Ανοιχτή πόρτα

Οι αμαρτίες πληρώνονται, το ίδιο και τα πρόστιμα, της Αλεξάνδρας Καρακοπούλου-Τσίσσερ

Alexandra Karakopoulou - Zisser
Spread the love

Alexandra Karakopoulou - Zisser

 

 

 

 

 

 

 

Αλεξάνδρα Καρακοπούλου-Τσίσσερ

 

 

 

 

 

POLIZEI2.jpg

 

Συνήθως αποφεύγω να γράφω αρνητικά σχόλια και τέτοιου είδους ιστορίες για την αγαπημένη μου μικρή πατρίδα. Με στεναχωρεί ως Ελληνίδα του εξωτερικού και μόνιμη κάτοικο Βιέννης εδώ και κάποια χρόνια, να ανοίγω το «κουτάκι» και να εξιστορώ εξοργιστικά, αλλά αληθινά γεγονότα, που όσο αισιόδοξη και να είμαι (που είμαι εκ φύσεως) «χαλιέμαι». Στεναχωριέμαι. Το παίρνω «πατριωτικά».

 

Ένα τέτοιο αρνητικό γεγονός επισκίασε τις κατά τα άλλα πανέμορφες διακοπές μας στην Ελλάδα, φέτος το καλοκαίρι, ένα συμβάν που θέλω να μοιραστώ μαζί σας, εδώ στην αγαπημένη μου Πόρτα.

 

Ξεκινήσαμε λοιπόν με το αυτοκίνητό μας, ένα ζεστό πρωινό του Ιούλη κατευθυνόμενοι προς την όμορφη Πάτρα. Ο Μάρκους δεν είχε επισκεφθεί ποτέ την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας και έτσι σκέφτηκα πως αν ακολουθούσαμε τον αμφιθεατρικό παλιό δρόμο, θα ήταν μια ακόμη μοναδική εμπειρία. Η απόσταση από τον αγαπημένο μου Λόγγο, είναι μικρή, γύρω στα 30 λεπτά περίπου. Χωρίς άγχος και αρνητικές σκέψεις, απολαμβάνοντας μουσικούλα και έχοντας πλάι μας το υπέροχο γαλάζιο της θάλασσας η διαδρομή ήταν απόλυτα καλοκαιρινή. Αφού καμαρώσαμε τα έργα που γίνονται στην καινούργια εθνική και σχολιάζοντας ολίγον σαρκαστικά τους μοτοσικλετιστές, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους δεν φορούσαν κράνος και έκαναν προσπέραση σε διπλή γραμμή, σκεφτήκαμε πως αν αυτό γινόταν στην Αυστρία το πρόστιμο θα έπεφτε σύννεφο. «Γκρίχενλαντ», αναφώνησα και κούνησα ελληνικά, παραδοσιακά το κεφάλι μου αριστερά – δεξιά.

 

Αφού «μπήκαμε» στην Πάτρα, μετά από κάμποσες διακλαδώσεις στον δρόμο, ταμπέλες στο πουθενά, παρακάμψεις που ούτε το GPS δεν αναγνώριζε και με λίγες «μαντικές» ικανότητες που μας περίσσευαν, φτάσαμε στον προορισμό μας.

 

Ο Μάρκους με ρώτησε με προβληματισμένο ύφος «Που θα παρκάρουμε;» και εγώ γέλασα κάνοντας νόημα πως μάλλον πρέπει να οπλιστούμε με υπομονή, αφού έχει απίστευτη κίνηση. Κάναμε τον γύρο του κέντρου της Πάτρας κάμποσες φορές δίχως ιδιαίτερη τύχη, χαζεύοντας τα διπλο-τριπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα, με ενδιάμεσα «χωμένα» μηχανάκια, με τα αλάρμ να αναβοσβήνουν. Προσπάθησα να θυμηθώ που ήταν το υπαίθριο secret spot πάρκινγκ που μας είχε πει η μητέρα μου, αλλά που τέτοια τύχη. Δυο τηλεφωνήματα μετά και ένα νεύμα με το χέρι του στιλ «είμαστε γεμάτοι» συνεχίσαμε να οδηγούμε μέσα στα στενά της Πάτρας προσευχόμενοι για μια θεσούλα.

 

Φτάσαμε στην οδό Γούναρη και εκεί, ανάμεσα σε ατελείωτη σειρά παρκαρισμένων αυτοκινήτων, είδαμε μια άδεια θέση. Αλάρμ, παρκάρισμα επι τόπου και χαρά απερίγραπτη. Δεν είδαμε απαγορευτικό σήμα πουθενά, οπότε και υποθέσαμε πως είμαστε νόμιμοι. Επιτυχία!

 

Οι ώρες πέρασαν, τα ψώνια μας τα κάναμε, το σουβλάκι μας το φάγαμε, τα σέλφι μας βγάλαμε και τελικά δεν θα ήταν το μοναδικό μας «αναμνηστικό» από την όμορφή μας βόλτα… Γυρίζουμε στον δρόμο που είχαμε παρκάρει και τι να δούμε… μας είχαν πάρει τις πινακίδες! Το αυτοκίνητό μας, μαζί με ένα μηχανάκι παρκαρισμένο πάνω στο πεζοδρόμιο (με τις πινακίδες και χωρίς κλήση), ήταν τα μόνα οχήματα που είχαν απομείνει στον δρόμο αυτό. Βρήκαμε ένα ροζ χαρτάκι, με τα στοιχεία του αυτοκινήτου, την ώρα που πήραν τις πινακίδες και το ποσό πληρωμής… είχα αρχίσει να «φουντώνω» και να βγάζω καπνούς από τα νεύρα μου… Ο Μάρκους τα είχε χάσει αφού δεν καταλάβαινε τον λόγο της κλίσης, όπως κι εγώ.

 

Πάνω στην σύγχυσή μας, είδαμε ένα καφέ στην γωνία του δρόμου και τρέξαμε να ρωτήσουμε αν είχαν δει κάτι και το σημαντικότερο, που πάμε τώρα να πάρουμε τις πινακίδες μας… Προς μεγάλη μας τύχη μες την ατυχία μας, η ιδιοκτήτρια του καφέ, ακούγοντας ποιοι είμαστε, μας έκανε νόημα να περιμένουμε να τελειώσει το τηλεφώνημά της για να μας πει κάτι σημαντικό. Πετύχαμε διάνα! Η ευγενική κυρία (που της είπαμε χίλια ευχαριστώ και τις δώσαμε άλλες τόσες ευχές για την ανιδιοτελή βοήθειά της) γνώριζε τον αστυνομικό που μας έγραψε. «Αντώνη, εγώ είμαι… έχω εδώ μαζί μου τα παιδιά με το Land Rover, με τις αυστριακές πινακίδες…», είπε στο κινητό της. Αφού του εξήγησε πως επιστρέφουμε στην Αυστρία και χρειαζόμαστε τις πινακίδες άμεσα, τελικά μας είπε πως μπορούμε να τις πάρουμε την επόμενη ημέρα κιόλας, πληρώνοντας το μισό του αρχικού ποσού. Αφού πήραμε ανάσα και χαρήκαμε προς στιγμή, την ρώτησα αν πήραν τις πινακίδες από όλα τα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα. Με χαμηλό τόνο στην φωνή και βλέμμα που άφηνε υπονοούμενα, μου είπε «όχι, έγινε επιλεκτική αφαίρεση πινακίδων»…«στους υπόλοιπους άφησαν απλά μια κλίση, αφού σταθμεύσατε στην κίτρινη γραμμή». Αυτό ήταν και το κερασάκι στην τούρτα.

 

Εξηγώντας στον Μάρκους τις λεπτομέρειες και ψάχνοντας την κίτρινη γραμμή, η οποία είχε σχεδόν σβηστεί, φύγαμε για τον Λόγγο, με το χωρίς πινακίδες αυτοκίνητό μας. Τσαντίλα και αγανάκτηση, αδικία και παράπονο, ανάμικτα συναισθήματα και με υπέρτατο θυμό φτάσαμε σπίτι, φορτώσαμε τα «μπανιερά» μας και κατευθυνθήκαμε προς την παραλία.

 

Την επόμενη μέρα, αφού είχαμε ξυπνήσει πρωί πρωί, όντας πανέτοιμοι για την εξόρμησή μας προς την Τροχαία της Πάτρας στην Ανθούπολη, θεώρησα σωστό να τηλεφωνήσω πρώτα, έτσι ώστε να μάθω τις ώρες εξυπηρέτησης του κοινού. Αφού κάποιος σήκωσε το τηλέφωνο στην άλλη γραμμή και δεν μιλούσε καθόλου, είπα απλά «Καλημέρα» και περίμενα μια απάντηση, για να καταλάβω αν πήρα τελικά το σωστό νούμερο. Οι απίστευτα αγενείς απαντήσεις και ο ειρωνικός τόνος της φωνής του αστυνομικού υπηρεσίας με έκαναν να καταλάβω πως τελικά στο ελληνικό δημόσιο συνεχίζουν να εργάζονται τα πιο ακατάλληλα άτομα…

 

Ναι, είχα «φορτώσει» και ανυπομονούσα να φτάσω στην Τροχαία έτσι ώστε να αντιμετωπίσω τα χειρότερα. Ο Μάρκους προσπαθούσε να με ηρεμήσει, έτσι ώστε να μην ξεφύγω λεκτικά και να κάνουμε «την δουλειά μας», δηλαδή να πάρουμε τις πινακίδες μας και να φύγουμε.

 

Φτάνοντας στην Τροχαία δεν ήξερες ασφαλώς που να παρκάρεις το αυτοκίνητό σου, δεν υπήρχε σχετική σηματοδότηση και ως ξένος, τουρίστας, αλλοδαπός …. όπως θέλετε πείτε το, δεν είχες την παραμικρή τύχη να βρεις άκρη.

 

Φτάσαμε στον σωστό όροφο, βρήκαμε ένα γραφείο, όπου «υποθέσαμε» πως είμαστε εκεί που πρέπει και αφού αντικρίσαμε τις πινακίδες μας από μακριά, περιμέναμε υπομονετικά την σειρά μας, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους «παθόντες» εκεί.

 

Μιλώντας με την αξιωματικό του γραφείου, που όταν μου απηύφθυνε τον λόγο νόμιζα πως είχε πάρει ένα κουτί Valium (μάλλον για να αντέξει το «καταπληκτικό» εργασιακό της περιβάλλον), μας εξήγησε πως δεν γίνεται να πάρουμε τις πινακίδες μας αυθημερόν και πως πρώτα πρέπει να υποβάλλουμε αίτηση στον διοικητή και να περιμένουμε τηλεφώνημά του. Εντάξει… εκεί έβαλα τα γέλια… ξέρετε πως… αυτό το γέλιο του «τρελού» που είναι έτοιμος να εκραγεί…

 

Εξηγώντας λοιπόν για πολλοστή φορά πως έχει η κατάστασή μας, ένας ευγενικός εξίσου κύριος, μου έκανε νόημα, μου έκλεισε το μάτι και μου έδωσε να συμπληρώσω μια σχετική αίτηση έτσι ώστε να πάρουμε τις πινακίδες μας επί τόπου. Αφού πήγε ο ίδιος στον διοικητή, με έβαλε να υπογράψω σε δυο – τρία σημεία, μας έδωσε τις πινακίδες και «γεια σας» ! Δεν χρειάστηκε να δείξω ούτε ταυτότητα, ούτε άδεια κυκλοφορίας…

 

Να σχολιάσω; Να πω τι; Να μιλήσω για αδικία; Για την «επιλεκτική αφαίρεση»; Για την κίτρινη γραμμή που δεν φαινόταν καλά καλά; Για την πινακίδα που δεν υπήρχε; Για το γεγονός πως ο Μάρκους ήταν τυχερός, που είναι παντρεμένος με Ελληνίδα… γιατί σε άλλη περίπτωση έπρεπε να τρέχει σε «μεταφραστή»; Τι να νιώσω; Περηφάνια για την ιστορική μου καταγωγή; Να αναρωτηθώ γιατί δεν υπάρχει η στοιχειώδης ευγένεια; Γιατί ο τραμπουκισμός είναι γένους ελληνικού; Πω, πω… ένιωσα πολύ άσχημα, σας το λέω με όλη την ειλικρίνεια. Σίγουρα υπάρχουν και «φωτεινά» παραδείγματα προς μίμηση, αυτά που θα σώζουν πάντα την κατάσταση στο χείλος του γκρεμού, αλλά γιατί να πρέπει να φτάνουμε πάντα στα άκρα. Τι έχει πια αυτό το DNA που «κουβαλάμε» στις πλάτες μας;

 

Μικρή πατρίδα, δεν έχεις βάλει μυαλό. Σαν άδικη κατάρα τριγυρίζεις γύρω από τον εαυτό σου και καις μαζί με τα ξερά και τα χλωρά. Τρως την ουρά σου και δεν σε νοιάζει τι θα απογίνουν όλοι αυτοί που θέλουν να σε δουν να λάμπεις και να ξεχωρίζεις. Η καρδιά μου θα χτυπάει πάντα μπλε, τα έχουμε πει αυτά. Αλλά κι εσύ δεν κάνεις τίποτα… έχεις παραδώσει τα όπλα και σε λίγο θα σε εξαγοράσουν για ένα κομμάτι ψωμί… άντε να σε δω μετά να τρέχεις να μαζεύεις τα αρχαία σου μνημεία και να ζητάς τους τίτλους ιδιοκτησίας πίσω…

 

Ιστορία μου, αμαρτία μου.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

 

SHARE
RELATED POSTS
Μπισκοτόσπιτα καρδιάς, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή
Το βρίσιμο και η αντιμετώπισή του, του π. Μάξιμου Παναγιώτου
Η δική ΜΑΣ Κρήτη και η δική ΣΑΣ, του Άγγελου Σπάρταλη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.