Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ο κύκλος, της Μαρίνας-Μαρίας Βασιλείου

Spread the love

76a2880970130cb3eb77e35a331ba557_L.jpg

 

 

 

 

 

 

 

 

   

Μαρίνα- Μαρία Βασιλείου

 

 

night_vision_w.jpg

 

 

Τις νύχτες συνήθιζε να παίρνει το αυτοκίνητο και να κάνει κύκλους, ατέλειωτους κύκλους. Στους περισσότερους από αυτούς έβλεπε θάλασσα. Η μήπως δεν ήταν κύκλος; Μια ατελείωτη ευθεία του φαινόντουσαν όλα. Ραδιόφωνο και η θέση συνήθως άδεια δίπλα του. Λάτρευε εκείνη τη διαδρομή ένας δρόμος απέραντος μεγάλος και καθαρός με κίτρινο φωτισμό και μεγάλα καταστήματα φωτισμένα στην αρχή. Μετά μόνο σπίτια, πράσινο και κίτρινος φωτισμός. Το ραδιόφωνο να παίζει και να διασχίζει ήρεμα το δρόμο προς τη θάλασσα. Ελάχιστα αυτοκίνητα συναντούσε συνήθως. Κάπου εκεί, στην ψευδαίσθηση της μοναξιάς του, την τοποθετούσε δίπλα του.

 

«Μυρίζεις όμορφα» και ήξερε ότι θα έριχνε το κεφάλι της στο κάθισμα κοιτώντας προς τα έξω τον δρόμο. Σε λίγο θα άπλωνε το χέρι της και θα χάιδευε τα μαλλιά του, θα ανασηκωνόταν και θα του έσκαγε ένα φιλί στο μάγουλο, γρήγορο, χαρούμενο, σβουριχτό και θα επανερχόταν στη θέση της ενώ εκείνος θα κοιτούσε το δρόμο. Και ακόμη και τα πεταχτά φιλιά της ήταν τόσο γεμάτα, ξέχειλα από τρυφερότητα.

 

Γελούσε δυνατά πλέον. Επανήλθε στη πραγματικότητα. Δυνάμωσε το ραδιόφωνο. Ένιωθε να ανισορροπούσε περίεργα πάνω στη θλιβερή πραγματικότητα του παρόντος του και στο όνειρο. Ήταν ερωτικός σπασμός, μιζέρια, σκέψεις που δε μπορούσε να θάψει καλά μέσα του; Γιατί ανισορροπούσε; Από χρόνια τις είχε βρει τις άμυνες του. Είχε ορθώσει τους τοίχους του. Το περίβλημά του είχε γίνει σκληρό, όπως και το άγγιγμα του. Ίσως όχι απόψε, ίσως ποτέ πραγματικά.

 

Και κάτι πάλλεται μέσα του, κάτι στο στήθος του τρεμοπαίζει ακόμη κάθε φορά που την φέρνει κοντά του. Δεν είναι η απουσία της στη ζωή του. Δεν είναι καν ο χώρος μέσα του που υπήρχε εκείνη και έχει παγώσει. Φοβάται και τρέμει μήπως στις στιγμές της ανισορροπίας του ξεπηδήσει ο παλιός του εαυτός. Γελά πάλι. Και ξέρει ότι η αυτοκριτική του θα έπρεπε να είναι σκληρή. Αλλά δε μπορεί.

Και αν άφηνε τη σκέψη του ελεύθερη; Αν μπορούσε να βγάλει τα προστατευτικά φίλτρα και να δει τι θα έβλεπε;. Το είδωλό του σαπισμένο, κατακρεουργημένο και κομματιασμένο. Ένα κρανίο αποκρουστικό στην μέση της μοναξιάς του με κοράκια να του τρώνε τα τελευταία ψίχουλα σάρκας που του έχουν απομείνει. Κάπου εκεί στα 20, όταν ξεκίνησε να νοηματοδοτεί την ζωή του δεν είχε ονειρευτεί έτσι τον εαυτό του. «Μα με λατρεύω». Ίσως όχι απόψε, ίσως ποτέ πραγματικά. Και ο δρόμος για το καθαρτήριο μάλλον είναι πιο μακρύς.

 

Η σκέψη του επιστρέφει πάλι σε εκείνη. Όταν εκείνη την πρώτη στιγμή που την είδε, τέλεια παράταιρη στον χώρο, του χαμογέλασε με μάτια γεμάτα ήλιο. Και να ανατριχιάζει και να διαλύεται που δε μπορεί λεπτό να αποτραβηχτεί από αυτή τη στιγμή. Μα είναι μόνο μια μικρή στιγμή. Και να αρχίζει πάλι να πάλλεται το τέρας μέσα του και να θέλει να ξεσκίσει το στήθος του να βγει προς τα έξω και να τον κατασπαράξει. Για όλες τις στιγμές που τον αγαπούσε, για τα πνιχτά γέλια της ανάμεσα στα φιλιά τους, για τα κλάματα που δε μπορούσε να σταματήσει και αυτά που προκαλούσε.

 

Η νύχτα έφταιγε για τις σκέψεις του. Λένε ότι στο σκοτάδι δεν είμαστε αυτό που φαινόμαστε αλλά αυτό που νοιώθουμε. Και εκείνος ένιωθε εύθραυστος, παρά τις άμυνες του. Πόσο μάλλον στο σκοτάδι με ένα άλλο σώμα. «Στα σκοτεινά δωμάτια είναι η ψυχή μας γυμνή και δε χωράν εκεί μυστικά». Γέλασε μετά τον τέλειο συγχρονισμό των σκέψεων του και την μουσική υπόκρουση από Σιδηρόπουλο. Θέλει βουτιά και θάρρος να μπορέσεις να συγκρουστείς μετωπικά με τον εαυτό σου. Θέλει συντριβή που θα μετρήσει θύματα, σώμα μυαλό και αντιστάσεις που πέφτουν ελεύθερα στο κενό. Η πιο σκοτεινή στιγμή της ημέρας όμως είναι λίγο πριν την αυγή. Και μετά την βουτιά θα έρθει το φως. Αλλά θέλει θάρρος.

 

Σε λίγο θα φανεί ξανά η πόλη και τα φώτα της. Το τεχνητό φως που ρίχνει στη ζωή του.

 

Θα επιστρέψει σπίτι του, θα φορέσει τις συνηθισμένες πιτζάμες του, θα ρυθμίσει το ξυπνητήρι στις 9.30, θα κοιμηθεί – εδώ και χρόνια χωρίς όνειρα. Θα σηκωθεί, θα πάρει το πρωινό που παίρνει τα τελευταία δέκα χρόνια και θα ξεκινήσει για τη δουλειά του. Στάση στο συνηθισμένο καφέ, θα μπει στο γραφείο του, θα πει καλημέρα στους συναδέρφους και θα καθίσει μπροστά από τον υπολογιστή του.

 

Δε βαριέσαι. Κάποια άλλη στιγμή, σε κάποια άλλη ζωή ή σε κάποιο άλλο σύμπαν θα τολμήσει να κάνει τη βουτιά του. Προς το παρόν τσεκάρει τα e-mails του.

 

 

SHARE
RELATED POSTS
I am sharing ‘χιλιάδες σκέψεις’ with you, της Δέσποινας Γρηγοριάδη
Χριστούγεννα και παιδί, του Δημήτρη Κατσούλα
Ήταν μια μέρα δύσκολη!, του Γιώργου Αρκουλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.