Εβδομάδα 2η Δευτέρα 29 – Σάββατο 4 Ιουλίου
Η διέξοδος αναβάλλεται. Το δημοψήφισμα δε θα δώσει καμιά λύση. Πρώτα απ’ όλα γιατί το αποτέλεσμα θα είναι οριακό, όπως φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις. Κι έπειτα γιατί μας οδήγησε σε ένα παράδοξο παιχνίδι. Οι ψηφοφόροι του «ναι» απαντούν στο ερώτημα ευρώ ή δραχμή και οι ψηφοφόροι του «όχι» απαντούν στο ερώτημα καταστροφικό μνημόνιο ή ανώδυνη συμφωνία. Με άλλα λόγια καταφέραμε να μετατρέψουμε την ασυνεννοησία σε έργο τέχνης. Και η κάθε ομάδα οχυρωμένη στη δική της λογική και στο δικό της ερώτημα παραθέτει επιχειρήματα και πελαγοδρομεί. Είναι προφανές ότι η περιπλάνηση μας στον παράξενο κόσμο που μόνοι μας δημιουργήσαμε θα συνεχιστεί. Και δυστυχώς θα αργήσουμε αρκετά να συντονιστούμε με τις ροές της εποχής μας.
Η κυβέρνηση ποτέ δεν είπε ψέματα. Οι κατηγορίες ότι η κυβέρνηση είχε σχέδιο να ναυαγήσουν οι διαπραγματεύσεις, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια επιπόλαιη ανάγνωση της αντιπολίτευσης. Όποιος πραγματικά πιστεύει ότι η κυβέρνηση είχε αυτή τη πρόθεση, προφανώς δεν γνωρίζει τι είναι και πώς σκέφτεται η Αριστερά. Όταν ο πρωθυπουργός εξήγγειλε το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης πίστευε ακράδαντα ότι θα μπορούσε και να το εφαρμόσει. Πίστευε ότι με τα επιχειρήματα του θα έπειθε τους Ευρωπαίους. Πίστευε ότι η πολιτική διαπραγμάτευση θα ήταν το κλειδί. Κι ότι οι δανειστές θα άκουγαν τη φωνή της λογικής. Όπως αυτός την αντιλαμβανόταν. Έριξε όλο το βάρος του στην τακτική, χωρίς να γνωρίζει ότι στην Ευρώπη η τακτική δε παίζει κανένα ρόλο. Κι έτσι η κυβέρνηση της Αριστεράς έφτασε στο αδιέξοδο όχι γιατί είπε ψέματα, αλλά γιατί η κοσμοαντίληψη της την εμποδίζει να κατανοήσει την εποχή μας και την οδηγεί μόνιμα σε πλάνες. Αλλά ψέματα δεν είπε ούτε ο Παπανδρέου, ισχυριζόμενος ότι «λεφτά υπάρχουν», ούτε ο Σαμαράς στις εξαγγελίες του στο Ζάππειο. Πίστευαν σε ότι έλεγαν. Όπως κι ο Βενιζέλος πίστευε ότι έδινε μάχη διώχνοντας την τρόικα. Κανείς τους δεν είπε ψέματα. Αλλά και κανείς τους δεν μπορούσε να αφομοιώσει το αληθινό νόημα της κρίσης. Κανείς τους δεν μπορούσε να πάρει τη μεγάλη πρωτοβουλία. Τη ρήξη με τις δομές στο εσωτερικό της χώρας.
Απλά μαθήματα παγκοσμιότητας και πολυπλοκότητας. Ο κόσμος πια είναι άρρηκτα συνδεδεμένος. Παλιά δεν ήταν έτσι. Τώρα είναι. Ο παγκόσμιος ιστός είναι χωρίς διακοπές on line. Και πάνω απ’ όλα το χρήμα ποτέ δε κοιμάται. Βρίσκεται σε μια αέναη κίνηση, χωρίς καμιά ανάπαυση. Η δυνατότητα non stop επικοινωνίας και η δυνατότητα να συναλλάσσεσαι με το άλλο άκρο της Γης οποιαδήποτε στιγμή του 24ώρου, είναι αυτό που συνοπτικά αποκαλούμε «παγκοσμιοποίηση». Πολλοί τη θεωρούν κατάρα, αλλά η ίδια η παγκοσμιοποίηση δεν αντιλαμβάνεται αυτές τις εναντιώσεις και συνεχίζει να δικτυώνει τον πλανήτη ολοένα και περισσότερο και με όλο και πιο σύνθετη τεχνολογία. Οι τράπεζες δεν είναι πια τα κτίρια, ούτε τα ATM που προεξέχουν. Είναι ένας παράξενος και δυσνόητος παγκόσμιος σχηματισμός. Είναι αδύνατο να απομονώσεις τη δική σου τράπεζα απ’ τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς ιούς που κυκλοφορούν. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κατανοείς και να προσαρμόζεσαι αναζητώντας οφέλη. Αλλά και οι κοινωνίες πια δεν είναι απλοϊκά ταξικές. Είναι πολύπλοκες, με πολλές διαστρωματώσεις και αλληλοεξαρτήσεις. Στα παλιά κάστρα αρκούσε να έχεις εφόδια για να αντέξεις μια πολιορκία. Αλλά το να λένε οι κυβερνητικοί ότι έχουμε επάρκεια σε καύσιμα, προφανώς δεν κατανοούν σε ποια εποχή ζουν. Τους κατατρέχει μια επικίνδυνη νοσταλγία παρωχημένων εποχών.
Ο σκληρός πυρήνας της ψευδαίσθησης. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η Αριστερά σέβεται παραδοσιακά τη δημοκρατία. Στο μυαλό της, δημοκρατία είναι η θέληση της πλειοψηφίας του λαού. Και θεωρεί ότι η ετυμηγορία του λαού πρέπει να είναι σεβαστή απ’ όλους. Σωστά όλα μέχρι εδώ. Όταν όμως η δική μας δημοκρατία συνομιλεί με την Ευρώπη, θα πρέπει να παίρνει υπ’ όψη της και το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Δηλαδή τους λειτουργικούς κανόνες που έχει συσσωρεύσει η Ευρωπαϊκή Ένωση στη πορεία προς την ολοκλήρωση της. Η Αριστερά θεωρεί ότι αυτοί οι κανόνες θα πρέπει να υποτάσσονται στις δημοκρατικές διαδικασίες της δικής μας χώρας. Κι επειδή αυτό δε συμβαίνει, η κυβέρνηση διαμαρτύρεται. Γιατί αδυνατεί να κατανοήσει το νόημα μιας συνένωσης δημοκρατικών χωρών. Γιατί πιστεύει ότι και οι άλλοι λαοί, των άλλων χωρών της Ένωσης σκέφτονται πανομοιότυπα με εμάς. Κι ότι το δικό μας «όχι» είναι αυτονόητα και δικό τους «όχι». Αυτή η ισχυρή ψευδαίσθηση είναι που οδηγεί την αριστερά σε σειρά λανθασμένων εκτιμήσεων. Η αποκατάσταση της αλήθειας θα γίνει όταν αποδειχθεί ότι το δημοψήφισμα δεν άσκησε καμιά απολύτως επιρροή στους λαούς και τις κυβερνήσεις της Ευρώπης.
Ένα πρωταρχικό ερώτημα. Τα βάσανα που προκαλούν τα μνημόνια ήταν πάντα στο επίκεντρο. Κι έτσι ποτέ δε βρίσκαμε το χρόνο να θέσουμε με ειλικρίνεια στον εαυτό μας το βασικό ερώτημα: Οι Ευρωπαίοι δανειστές είναι φίλοι ή εχθροί; Θέλουν να μας εκμεταλλευτούν ή είναι ειλικρινά αλληλέγγυοι; Ποτέ δε δώσαμε μια σταθερή και μόνιμη απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, γιατί ποτέ δε το θέσαμε ευθαρσώς. Πότε λέγαμε το ένα και πότε το άλλο, ανάλογα με το πού φυσούσε ο άνεμος της επικαιρότητας. Ή ανάλογα πώς μας βόλευε τη κάθε στιγμή. Και το ερώτημα φυσικά δεν αφορά τους πολέμιους της Ένωσης και του ευρώ. Αυτοί έχουν αποφασίσει. Αφορά εκείνους που επιθυμούν τη παραμονή μας στο σύστημα. Και που οι περισσότεροι πορεύονται αμφιταλαντευόμενοι και αναποφάσιστοι.
Η διπροσωπία των Ευρωπαϊστών. Η συντριπτική πλειοψηφία εκείνων που θα ψηφίσουν «ναι» στο δημοψήφισμα τρέφουν ταυτόχρονα μια αποστροφή για τους δανειστές και πιο πολύ για το ΔΝΤ. Σε όλα τα χρόνια της πενταετούς κρίσης, οι περισσότεροι ευρωπαϊστές σε καμιά στιγμή δεν είδαν την ανάγκη για ένα μνημόνιο σαν μια ευκαιρία για να αλλάξουν τη χώρα. Θεωρούσαν πάντα ότι το μνημόνιο είναι ξένο σώμα. Ένα βάρος που μάς το επέβαλλαν ξένοι σκληροί δανειστές. Απλά το ανεχόντουσαν γνωρίζοντας ότι ο δρόμος της ρήξης θα οδηγούσε σε τραγωδία. Όμως έτσι με έναν έμμεσο τρόπο ομονοούσαν με τις κραυγές των εθνικιστών και την τυφλή αντίσταση της Αριστεράς, που είχαν στήσει τον δικό τους ανένδοτο αντιευρωπαϊκό αγώνα. Έτσι χάθηκε ο χρόνος. Στη ατολμία και στην αβεβαιότητα των ευρωπαϊστών κυρίως οφείλεται ότι το κράτος παρέμεινε ανέγγιχτο. Το ίδιο και το φορολογικό σύστημα, οι χρονοβόρες διαδικασίες της δικαιοσύνης, η βαθειά αντιαναπτυξιακή γραφειοκρατία και όλα τα παρεμφερή. Οι ευρωπαϊστές, όπως και οι αντιευρωπαϊστές, έβλεπαν πάντα εχθρούς και υπονομευτές στο στρατόπεδο των δανειστών. Και είναι απορίας άξιο. Πώς κάποιος να θέλει να μείνει στην Ευρώπη και ταυτόχρονα να τη θεωρεί παρακμασμένη, καταπιεστική και επικίνδυνη;
Το χρέος ως υπεκφυγή. Η Λαγκάρντ το είπε ξεκάθαρα. Το χρέος δεν είναι βιώσιμο γιατί δεν υπάρχει ανάπτυξη. Και για να ρυθμιστεί το χρέος θα πρέπει πρώτα να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις που θα ανοίξουν το δρόμο της ανάπτυξης. Το ίδιο είπε κι ο «απεχθής» για τους πολλούς Σόιμπλε. Το ίδιο λένε όλοι οι Ευρωπαίοι. Το θέμα είναι τόσο ξεκάθαρο. Παρ’ όλα αυτά ξοδεύουμε το χρόνο μας σε ατέλειωτες συζητήσεις για το χρέος. Όμως το χρέος όσο και να κουρευτεί χωρίς ανάπτυξη πάντα θα είναι μη βιώσιμο. Οπότε με την ανάπτυξη τι γίνεται; Αλλά κι αυτό λυμένο το έχουμε. Όλοι την επιθυμούν και όλοι την προσδοκούν. Η ανάπτυξη είναι το όνειρο του συνόλου των πολιτικών κομμάτων. Μόνο που όλοι μένουν στη λέξη. Που μοιάζει με μια λαμπερή, φωτεινή επιγραφή που αναβοσβήνει. Κι από κάτω αναβοσβήνει η «μεταρρύθμιση», άλλη μια θελκτική και σεβαστή λέξη που μας αρέσει να τη χρησιμοποιούμε. Κι έτσι φτάσαμε πρόχειρες κι επιπόλαιες πρωτοβουλίες να τις μετονομάζουμε μεταρρυθμίσεις. Χωρίς σχέδιο και χωρίς ειρμό. Πιάνουμε το ένα κι αφήνουμε το άλλο, πλατσουρίζοντας στην αναποτελεσματικότητα. Κόβουμε και ράβουμε, μπαλώνουμε και ξηλώνουμε, νομίζοντας ότι κάνουμε μεταρρυθμίσεις. Και αφού είδαμε κι αποείδαμε, ότι όλα αυτά δεν οδηγούν πουθενά, τα αφήνουμε όλα στην άκρη και ασχολούμαστε με το χρέος. Αλλά τελικά το πρόβλημα δεν είναι αν το χρέος είναι βιώσιμο. Το πρόβλημα είναι ότι η χώρα δεν είναι βιώσιμη έτσι που είναι διαρθρωμένη. Κι όσο θα κλωθογυρίζουμε γύρω από τα μνημόνια, τις δημοσιονομικές προσαρμογές και τις ανερμάτιστες μεταρρυθμίσεις τόσο θα μονιμοποιείται το αδιέξοδο. Κι επειδή έτσι δε θα αναστρέφεται η αρνητική σπείρα της φτωχοποίησης, θα καταλήγουμε να επιζητούμε τη συμπόνια της οικουμένης, μπας και σωθούμε. Θα κλαψουρίζουμε μίζεροι και μοιραίοι, αναζητώντας τη παγκόσμια λύπηση.
Το αύριο όπως πάντα πλησιάζει. Η ανηφόρα είναι μεγάλη κι έχει πολλές στροφές ακόμα. Η κυβέρνηση όταν θα πάει να διαπραγματευτεί με το «όχι» ή το «ναι» του λαού στις αποσκευές της, θα καταλάβει για πολλοστή φορά ότι οι Ευρωπαίοι δεν ενδιαφέρονται για κανένα δημοψήφισμα, παρά μόνο για τις λύσεις που έχει να προτείνει. Λαϊκή ετυμηγορία χωρίς λύσεις είναι μια ακατανόητη έννοια. Μένει να δούμε πώς θα αντιδράσει η κυβέρνηση όταν θα αντικρίσει κλειστές πόρτες. Πολλοί ζουν με την ψευδαίσθηση ότι στις 30 Ιουνίου διώξαμε τα μνημόνια. Και δε μπορούν να κατανοήσουν το απλούστατο. Ότι ένα μνημόνιο ακυρώνεται μόνο όταν παύσεις να έχεις ανάγκη από δανεικά κι όχι φυσικά όταν είσαι χρεοκοπημένος και με κλειστές τράπεζες. Πάντως κίνδυνος να αποφασίσει η κυβέρνηση μετάβαση στη δραχμή δεν υπάρχει. Τέτοιου είδους πραξικόπημα είναι έξω απ’ την ατζέντα της. Οπότε απ’ ότι καταλαβαίνουμε όλοι, και την αυριανή ημέρα ο γόρδιος δεσμός θα παραμείνει άλυτος.
Το μυστικό της αλλαγής. Το μυστικό της αλλαγής είναι να βάζεις όλη σου την ενέργεια, όχι στο να πολεμάς το παλιό, αλλά στο να χτίζεις το καινούριο. Αυτό είναι το μήνυμα που έστειλε ο παλιός αμερικάνος μπασκετμπολίστας Ντέηβιντ Ρίβερς για να μας συμπαρασταθεί. Διευκρινίζοντας ότι η προτροπή ανήκει στον Σωκράτη.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr