Απόψε που το φεγγάρι είναι στα ντουζένια του.
Απόψε που κατέβηκε χαμηλά και κρέμεται από το τσιγγέλι σαν αχνιστό ματοβαμμένο σφαχτό.
Απόψε που ρίχνει ψιλόβροχο κι εσένα έχω στο μυαλό μου.
Τώρα που όλα γύρισαν ανάποδα και η μάννα χάνει το παιδί της μες στην καταχνιά του κόσμου.
Τώρα που οι εμπόροι φθάσαν στις αυλές μας και χτυπούν πόρτες σφαλιστές σαν κάτι ”πρωτοπαλίκαρα” κι αναζητούν λεβέντες που πήραν τα βουνά για να γλιτώσουν κόσμο από το μαχαίρωμα.
Εσύ, πού είσαι ποιητή για να τους μερέψεις με το λόγο σου; Για να βάλεις τα πράγματα στη θέση τους μπρος στις απάνθρωπες ορέξεις τους; Να τους κατευνάσεις έστω;
Ποιητή, σε σένα μιλάω, που λοξοδρόμισες, που δείλιασες, που υπέγραψες αυτό το χαρτί παράδοσης στους αγριάνθρωπους ” άθελά μου ” και ” εν αγνοία μου ”.
Πού είσαι τώρα που ο κόμπος στούμπωσε στο χτένι το οποίο πεισματικά αρνιέται το πέρασμά του;
Τι άλλο μας απέμεινε ποιητή; Τι λες εσύ τώρα;
Να τα διαγράψουμε όλα ή να διαγραφούμε;
Κι όμως, ποιητή.Ακόμα κι αν αποκοιμήθηκες προς ώρας, σε σένα ακουμπάμε τις ελπίδες μας.
Ο ποιητής, ποιητή μου, αντέχει τη δίψα έλεγες.
Εδώ σε θέλω τώρα.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr