Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ο Μανούσος ο λοστρόμος, του Μανώλη Δημελλά

1557482_10151909930297844_2092844726_n.jpg
Spread the love

1557482_10151909930297844_2092844726_n.jpg

 

 

 

 

 

 

 

 

Μανώλης Δημελλάς

 

 

 

 

original_1.jpg

 

 

Μόλις μυρίστηκε τους χωροφυλάκους ο ληστοπειρατής Γιώργης της μαμής κι ο γιος του, ο Μιχάλης, σήκωσαν την άγκυρα κι όπου φύγει-φύγει. Παράτησαν μέσα στη θάλασσα τον πιτσιρίκο που έδενε τα βαρέλια με το απαγορευμένο φορτίο τους, ενώ κάποιοι ταλαίπωροι εργάτες, που τα τραβούσαν στη στεριά, βάλαν κι αυτοί φτερά στα πόδια τους. Μωρέ σιγά μην περίμεναν με σταυρωμένα χέρια να τους πιάσουν σε κείνο, το μάλλον φτωχό, κοντραμπάντο.

 

Όμως να που έκαμαν τσακωτό ένα παληκαράκι αμούστακο, από εκείνα που πάλευαν μερόνυχτα μέσα στη θάλασσα και για μεροκάματο είχε μια κανίστρα λάδι!

 

Το όνομα του παιδιού ήταν Μανούσος Μαυρολέων, θυμόταν αυτή την ιστορία κι όταν την έλεγε γέλαγαν και τα μάτια του, τι κι αν έκατσε κάμποσο στην φυλακή της Κρήτης, τότε το αίμα έβραζε και εκείνες, οι λίγες μέρες στη στενή, δεν ήταν παρά μια ανάπαυλα από ένα ασταμάτητο ταξίδι μέσα στη θάλασσα.

 

Γιατί ετούτος ο ναυτικός είχε διαλέξει το νερό, έτσι κι αλλιώς θα γινόταν θαλασσινός, από εκείνους που έχουν ένα μυστικό, πως τα βράχια κι οι στεριές δεν γνωρίζουν από τσαχπινιά, ούτε γητεύουν τους ανθρώπους.

 

Γεννήθηκε στην Κάσο την αυγή του 1926, λίγες μέρες μετά από ένα τραγικό ναυάγιο, τότε είχε πνίγει ο θείος του, ο θρύλος καπετάν Νικόλας Ζαμαλής πάνω στην προσπάθεια του να σώσει δυο Ιταλούς φαντάρους μέσα από τα σιντρίμια του βυθισμένου καικιού του.

 

Ο Μανούσος έφερε βόλτα πολλές φορές όλο τον πλανήτη και τις πιο πολλές μέσα σε Κασιώτικα βαπόρια, πέρασε 40 χρόνια μέσα στα νοτισμένα από την αρμύρα σίδερα και σα μιλούσε ένιωθες πως στη φούχτα του κρατούσε σφιχτά ολάκερο τον κόσμο.

 

Ήταν σε εκείνο το λιμάνι της Μπραζίλια, το Βιτόρια, όταν με αδειανά και ανοιχτά τα πέντε αμπάρια τους έπιασε στον ύπνο και όρμησε ένα πελώριο κύμα, από εκείνα που δεν τα συναντάς κι αν τύχει να τα δεις, μα τότε εύχεσαι να προλάβεις, τουλάχιστον, να κάμεις την προσευχή σου.

 

Μα ήταν σα μια πελώρια πολυκατοικία, το άτιμο δεν έβγαζε άχνα, έτσι πονηρό μόνο ερχόταν κατά πάνω τους και έδειχνε πόσο μικρός είναι ο άνθρωπος μπροστά στην απρόβλεπτη μάνα φύση.

 

Κι όμως, έτσι βουβό, το κύμα πέρασε, το νερό ούτε που τους άγγιξε, μόνο χαράχτηκε και έμεινε πίσω από τις άκρες των ματιών τους.

 

Μια στάση για τσιγάρο και μια γουλιά καφέ. Στο κέντρο ο λοστρόμος, ο Μανούσος…

 

Λοιπόν άλλοι υπερηφανεύονται για τη γνώση που ξεσήκωσαν από βιβλία και δείχνουν με κομπασμό τα πτυχία μέσα στις σκαλιστές χρυσές κορνίζες, ο Μανούσος είχε βγάλει μέχρι την τρίτη δημοτικού στην Κάσο κι όμως όταν μιλά για τη θαλασσινή ζωή, για τα φορτηγά, τα λίμπερτυ και για τα πολύμηνα μπάρκα που είχαν τον ατελείωτο, τότε μένεις με το στόμα κρεμασμένο κι ολάνοιχτο!

 

Μια φορά, θαρρώ πως μιλούσε για το Mount Othrys, ένα βαπόρι του Βιντιάδη, τότε τα μάτια του έκαμαν 30 μέρες για να πιάσουνε άκρη σε στεριά, εκεί πάνω στη κόψη του ουρανού με τη θάλασσα, εκεί είναι που ψήνονται οι άνθρωποι, αφού στέκονται γυμνοί μπροστά στους φόβους και τα θέλω τους. Με το καράβι να ανασαίνει άδολα και να περιμένει σα το πιο πιστό σκυλί το αφεντικό του να βγάλει τη ρότα της ζωής του.

 

Τότε ήταν λοστρόμος και κάποτε έτυχε να πρωτοσυναντήσει τον εφοπλιστή στη μεγάλη σκάλα και εκείνος εντυπωσιάστηκε τόσο από τον άγνωστο ναυτικό που του έστειλε 25 λίρες ρεγάλο κι αυτό μονάχα γιατί το χέρι του Μανούσου δεν ντράπηκε, ούτε λάθεψε! Έσφιξε την παλάμη του Βιντιάδη σα να του ‘λεγε:
«όλοι εμείς οι ναυτικοί, εμείς που πάμε το καράβι είμαστε σα τα σίδερα ή σα τα άγρια κατράνια, δεν κάνουμε πίσω, δεν την αφήνουμε να κάμει εκείνη το κουμάντο. Είναι γυναίκα η θάλασσα και θα περάσει το δικό της, μα πάλι σα καλμάρει μας κάνει τη χάρη και ανοίγει, σα πονετική μάνα, τους πιο μεγάλους δρόμους. Να είσαι ήσυχος λοιπόν, εμείς δε θα λαθέψουμε».

 

Ο Μανούσος ξεκίνησε από την Κάσο και δεν έμαθε τίποτε αλλό, παρά μονάχα τα σκληρά θαλασσινά μεροκάματα, όσοι τον γνώρισαν θυμούνται ότι ήταν ένας άντρας χτισμένος μέσα στη δουλειά, σκέτος μυς, άνθρωπος φτιαγμένος να παλεύει με την αρμύρα και τα σίδερα και ο ίδιος να μη λυγά!

 

Πρώτα με το καΐκι του Γιώργη της Μαμής με εκείνα τα περίφημα κονταμπάντα του. Τη μια κουβαλούσαν λάδι και την άλλη δέρματα, καρφιά και ελαστικά, στο πιο συχνό δρομολόγιο ξεκινούσαν από τη Ρόδο και ταξίδευαν μέχρι τη Κύπρο. Κι ύστερα, αφού έβγαλε φυλλάδιο, έφερνε βόλτα τα Δωδεκάνησα κι όλα τα λιμάνια της Κρήτης, με καπετάνιο έναν άλλο σπουδαίο κασιώτη ναυτικό, τον Μαστροπαύλο.

 

Σύντομα ανέβηκε κι αυτός στην φτωχομάνα, στον Πειραιά. Εκεί πολλά βράδια θα κοιμηθεί στραματσάδα, όπως πολλοί άλλοι Κασιώτες μέσα σε ένα καφενέ του λιμανιού και θα ξεκινήσει τα ταξίδια ως άμισθος υπεράριθμος πάνω σε Κασιώτικα βαπόρια, ποτέ δεν ξέχασε ότι οι εφοπλιστές δεν ήταν απρόσωποι επιχειρηματίες, ήθελαν να βοηθήσουν τα παιδιά της Κάσου και έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους, πάντοτε με τη καρδιά τους ανοιχτή.

 

Ξεκίνησε με το φορτηγό «Μακεδονία» και την Άνοιξη του 1953 θα γνωρίζει το πιο μεγάλο και σίγουρο λιμάνι του, την Ειρήνη του, το κορίτσι είχε χάσει την μητέρα της, έτσι πέρασαν τις βέρες του Αγίου Γεωργίου, μια βδομάδα μετά το Πάσχα κι αμέσως εκείνος έφυγε για ένα ακόμη ταξίδι του. Έναν χρόνο αργότερα θα παντρευτούν και από τότε έδεσαν τόσο σφιχτά που έγιναν ένα! Τότε ήταν λοστρόμος στο φορτηγό Μαρία Κουλουκουντή, ένα βαπόρι του εφοπλιστή Παπαδάκη, σε αυτό το φορτηγό δούλεψε έξι χρόνια και από λοστρόμος έφτασε μέχρι τη θέση του ανθυποπλοιάρχου. Αρκετά χρόνια αργότερα, αυτό το πλοίο είχε αλλάξει χέρια και το όνομα του ήταν “Captain George” μα στάθηκε άτυχο. Ήταν Νοέμβρης του 1962, όταν ναυάγησε στο Τρίγωνο των Βερμούδων.

 

Ο Μανούσος υπηρέτησε τα περισσότερα χρόνια του στο φορτηγό πλοίο Mariannina (IMO 5201154), του Κασιώτη εφοπλιστή Μανώλη Ν. Βιντιάδη.

 

Εκεί μέσα έβγαλε εννιά ολόκληρα χρόνια, από το 1968 μέχρι το 1977, ήταν σαν κομμάτι από το σώμα και την ψυχή του βαποριού και στις άδειες του ένας άλλος σπουδαίος Κασιώτης ναυτικός, ο Νικόλαος Μαστροπαύλος έκανε τη βάρδια του, την 12-4 στη γέφυρα.

 

Ο καπετάνιος Νικόλας Τσιπίδης δεν γίνεται να ξεχάσει τον Μανούσο, μετρά την τιμιότητα, το ήθος μα πάνω από όλα την απαράμιλλη ναυτοσύνη του. Παραδέχεται ότι από αυτούς τους δυο Κασιώτες, τον Μανούσο και τον Μαστροπαύλο, έμαθε την ουσία της τέχνης του, διδάχτηκε την ανθρωπιά και την εργατικότητα στη θάλασσα.

 

Θυμάται ένα φόρτωμα στην Βιρμανία, ήταν στο λιμάνι της Γιανγκόν, γνωστή και ως Ρανγκούν, στην πρώην πρωτεύουσα της Μιανμάρ.

 

Εκεί φόρτωναν ξυλεία, όταν κοντά στα 300 μέτρα από την πρύμνη του πλοίου πρόσεξαν μεγάλες φωτιές και αρκετό κόσμο γύρω τους, το πλήρωμα του καραβιού δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Οι μέρες περνούσαν όμως οι φωτιές δεν έσβηναν, σε ένα διάλειμμα ο καπετάν Νικόλας προσπαθούσε να διακρίνει πέρα μακριά, κάτι μέσα στην κάπνα και στις φλόγες, όταν ο Μανούσος του πέταξε πονηρά, σα να μυρίζει ψητό στα κάρβουνα, σαν σουβλάκι!

 

Οι φωτιές δεν έσβηναν γιατί σε εκείνα τα μέρη της Ανατολής είναι Βουδιστές και έκαιγαν τους νεκρούς τους! Πολλές φορές μάλιστα μύριζε και πετρέλαιο, αυτό το χρησιμοποιούσαν και για να ολοκληρωθεί γρηγορότερα η καύση. Δίχως αστείο και χαμόγελο δεν γίνεται ζάφτι, δεν περνά η ζωή μας!

 

Αυτός ο ναυτικός ήταν γεννημένος για τη θάλασσα.

 

-Η δουλειά, αυτή ήταν που φοβόταν, που έτρεμε τον Μανούσο, επαναλαμβάνει με καμάρι ο καπετάνιος, μα δεν είναι ο μοναδικός. Ακόμη ένας ναυτικός που συνάντησε τον Κασιώτη σε 3 φορτηγά και μέσα από πολύμηνα και δύσκολα μπάρκα μιλά για τη ναυτοσύνη του. Ο καπετάν Μηνάς Τσουκαλάς, που πρωτοσυναντήθηκε με το Μανούσο στο Evgenia 1 (IMO 5368158), φορτηγό του εφοπλιστή Μάρκου, αργότερα αυτό το πλοίο ναυάγησε (1.2.1976) βόρεια του λιμανιού της Τζέντα.

 

Οι δυο ναυτικοί έκαναν ένα φεγγάρι μαζί στο Marinnina και τελευταίο ήρθε το Mount Othrys (IMO 5252622) κι αυτό βαπόρι του εφοπλιστή Μάρκου.

 

Αυτό ήταν και το τελευταίο φορτηγό που δούλεψε ο Μανούσος Μαυρολέων, αφού το 1981, έπειτα από καθαρή υπηρεσία 35 χρόνων, κυριολεκτικά μέσα στη θάλασσα, ολοκλήρωσε την καριέρα του. Από το 1977 είχε και το πρακτικό δίπλωμα πλοιάρχου, έτσι στα τελευταία ταξίδια του είχε την ειδικότητα του υποπλοιάρχου.

 

Όταν κατέβαινε στο κατάστρωμα έτριζαν τα σίδερα και οι ναύτες ήξεραν πως δεν υπήρχε δουλειά που δεν μπορούσε να γίνει ή να αργοπορήσει.

 

Σε ένα, από τα τελευταία ταξίδια, τον συνόδευε και η σύζυγος του Ειρήνη. Άνοιξη, αρχή της δεκαετίας του ´80 και το δρομολόγιο περνούσε από τη Νέα Ορλεάνη, εκείνη ανέβηκε στο φορτηγό Mount Othrys που τραβούσε βαρύ, φορτωμένο εμπόρευμα για τα λιμάνια του Καναδά.

 

Δεν ήταν η πρώτη φορά για την Ειρήνη, που ήθελε ακόμη μια φορά να νιώσει τη δουλειά του ναυτικού, να καταλάβει τι περνά ο Μανούσος και για αυτό δεν ξεκολλούσε από το πλάι του.

 

Μαζί στη γέφυρα, πλάι-πλάι στο τιμόνι, ακόμη και στην πιο γερή φορτούνα, σε εκείνες τις μοναδικές στιγμές που το βαπόρι και οι ναυτικοί μεταμορφώνονται, γίνονται όλα ένα με τη θάλασσα.

 

Μα η Ειρήνη ήταν μαθημένη, είχε κουμαντάρει το δικό της θεόρατο βαπόρι κι αυτό γνώρισε άγριες θύελλες και κάτι κύματα βουνά. Όμως εκεί δεν έχει να δειλιάσεις ή να περιμένεις χέρια και ξενικές βοήθειες. Ο τίτλος της γυναίκας ναυτικού, μα και της μάνας που μεγαλώνει μοναχή τρεις γιούς, αυτά ξεπερνούν όλα τα γαλόνια και τα πιο λαμπερά παράσημα του πλανήτη. Και ετούτον όχι μόνο τον είχε κατακτήσει, μα τον είχε ξεπεράσει η Ειρήνη του!

 

Ο Μανούσος διάλεγε και καθόταν σε μια ηλιόλουστη γωνιά της κουζίνας του σπιτιού τους, στον Άγιο Βασίλειο του Πειραιά, συχνά την έλεγε θερμοκήπιο. Εκεί έπινε σκέτο ελληνικό και έμοιαζε να χάνεται μέσα στο μπλε, όχι του ουρανού, μα της θάλασσας που την ένιωθες στο κορμί, τη μύριζες στη ψυχή του. Μέσα στο συρτάρι του, εκεί στα πιο ιδιαίτερα πράγματα του, κρατούσε φυλαγμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες, ζωντανές αναπνέουσες μνήμες από τα ατέλειωτα μπάρκα και τις πιο γλυκές στιγμές από τη φαμίλια του. Επίσης είχε φυλάξει ένα τεύχος του περιοδικού Κασιώτικου Παλμού με την Οσία Κασιάνη, μια φωτογραφία της εκκλησίας Παναγίας Μενετών Καρπάθου και όλα τα ναυτικά χαρτιά και τα διπλώματά του.

 

Αποχαιρετίσαμε τον Μανούσο στις αρχές του Δεκέμβρη 2015, μα τέτοιοι ναυτικοί, σκέτα θεριά, όταν αποφασίσουν να φύγουν γίνονται ένα με τη θάλασσα, σα να τους θωρείς μέσα στον αφρό από ένα κύμα, να χαμογελούν και να θυμίζουν πως η ζωή, όπου και ναναι, θέλει να την πιάνεις από τα μαλλιά, να την τραβάς κοντά και να τη δένεις σφιχτά πάνω στο φθαρτό κορμί σου.

 

Στη λέξη λοστρόμος μια φωτογραφία του είναι αρκετή, μπορεί να περιγράψει τη σημαίνει ναυτοσύνη και αληθινά τίμιο και γερό κουμάντο, μέσα κι έξω από τη θάλασσα…

 

 

SHARE
RELATED POSTS
I am sharing “Τα σωστά αργά ή γρήγορα θα έρθουν” with you, της Δέσποινας Γρηγοριάδη
Η Μοναξιά, Πατρίδα, του Δημήτρη Μπρούχου
Γκοφρέτα στα τέσσερα, του Κωστή Α. Μακρή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.