Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ο χρόνος όλα τα θεραπεύει;, του Δημήτρη Καμπουράκη

Spread the love

Δημήτρης Καμπουράκης

 

 

 

 

 

* Ο Δημήτρης Καμπουράκης είναι δημοσιογράφος

 

 

 

Δεν αφήνετε λέω ‘γω, αναγνώστες μου -μέρες που είναι- τις χρεοκοπίες, τις διαπραγματεύσεις και τους πολιτικούς τσακωμούς, για να βρω κι εγώ ευκαιρία να σας διηγηθώ τη μικρή, ανθρώπινη ιστορία του Λευτέρη και της Αγγέλως; Ενός άνδρα και μιας γυναίκας καθ’ όλα μικρών και ασήμαντων, που έζησαν χωριστά επί εβδομήντα συναπτά έτη, ενώ το μόνο που ήθελαν ήταν να ζουν μαζί; Τώρα τους μνημονεύω ενώ ξεκουράζονται σε διπλανούς τάφους στο νεκροταφείο του μικρού χωριού, λίγο πάνω από τα σπίτια στα οποία σπατάλησαν τα συφοριασμένα χρόνια τους.

 

Κι όσο διαβάζετε την ιστορία, αναγνώστες μου, στριφογυρίστε στο μυαλό σας μια αρχέγονη απορία της ανθρώπινης ύπαρξης, που ρωτά και ξαναρωτά, «ο χρόνος όλα τα θεραπεύει;» όμως απάντηση δεν παίρνει, καθότι ο έρωτας κι ο θάνατος δεν επιδέχονται τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις. Όταν λέμε βέβαια για έρωτα, μη φανταστείτε τίποτα γκλαμουριές, και βελούδα, και φεγγάρια, και ασπασμούς των Χερουβοσεραφείμ στ’ άστρα, ούτε Ρωμαίους με Ιουλιέτες και τα τοιαύτα… εδώ για τον Λευτέρη και την Αγγέλω κουβεντιάζουμε, έναν χωριάτη και μια χωριάτα, κατάμαυρους απ’ τους ήλιους, με χέρια γεμάτα ρόζους, θρεμμένους με σκόρδο και παξιμάδι, που όταν άφησαν τον μάταιο τούτο κόσμο ήταν δυο ανθρώπινα ερείπια από τη δουλειά στις πλαγιές, τη φτώχεια, την κακοπέραση και την κοινωνική κατακραυγή.

 

Μα ακόμα και στα πιο θλιβερά τους γεράματα, στα ογδόντα τους πια, φαφούτηδες, μισοξυπόλητοι, με μπαλωμένα ρούχα κι οι δυο, σαν περνούσε ο ένας απ’ την αυλή του άλλου, κουνούσαν το κεφάλι τους συνωμοτικά και θαρρούσε κανείς πως άναβε μια φλόγα ανάμεσα τους, εβδομήντα χρόνια έρωτας ήταν αυτός, δεν ήταν παίξε γέλασε. Από τα δέκα τους χρόνια ήθελε ο ένας τον άλλον, μα το χωριό ήτανε ζόρικο και τα ήθη δεν λογάριαζαν αγάπες και τα παρόμοια, η φτώχεια ήταν που έκανε κουμάντο. Και την παντρέψανε την Αγγέλω απ’ τα δεκάξι της μ’ έναν ταλαίπωρο που πέρασε μαύρη ζωή δίπλα της και μετά -τι να ‘κανε;- παντρεύτηκε κι ο Λευτέρης μια άμοιρη, τέσσερα παιδιά είχε η Αγγέλω στα είκοσι δυο της χρόνια, έξι ξεφούρνισε ο Λευτέρης με την άλλη.

 

Και το ‘κανε ο διάολος να παντρευτούν στο χωριό, αν είχε φύγει ο ένας θα ‘χανε εξελιχτεί αλλιώς τα πράγματα, πλην τώρα βλέπονταν κάθε μέρα και άντε να τ’ αντέξουνε. Κανένας δε έμαθε πότε ακριβώς πρωτοσυνάψανε σχέσεις, κρίμα μεγάλο για αγροτικούς οικισμούς εκείνης της εποχής και αφορμή για κουτσομπολιά και κοροϊδίες και παρεξηγήσεις και φονικά. Μόνο που ο Λευτέρης ήτανε τσαμπουκάς και καβγατζής και δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του, ενώ ο άντρας της Αγγέλως ήτανε άκακος ο κακομοίρης και ανήμπορος γενικώς να υπερασπιστεί τις ιδιοκτησίες του. Η γυναίκα του Λευτέρη πάλι, είτε υπήρχε είτε δεν υπήρχε ένα και το αυτό, ενώ η Αγγέλω κλείστηκε στον εαυτό της σαν στρείδι, μόνο στις προβατίνες, στα παιδιά της και στον Λευτέρη μιλούσε… τακτοποιήθηκε κατά κάποιο τρόπο το θέμα αναμετάξυ τους κι έτσι πορεύτηκαν για χρόνια πολλά.

 

Όλοι στο χωριό ήξεραν την αμαρτία τους και τους κουβέντιαζαν ερήμην τους, πλένοντας στον ποταμό οι γυναίκες και στα καφενεία οι άνδρες, μα ποτέ μπροστά τους, όχι από κατανόηση ή συμπόνια, μα από φόβο μη γίνει καυγάς που θα κατέληγε σε σκοτωμούς… και τους αφήσανε ήσυχους τον Λευτέρη και την Αγγέλω να μπαινοβγαίνουνε στη ζούλα ο ένας στο σπίτι του άλλου ή να κρύβονται πίσω απ’ τις ελιές και τα πουρνάρια. Και τριανταρίσανε οι δυο τους, και σαρανταρίσανε, μεγάλωσαν οι ίδιοι και τα παιδιά τους, μαράζωσε η γυναίκα του Λευτέρη απ’ την καταφρόνια, το ‘ριξε στο κρασί ο άντρας της Αγγέλως, περάσανε φτώχιες και ταλαιπωρίες, μικροχαρές και μεγαλολύπες του χωριού, μεσοκοπήσανε, ασπρίσανε, όλα τριγύρω τους αλλάξανε εξόν απ’ τον τρόπο που ζούσανε, αφού όλο και κάποιος χωριανός τους τσάκωνε να ψευτοκρύβονται μέσα στα στάχυα τους Ιούνηδες ή πίσω απ’ τα τσουβάλια με τον ελαιόκαρπο τους Δεκέμβρηδες.

 

Και στα εβδομήντα της έμεινε χήρα η Αγγέλω, τον πένθησε με τα μαύρα τον άντρα της κατά το τυπικό κι ας μην τον αγάπησε ποτέ, ο Λευτέρης έβγαλε δέκα λογιών αρρώστιες στο κορμί του, είχαν από χρόνια παντρευτεί τα παιδιά τους, τους γέννησαν εγγόνια που μεγάλωσαν, άρχισαν να πνέει τα λοίσθια το ζευγάρι. Κακογέρασαν, άσπρισαν, ξεδοντιάστηκαν, στραβώσανε τα δάκτυλα τους από τις υγρασίες, κύρτωσε η πλάτη τους και θόλωσε ο καταρράκτης τα μάτια τους, ούτε που ασχολιόταν πια το χωριό μαζί τους. Κι όταν πέθανε ο Λευτέρης στα ογδόντα του, ξανάβαλε η Αγγέλω τα μαύρα που μόλις είχε βγάλει από τον άντρα της και κανένας δεν την σχολίασε, τι να λέγανε πια δηλαδή; Εννιά μήνες αργότερα τον πήρε στο κατόπι τον Λευτέρη της η Αγγέλω και θάφτηκε σιμά του (μα όχι μαζί του) και στην κηδεία θυμήθηκαν οι χωριανοί για τελευταία φορά την ιστορία τους, κούνησαν το κεφάλι τους με όψιμη κατανόηση κι έπειτα έστειλαν τους αιώνιους εραστές στη λήθη.

 

Και πάνω που είχε ησυχάσει το πνεύμα τους, κάμποσα χρόνια μετά, έγινε ξαφνικά ένας μεγάλος και ντροπιαστικός καυγάς Μεγάλη Παρασκευή ανήμερα, μέσα στο νεκροταφείο παρακαλώ, καυγάς ανήκουστος που καταγράφηκε στην ιστορία του χωριού, γιατί δάρθηκαν δυο καθωσπρέπει φιλήσυχοι οικογενειάρχες με γκρίζα μαλλιά. Και είδε την ανίερη κλωτσοπατινάδα το μισό χωριό ενώ προσπαθούσε να τους σταματήσει, καθότι μετά την αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου είχαν ανέβει όλοι στους τάφους για να κάνουνε τρισάγιο στους νεκρούς τους. Κανένας δεν κατάλαβε πως, κουβέντα την κουβέντα, αρπάχτηκαν τέτοια μέρα ο γιος της Αγγέλως που είχε κατέβει για Πάσχα απ’ την Αθήνα κι ο γιός του Λευτέρη που ήταν μετανάστης στην Αυστραλία -μυστήρια πράγματα, ως παιδιά μαζί είχαν μεγαλώσει και κουβέντα δεν είχαν ανταλλάξει. Μα τώρα όρμησαν ο ένας εναντίον του άλλου με τρομακτική μανία και κυλιόντουσαν ανάμεσα στα μνήματα παρασέρνοντας αναμμένα καντήλια, μαρμάρινους σταυρούς και βάζα με πλαστικά λουλούδια… και φώναζε ο γιος της Αγγέλως «αυτός ο πούστης ο πατέρας σου που μας κατάστρεψε τη ζωή» κι απαντούσε ο γιός του Λευτέρη «η πουτάνα η μάνα σου που δεν τον άφηνε ήσυχο και τον έφαγε κι αυτόν και τη μάνα μου»… και στρίγκλιζαν οι μαυροφορεμένες χήρες για τη φασαρία και γελούσαν τα παπαδοπαίδια κι έτρεχε ο παπάς ανεμίζοντας τα ράσα του να τους χωρίσει, κράζοντας «ντροπή μωρέ παιδιά, πεθαμένοι άνθρωποι».

 

Κι είχαν ήδη περάσει ογδόντα πέντε χρόνια από τότε που ο Λευτέρης και η Αγγέλω πρωτοκοιτάχτηκαν και ρίγησαν… και δέρνονταν τώρα οι γιοί τους που ‘χαν βιώσει τον προαιώνιο παράνομο έρωτα των προγόνων τους σαν κατάρα… και φτύνανε αίματα και σάλια πάνω στις άσπρες ταφόπλακες γεμάτοι μένος και πίκρα οι πενηνταπεντάρηδες που ψάχνανε λύτρωση στο ξύλο και τις βρισιές… γιατί ο άτιμος ο χρόνος πολλά θεραπεύει, μα είναι κι άλλα που απλώς τα κληρονομεί στους επόμενους και τους μεθεπόμενους σαν αγιάτρευτες πληγές γεμάτες πύον.

 

Πηγή: protagon.gr

SHARE
RELATED POSTS
Θέλω να πω κι εγώ τον πόνο μου, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή
Mιά μέρα σαν όλες τις άλλες, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή
Το χειροφίλημα και ο έρωτας (μικρό δοκίμιο για τον πολιτικό ρομαντισμό), του Μάνου Στεφανίδη
1 Comment
  • Γιάννης Στουραΐτης
    23 Μαΐου 2015 at 16:14

    Μ΄έναν παράξενο τρόπο κε Καμπουράκη, μου ξέφυγε αυτό σας το γραπτό τις μέρες που αναρτήθηκε και το διάβασα, τυχαία και πολύ καθυστερημένα, σήμερα!
    Δεν έχει καμία σημασία.
    Δεν θα πάψει ποτέ να είναι ένα εξαιρετικό κείμενο!
    Η γραφή σας συγκλονιστική, καθώς και η ιστορία που διαλέξατε να μας διηγηθείτε!
    Σας ευχαριστούμε.

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.