* Η Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά εκπαιδευτικός, συγγραφέας, κριτικός
Ο μονόλογος της μάνας!
Δεν το περίμενα από μένα, να κλείσω το στόμα μου και να χάσω το παιδί μου! Δυο φορές όλο κι όλο μίλησα σε δυο ανθρώπους, για το πρόβλημα που μας αφορούσε, που μας τσάκιζε τα κόκκαλα και δυο βδομάδες προσευχόμουν να μην μάθει κανείς τίποτα. Μετάνιωσα, σφίχτηκα στενοχωρήθηκα, έκλαψα, τσίριξα, μόνη, κατάμονη. Σώπασα!
Είναι αλήθεια πώς βίωσα από απόσταση έναν άλλο χαμό αλλά η απόσταση με κράτησε σε απόσταση από τον θάνατο, δεν υπολόγιζα τι μπορεί να οδηγήσει έναν νέο στην αυτοχειρία, δεν υπολόγιζα τότε στην κακία των ανθρώπων από τους πιο κοντινούς έως τους πιο μακρινούς.
Κάποια φορά που ερευνούσα το σπίτι στα κλεφτά ,που έπεσαν στα χέρια μου κάποια γραφτά,γιατί φοβήθηκα και τα εξαφάνισα όσο πιο γρήγορα μπορούσα! Ναι δεν τα έσκισα, δεν τα έκαψα, μόνο συμπέρασμα έβγαλα, στιγμιαίο ,ότι κάτι συμβαίνει στο παιδί μου και πάλι γιατί δεν μίλησα, γιατί αισθάνθηκα ένοχη, γιατί -γιατί!
Τι τα θες, τι τα γυρεύεις κι όμως άφησα με τη σιωπή μου ,με την ένοχη σιωπή μου, να πάρει διαστάσεις ένα θέμα που ναι μου έδωσε καλή ανταμοιβή: μια ζωή φαρμακωμένη για το πάθημά μου και μια ζωή κακιωμένη, καχύποπτα σκεπτόμενη, ράκος!
Κι όταν του μιλούσα στο τηλέφωνο και μου έλεγε κάποια πράγματα, γιατί αδιαφορούσα ηθελημένα,γιατί πνιγόμουν από έναν κόμπο που έγινε μεγάλος για να με πνίγει κάθε μέρα όλο και περισσότερο, γιατί άκουγα τις συμβουλές του πατέρα! Άλλο πράγμα η μάνα, αγράμματη μεν, αλλά γεμάτη από ένστικτο, συναίσθημα, αγωνία, ερωτήματα, αποκρίσεις και αυτοκριτική …μετά το μοιραίο! Όχι,όχι δεν έπρεπε να υπολογίσω στη γνώμη του άλλου και άλλος είναι όποιος δεν φιλοξενήθηκε για μήνες σε τούτο το σώμα το οποίο τον αύξαινε ώσπου να βγει στο φως του ήλιου. Μα γιατί έκανα υπομονή εννέα μήνες για να δω το πρόσωπό σου, το ασπριδερό προσωπάκι που στέγαζε στη σκέπη των φρυδιών δυο πανέμορφα μάτια και δεν τα υπερασπίστηκα όσο έπρεπε!
Τώρα μανούλες του κόσμου, τι να πω, ότι φοβάμαι; Όχι δεν φοβάμαι να ακολουθήσω τον δρόμο που εκείνο άνοιξε πρώτο. Διέβλεπα την ευαισθησία του, κάτι, κάπου, με βασάνιζε! Η απόσταση! Δεν ήταν παιδί που θα απαντούσε στην πρώτη βρώμικη ατάκα του καθενός! Αλλά πού το πάτε κι εκείνο το «άσ τον να κολυμπήσει στα βαθειά» κι εγώ τον άφησα για να κολυμπώ στο δάκρυ!
Αχ άνοιξη, μας βρήκες λιγότερους να μισούμε τα λουλούδια σου ,που δεν ομορφαίνουν το τραπέζι μας αλλά στολίζουν εκείνον! Ένιωθα ωραία μέχρι χτες, που με τις πρασινάδες σου έφτιαχνα στεφάνια, ένιωθα ωραία που με τις πολλές πρασινάδες σου, μου έκρυβες τον περίβολο του νεκροταφείου. Τώρα ,το μάτι μου πέφτει εκεί ,θέλω κάτι να βλέπω θαρρώ θα διακρίνω μια σκιά να γυροφέρνει τον υψωμένο περίβολο, δεν θέλω πια τις πρασινάδες σου!
Μάνα, εσύ ξέρεις να διαβάζεις τα μάτια των παιδιών σου, ακολούθησε το ένστικτό σου δε σε γελάει ποτέ και μίλα, όσο είναι καιρός! Τι να φοβηθείς στ’ αλήθεια! Αλλά κι εσύ, βραχνά της γραφειοκρατίας, παραμέρισε. Ιθύνοντες ακούστε, όταν μια μάνα σας μεταφέρει κάτι λάβετε το σοβαρά υπόψη και κάντε την έρευνά σας, ποιον περιμένετε να συμφωνήσει με εκείνη, που ακριβώς επειδή οσφραίνεται θάνατο, σας καλεί να προλάβετε. Νομίζω ότι μια αλλοπαρμένη, από τη θέση που έχετε και την επιστημοσύνη, μπορείτε να καταλάβετε αν θα την πάρετε στα σοβαρά ή θα την παραβλέψετε!
Έξω βρέχει! Βροχερή μου μοναξιά, πόσες φορές θα μου τα γυρίσεις στο μαύρο! Κι όμως αντί μνημοσύνου σας λέγω :
Μάνες όλου του κόσμου, στη σκέπη των πτερύγων σας ζουν προστατευμένα τα παιδιά σας! Αν κι αυτές είναι τσακισμένες τεντώστε τες είναι γλυκύτερος ο πόνος της προστασίας από αυτόν της -δια παντός- απουσίας!