθεί για την απιστία του- αντίθετα με ότι γνωρίζαμε ως τώρα- γιατί ο Ιάσονας της ήταν ξένος και από την αρχή αντιπαθητικός και η Μήδεια περιφρονούσε βαθιά τη λαχτάρα του για αναγνώριση, την αυθάδεια και την ψυχρότητα που την επέλεξε για σύζυγο. Τον εκδικήθηκε γιατί σκότωσε δόλια τον τρυφερό εραστή της, τον Δράκο. Που νίκησε και ταπείνωσε αυτόν τον φύλακα της χρυσόμαλλης προβιάς που κανείς μέχρι τότε δεν είχε νικήσει. Ο παθιασμένος χαρακτήρας της Μήδειας δεν μπόρεσε να το αντέξει. Και για έναν άλλο λόγο η περηφάνια της υπαγόρευε να παραβεί την επιθυμία του πατέρα της, να της τον δώσει σύζυγο και να αποτελέσει, αυτή μια γυναίκα έξυπνη, ισχυρή, με αισθήματα, καλύτερη του σε όλα το τρόπαιο μιας κάλπικης νίκης.

Πηνελόπη.

Το πρότυπο της υπομονής, της εγκράτειας και της απόλυτης πίστης στο έπος του Ομήρου και στη συνείδηση των περισσότερων. Πηνελόπη το υπόδειγμα, Πηνελόπη το παράδειγμα. Ακόμη και στις παραστάσεις των αρχαίων αγγείων απεικονίζεται μπροστά σε έναν αργαλειό, την πιο γυναικεία και ακίνδυνη ασχολία.

Πόσο αληθινό θα μπορούσε να είναι κάτι τέτοιο στην πραγματική ζωή; Πόσο καιρό θα μπορούσε στα αλήθεια να αντέξει αγόγγυστα μια νέα και όμορφη βασίλισσα ακόμη επιθυμητή, την εγκατάλειψη από έναν άνδρα χαμένο από χρόνια πολλά, χωρίς ούτε ένα δείγμα ζωής;

Όπως και με τις άλλες ηρωίδες του ο συγγραφέας και με αυτήν εδώ ξεκινά πολύ δυναμικά. Η Πηνελόπη οργισμένη και προδομένη από την πολύχρονη εγκατάλειψη αναρωτιέται, καθώς τον παρακολουθεί να κοιμάται αμέριμνος δίπλα της, πως μπορεί να το κάνει όταν είναι ακόμη λερωμένος από αθώο αίμα στα χέρια του και τη μυρωδιά του ξένου προδοτικού έρωτα των πολύχρονων περιπλανήσεων του στο κορμί του. Πως μπορεί να φαντάζεται ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει. Για την Πηνελόπη το ταξίδι του Οδυσσέα δεν είναι το ηρωικό και δοξαστικό έπος, παρά ένα ανόητο ταξίδι εγωισμού και ανδρικής αλληλεγγύης για την επιστροφή μιας γυναίκας άπιστης, κακομαθημένης και εγωίστριας. Τόσα δεινά για τόσους πολλούς, για το τίποτα. «Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη…» που θα έγραφε αιώνες μετά ο Σεφέρης.

Ήδη γνωρίζει ότι η ασκητική αυταπάρνηση και μοναξιά που της επέβαλε δεν ήταν παρά μία φόρμουλα θανάτου πριν τον πραγματικό θάνατο, και αυτό δεν του το συγχωρεί.

Η Πηνελόπη είναι μια άλλη Πηνελόπη από αυτήν που άφησε πίσω του ο Οδυσσέας. Ήδη από καιρό φευγάτη από την πατρική επιτήρηση και χωρίς την συζυγική εξουσία εδώ και χρόνια πια, έχει ανακαλύψει την ομορφιά της μοναξιάς, των δικών της επιλογών και νέους έρωτες. Ο ερχομός του Οδυσσέα τα χαλάει όλα.

Η Πηνελόπη δεν είναι η άπραγη, αθώα παιδούλα που άφησε πίσω στην πατρίδα, αλλά στα ατέλειωτα χρόνια της απουσίας του ωρίμασε και μεταμορφώθηκε σε μια συνειδητοποιημένη γυναίκα που τολμά να κρίνει τις πράξεις του βασιλιά.

Και τέλος η Καλυψώ.

Η ερωτευμένη νύμφη του Οδυσσέα.

Όπως και οι προηγούμενες και η Καλυψώ ξεκινά το ίδιο επιθετικά. Θα έλεγε κάποιος, μισώντας τη μοίρα της και την αθανασία που την καταδίκασε στην ερημιά του νησιού της και στην ερημιά των ανθρώπων καθώς και στην τιμωρία του θνητού έρωτα του Οδυσσέα. Δεν είναι μια θεά στον άφθαρτο θρόνο της, αλλά μια γυναίκα απελπισμένη και θυμωμένη που πρέπει να αφήσει ελεύθερο τον Οδυσσέα. Η γυναίκα που δεν θα διστάσει να κάνει σκηνές ζηλοτυπίας στον εραστή της όταν μαθαίνει την ύπαρξη της Πηνελόπης και μισεί την αιώνια μοναξιά που την καταδίκασε η αναχώρηση του.

Τέλος, ο συγγραφέας αναδεικνύει τις ανθρώπινες αδυναμίες των ηρωίδων του. Τις τσαλακώνει και εντέλει μας τις κάνει πιο συμπαθητικές, γιατί μας μοιάζουν. Οργίζονται το ίδιο με εμάς, μετανιώνουν και είναι ματαιόδοξες.

Στο βιβλίο έρχονται αντιμέτωπες διαρκώς με τις θεμελιακές υπαρξιακές κρίσεις, τη μοναξιά, την απώλεια, τον έρωτα και την προδοσία. Κλυδωνίζονται, τσακίζονται, πέφτουν κάτω, σηκώνονται ξανά, συνεχίζουν μέχρι τέλους.

Αυτές οι γυναίκες καθαιρούνται από σύμβολα και γίνονται αληθινές γυναίκες.

Αρνούνται να είναι άπραγα στολίδια στις ζωές των άλλων και καταργώντας τη σιωπή αιώνων που τις έχει τάξει η ιστορία, διεκδικούν την γνώμη τους, τον έρωτα, τη ζωή ή ακόμη και τον θάνατο τους αν είναι αυτός που θα τους χαρίσει την αθανασία.

SHARE
RELATED POSTS
Διήγημα: «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…» – Η Μεταμόρφωση (κεφάλαιο 12ο), του Νίκου Βασιλειάδη
20151006_230034.jpg
Συνάντηση με τη Ζυράννα Ζατέλη στο Πολύεδρο της Πάτρας
Μάνος Κοντολέων “40 χρόνια – έψαχνα πάντα τις λέξεις” Ημερίδας στις 27 Νοε στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.