Ο Δημήτρης Ι. Μπρούχος είναι ποιητής, στιχουργός. συγγραφέας και Σύμβουλος Επικοινωνίας
Και ξαφνικά, μέσα στο χαλασμό και τον ορυμαγδό, με τα φορομπηξίματα, τους νενεκισμούς, με τις οκτώ χιλιάδες αυτοκτονίες λόγω αδιέξοδου από φιλότιμο, με τη μάστιγα της ανεργίας και τα καφέ στο αδιαχώρητο, με τις περικοπές σε μισθούς και συντάξεις σ’ ένα όριο που υπό κανονικές συνθήκες θα’ πρεπε να ναι αναξιοπρέπειας, με τα κομματικά μας υποπροϊόντα και μετά τη λήξη τους αμετακούνητα στο εθνικό ράφι, με τους βουλευτόγατους να εξακολουθούν ακαταπόνητοι τις ασκήσεις οσφυοκαμψίας στους «κοινοτικούς» μας εταίρους, βαδίζοντας με «αρπαγμένα» τα αμορτισέρ σπάζοντας μέση, για να είναι αρεστοί στο ντόπιο και ξένο κατεστημένο, ώσπου να γυρίσουμε λίγο το κεφάλι διερωτώμενοι πώς αντιδρά κανείς, να σου και η οθόνη με το υπερθέαμα…
Ο Κινγκ-Κονγκ, σφιχτοπιασμένος από την κορυφή του ιμπάιρ στέητ μπίλντινγκ με το ένα χέρι, κλείνοντας στην παλάμη προστατευτικά την Ανν Ντάρου και με το άλλο να πιάνει στον αέρα όχι πουλιά (αυτό προϋποθέτει και μια κάποια αντίληψη) αλλά ό,τι νοιώθει να πετάει γύρω του εχθρικά, όπως λόγου χάρη οι σκέψεις, οι προβληματισμοί, οι ανασφάλειες ενός φοβισμένου και καταντημένου συναισθηματικά ανάπηρου λαού και να τα καταρρίπτει. Ενός λαού, που δεν έχει δύναμη να αντιδράσει, που αρνείται όχι μόνο να διαπραγματευτεί αλλά έστω και να ασχοληθεί με τις μοδίστρες της μοίρας του.
Αυτές, που κόβουνε τα πατρόν, που διαλέγουνε τα υφάσματα, που μας φοράνε τις δημιουργίες τους, αδιαφορώντας τι μας ταιριάζει, τι μας κάθεται και τι μας πηγαίνει, ακυρώνοντας έναν τρόπο ζωής, που αυτές μας υ(ε)πέβαλλαν να διαμορφώσουμε, στη βάση ενός παγκόσμιου σχεδίου αφορώντος -και καλά- στις υπό ανάπτυξη κοινωνίες
(μέσα σ όλες και στη δική μας) και στην προοδευτική αποψίλωση του κορμού τους, της μεσαίας τάξης. Με όλα τα εργαλεία της επιστήμης αλλά και με τα όπλα των ισχυρών, που έθεσαν σε εφαρμογή, εις βάρος μας. Βεβαίως, με τη σιωπηρή και άτυπη συνενοχή μας, λόγω του εύκαμπτου ως ασπόνδυλου χαρακτήρα μας, του επιρρεπούς
αδιακρίτως στη σύναψη πάσης φύσεως πελατειακών σχέσεων.
Ο σφιχτοπιασμένος, λοιπόν, Κινγκ-Κονγκ, που καταρρίπτει κάθε τι που βλέπει να κινείται απειλητικά μπροστά του, ο το πάλαι ποτέ φερόμενος ως ευφυής κολυμπώντας στα ασφαλή ύδατα μιας διαμορφωμένης κατάστασης σ ένα πέλαγος αμέριμνων αριθμών και πράξεων, αποδεικνύεται μέρα με τη μέρα να ενεργεί σαν ένας μικρονοϊκός γίγας, παν-αδύναμος να χειριστεί μόνος του τα απολύτως επισφαλή συμβαίνοντα, αναζητώντας βακτηρίες ακόμα και στους ιδεολογικά αντιπάλους, προκειμένου να κρατηθεί σε μια ουσιαστικά ανύπαρχτη κορυφή. Αρνούμενος πεισματικά να δει μια διαφορετική πραγματικότητα από αυτή που με τον συμπλεγματικό χαρακτήρα του έχει δομήσει , αποδομώντας μια συμπαγή (τουλάχιστον φαινομενικά) ηγετική παράταξη σαράντα χρόνων, που με όση λαθρονιά κι αν είναι χρεωμένη, δε θα πρεπε να παραβλέψουμε το μεσιανό της κατάρτι, το σχεδόν 50% του ελληνικού λαού, που τη στήριξε και την ανέδειξε.
Έτσι λοιπόν, ο εν λόγω, φλεγόμενος στον πυρετό της προσωπικής του φιλοδοξίας ή των προσωπικών του φιλοδοξιών, αρρυθμεί συστηματικά.
Κατά πρώτον, παρέλαβε από έναν άλλον ημίβλακα ένα ιστορικό κόμμα καταρρέουσας εξουσίας και αντί να το επαναφέρει στην αρχική του πορεία, διαψεύδοντας και τις τελευταίες εναπομείνασες ελπίδες, κατάφερε το ακατόρθωτο: Να το καταντήσει ένα απόκομμα διαχείρισης διαπλοκής.
Και μετά τα προδοτικά Ζάππεια (θυμάστε;), να τα γλωσσόφιλα και να τα γλειψίματα και άιντε λίγο ακόμα να ροκανίσουμε καλά-καλά τις καρέκλες των αντιπάλων συντρόφων, για να παίζουμε μετά μονότερμα.
Μα ο αμείλικτος πιστωτής, ο χρόνος, μας έδειξε τον «κατ’ επίφαση» αρχηγό, ξεβράκωτο και με σκατωμένο κώλο.
Να αποκαλύπτει με τις αμήχανες συσπάσεις των μυών του προσώπου του, την πρεμούρα του να βρει βρακί να χωρέσει όπως-όπως.
Oλη του η αγωνία, του δικού μας πια Κινγκ-Κονγκ, είναι πώς θα ξεκαθαρίσει το παλιό τοπίο και όλη του η τρυφερότητα εξαντλείται στο πώς θα προστατέψει το «κορίτσι του», την Ανν Ντάροου, την καρέκλα, την εξουσία, που γι αυτήν γίνεται όλος ο καβγάς.
Εκεί λοιπόν, στην κορυφή του ιμπάιρ στέητ μπίλντινγκ, βρυχώμενος, απευθύνει νέο (ύστατο) προσκλητήριο, πνέοντας τα πολιτικά του λοίσθια…
Θυμήθηκε τώρα το κόμμα που τον πολιτικόθρεψε-και πώς να το ακυρώσει- και βγαίνει και λέει τάχαμου πως δεν θα αλλάξει τίποτα ούτε στα σύμβολα ούτε στα σήματα ούτε στις σημαίες ούτε στις δομές , μπλα-μπλα-μπλα…
Αμ, κατακαϋμένε, αυτά είναι που κάνουν τον «παππά», τα σύμβολα και τα σήματα;
Δεν κοιτάς που απόμεινες (όχι φτωχός, προς Θεού) αλλά μόνος κάου μπόυ;
Δεν κοιτάς να βρεις καμμιά τρύπα στα μέτρα σου για να κρυφτείς, όταν όλοι θα σε καταζητούν για να σκυλέψουν το πολιτικό σου πτώμα;
Την Άνοιξη, την άνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες … που λέγανε και το ’21. Σιμά-κοντά.
Κατά τα άλλα εμείς, εγκλωβισμένοι σε μια ομηρία που εξέθρεψαν βολέματα χρόνων, να παρακολουθούμε την τελευταία απέλπιδα προσπάθεια ενός μετεξεταστέου πριν κριθεί ως αν-εξεταστέος, στην επίλυση μιας εξίσωσης με δύο αγνώστους:
Ποιο το κόμμα και ποιος ο αρχηγός.
Αλήθεια, μήπως θυμάται κανείς ο Κινγκ-Κονγκ τι τέλος είχε;…