Φωτογραφικό αρχείο: Μανώλης Δημελλάς
Οι γοργόνες ψόφησαν και οι μάγκες την έκαναν για αλλού! Κουράστηκαν, βάρυναν και βούλιαξαν ένα σωρό από παλιές ιστορίες, έφταναν οι χιλιάδες ταξιδιώτες της ανάγκης, αυτοί που άθελα τους έκαναν μια χαψιά τους μεγάλους θρύλους του λιμανιού.
Μύθους που για πολλά χρόνια ήταν δεμένοι στους σκουριασμένους κάβους, ξάπλωναν ξυπόλυτοι, γυμνοί και μόνοι, στις έρημες προβλήτες και πότε-πότε έμπλεκαν σε μια άγκυρα κι έπειτα έφερναν μια γυροβολιά όλο το Αιγαίο, γραπωμένοι στα ρέλια ενός βαποριού της άγονης.
Πάνε οι τρανές εποχές τους καπνισμένου λιμανίσιου ουρανού, στο σημερινό ξημέρωμα αγουροξυπνημένοι ταξιδιώτες βγαίνουν φορτωμένοι αποσκευές σχεδόν αθόρυβα, σχεδόν, αφού μονάχα οι τσαλακωμένες σκέψεις τους κάνουν σαματά τρύπιας εξάτμισης. Μα ούτε που κοιτούν τριγύρω τους, ο Πειραιάς δεν τους πολυνοιάζει, απομακρύνονται στα γρήγορα, ο τόπος τους πάντα τριγυρίζει κάπου αλλού.
Μικρά και μεγάλα επιβατηγά, μπαινοβγαίνουν φουριόζικα, παίρνουν μόρτικες στροφές και υμνούν, θαυμάζουν τον ήλιο. Κι αυτός, ο Αθεόφοβος, επιμένει να ρίχνει το βλέμμα του και να χαμογελά, ειδικά οι ανθρώπινες κραυγές του γίνονται όλο και πιο αδιάφορες.
Όταν είσαι περαστικός από το μεγάλο λιμάνι βιάζεσαι, δεν θέλεις να βλέπεις ερείπια, ανθρώπινα ή τσιμεντένια, διαλέγεις μια τρανή ιστορία και τη δαγκώνεις, έτσι σα το πιο πιστό σκυλί, πιάνεσαι τρυφερά από το πόδι της και παρασύρεσαι μαζί της. Δεν πειράζει το ψέμα της, όσο πιο χοντρό τόσο καλύτερα, σε ρουφά και σε νανουρίζει μέσα στη ψυχή της!
Μόνο τα θεόρατα κρουαζιερόπλοια, μα αυτά στέκουν μακριά, είναι δεμένα απέναντι από τους πρόσφυγες και κρατούν σφιχτά κάτι από την παλιές δόξες. Δικαιώνουν το παρελθόν με τον όγκο τους, τα γυαλισμένα σίδερα και τα αστραφετερά τζάμια τους ξύνουν τα σύννεφα, ίσως ακόμη και να τα ματώνουν, όμως η ματιά μας είναι και πάλι άτυχη, δε φτάνει μέχρι εκεί.
Λίγο αργότερα κάποια από τα πλοία της γραμμής έχουν πάρει θέση πάνω στα κύματα, τρέχουν για τους προορισμούς τους, ενώ άλλα δένουν χέρια στις προβλήτες και σβήνουν μηχανές. Τότε το λιμάνι μεταμορφώνεται, αποκτά ταυτότητα, γίνεται μια μικρή βομβαριδισμένη πόλη, από κείνες που δε θέλει κανείς να γίνει κάτοικος.
Στα άχαρα τσιμέντα του γράφονται οι πιο μεγάλες ιστορίες, πικρές και στυφές, σα τη γεύση μιας άρρωστης αμαγείρευτης σάρκας, μα κι αυτές θα πνιγούν μαζί με μια δύση που δεν καταφέραμε να δούμε.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr