Σε ηλικία 27 ετών παρακολούθησε μαθήματα τα οποία σύντομα έληξαν αφού ή τσακώνονταν με τους καθηγητές ή τον απέβαλλαν. Το 1888, ο Βαν Γκογκ μετακόμισε στην πόλη Αρλ της Νότιας Γαλλίας και αφιερώθηκε στη ζωγραφική. Συγκατοικούσε με έναν άλλο ζωγράφο, τον Πολ Γκογκέν, με τον οποίο ο Βαν Γκογκ ανέπτυξε πολύ στενή φιλία. Οι δύο άντρες περνούσαν κάθε μέρα μαζί και η περίοδος ήταν μία από τις ευτυχέστερες της ζωής του Βαν Γκογκ. Όμως ο Γκογκέν δεν συμμεριζόταν τη χαρά του φίλου του. Το Δεκέμβριο του 1888 αποφάσισε να μετακομίσει, γιατί δεν άντεχε άλλο τις παραξενιές του.
Στις 23 Δεκεμβρίου, ανακοίνωσε την απόφασή του στον Βαν Γκογκ και έφυγε απ’ το σπίτι για τη βραδινή του βόλτα. Ο Βαν Γκογκ τον ακολούθησε μες στο σκοτάδι, κουβαλώντας ένα ξυράφι. Ο Γκογκέν τον είδε, αλλά δεν αντέδρασε και ο Βαν Γκογκ επέστρεψε στο σπίτι. Ο Βαν Γκογκ ήταν μόνος στο σπίτι γιατί ο Γκογκέν αποφάσισε να περάσει τη νύχτα σε ξενοδοχείο, μέχρι να ηρεμήσει ο φίλος του. Όμως όσο περνούσαν οι ώρες, η οργή του ζωγράφου φούντωνε. Ξαφνικά άρπαξε το ξυράφι και έκοψε ένα κομμάτι απ’ το αριστερό του αυτί. Το τύλιξε με μία πετσέτα, πήγε στον τοπικό οίκο ανοχής και το δώρισε στην αγαπημένη του πόρνη.
Την επόμενη μέρα, ο Γκογκέν γύρισε στο σπίτι και βρήκε τον Βαν Γκογκ ξαπλωμένο στο κρεβάτι, μες στα αίματα. Κάλεσε την αστυνομία, η οποία εξακρίβωσε ότι ο Βαν Γκογκ ήταν ζωντανός. Ο Γκογκέν μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε, πριν προλάβει να ξυπνήσει ο τραυματίας. Ο Βαν Γκογκ μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και αφού ανάρρωσε, κλείστηκε σε ψυχιατρικό άσυλο με τη θέλησή του. Βρισκόταν σε έξαρση και έφτασε σε σημείο να ζωγραφίζει ένα πίνακα κάθε μέρα. Βγήκε μετά από δύο χρόνια, χωρίς να καταφέρει να αποκτήσει την ψυχολογική ισορροπία που ζητούσε.
Στις αρχές Ιουλίου του 1890, έστειλε γράμμα στον αδερφό του: «Νοιώθω… αποτυχημένος. Αυτό είναι όλο. Νοιώθω ότι αυτό είναι το πεπρωμένο μου και το αποδέχομαι. Δεν θα αλλάξει ποτέ».
Στις 27 του μήνα, ο Βαν Γκογκ αυτοπυροβολήθηκε, αλλά δεν πέθανε ακαριαία. Περπάτησε μέχρι το σπίτι του, όπου τον περιποιήθηκαν δύο γιατροί, οι οποίοι δεν κατάφεραν να του προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια. Ο Βαν Γκογκ αργοπέθαινε, όμως πρόλαβε να έρθει να τον δει ο αδερφός του, Θιο, που ήταν βαριά άρρωστος με πνευμονία. Άφησε την τελευταία του πνοή στης 29 Ιουλίου του 1890 και έξι μήνες μετά πέθανε και ο αδερφός του, ο οποίος ήταν πια ένας καταξιωμένος έμπορος τέχνης.
Τα τελευταία λόγια που είπε στον αδερφό του ήταν: «Η θλίψη θα κρατήσει για πάντα».
Είναι μία από τις περιπτώσεις καλλιτεχνών που αναγνωρίστηκαν μετά το θάνατό τους. Το 1901 έγινε έκθεση στο Παρίσι και μέχρι το 1915 τα έργα του ήταν περιζήτητα. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες στην ιστορία της τέχνης. Τα τοπία που ζωγράφισε με την ιδιαίτερη τεχνική και τα ζωντανά χρώματα είναι σημείο αναφοράς. Συνολικά ζωγράφισε πάνω από 800 πίνακες που η σημερινή τους αξία είναι μυθική. Όσο ζούσε όμως, πούλησε μόλις ένα πίνακα.
Αγαπούσε με πάθος και αδυνατούσε να ακολουθήσει τις τυπικότητες και τους «καθωσπρεπισμούς» της κοινωνίας. Όσο ζούσε ήταν ένας ασήμαντος ζωγράφος και αυτοκτόνησε απογοητευμένος, σε ηλικία 37 ετών. Γεννήθηκε στην Ολλανδία στις 30 Μαρτίου του 1853 και πέθανε αυτοκτονώντας.
Πηγή: η Μηχανή του Χρόνου
1 Comment
“Εδωσα την καρδιά και την ψυχή στην δουλειά μου και κάνοντάς το έχασα το μυαλό μου” Van Gogh
από τον Θα