Βιβλίο

Ο ήλιος παραμένει ήλιος (η λογική της ανάθεσης), του Άρη Μαραγκόπουλου

Spread the love

Σκέφτομαι εκείνους που, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση αναφωνούσαν όπως η γριά στο παρακάτω κείμενο από τη Μανία με την Άνοιξη, προσδοκώντας έναν από μηχανής θεό να κάνει τη «δύσκολη δουλειά» για τα προβλήματά τους, σκέφτομαι επίσης εκείνους που, λίγο διάστημα μετά, εκεί γύρω στη δεκαετία του ογδόντα, περίμεναν από τη 17 Νοέμβρη να κάνει το ίδιο, άνθρωποι όλοι που, με την ίδια πάνω κάτω λογική, ψηφίζουν ή κρυφο-υποστηρίζουν τη Χρυσή Αυγή σήμερα. Μέχρι εδώ δεν υποστηρίζω κάτι καινούργιο. Η σκέψη όμως που κάνω είναι ότι αυτοί οι κουρασμένοι, φοβισμένοι, απολίτικοι, αδρανοποιημένοι, χαζεμένοι, τρελαμένοι, απογοητευμένοι, αμόρφωτοι άνθρωποι, σήμερα είναι πάρα μα πάρα πολλοί.

 

Μια κουλτούρα παρακμής, ένας πολιτισμός της φτηνής κατανάλωσης, μια παιδεία ανεπρόκοπη επέτρεψαν σήμερα σε πάρα πάρα πολλούς ανθρώπους να σκέφτονται με την ίδια λογική της ανάθεσης της «δύσκολης δουλειάς» σε άλλους.

 

Τώρα που κάθε έννοια αλληλεγγύης έχει καταστραφεί (μαζί με την καταπάτηση, στρέβλωση, αλλοίωση, εξόντωση της ατομικής αξιοπρέπειας), τώρα που ο φόβος, ως κυρίαρχη στάση, έχει καλύψει όλο το φάσμα της ατομικής και της κοινωνικής ζωής, όλο και μεγαλύτερη μερίδα κόσμου προτιμά να αναθέτει αντί να δρα, αντί να δρα συλλογικά, αντί να διεκδικεί μαζικά, αντί να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει.

 

Πολύ φοβάμαι λοιπόν ότι με αυτές τις εκλογές, και ιδιαιτέρως αμέσως μετά, πολύς κόσμος θα περιμένει πράγματα που είναι αδύνατον να πραγματοποιηθούν από τη μια μέρα στην άλλη, αδύνατον οποιαδήποτε κυβέρνηση να τα καταφέρει μετά από τόση σωρευτική καταστροφή, και αυτό, ανεξάρτητα από τις καλές ή λιγότερο καλές προθέσεις της. Ο κόσμος στην Ελλάδα, στην πλειονότητά του, έχει διαπαιδαγωγηθεί στο να αναθέτει με τον πιο απλοϊκό τρόπο του κόσμου στην Πολιτική: σε διάλεξα, τώρα κάνε αυτά που φαντάζομαι (και μου υποσχέθηκες, βεβαίως βεβαίως) ότι μπορείς να μου κάνεις. Επομένως καλό είναι, ιδιαιτέρως η Αριστερά, να μην προσφέρει μεγάλο καλάθι, αλλά μαζί με τις υποσχέσεις (που έτσι κι αλλιώς μεγεθύνονται στο εκλογικό φαντασιακό) να διδάσκει κιόλας τη δυσκολία του όποιου εγχειρήματος. Ο κόσμος αλλάζει δύσκολα νοοτροπία σ’ αυτή τη χώρα. Πολύ δύσκολα (γι’ αυτό και το εδώ παράθεμα από τη Μανία).

 

 


 

Tον κέρασαν ρακή με ελιές, παξιμάδι, ντομάτα, τυρί και παστό χοιρινό. Kαθώς είχε αφεθεί σε μια ατέρμονη συζήτηση με τους βοσκούς, για το τυρί, για τα ζώα, για τα αγριοκούνελα, για τον καιρό, για τα φίδια, για τη ρακή, για την Aθήνα, για την πολιτική, για την ντόπια πέτρα, για την κατασκευή του δρόμου, για το φράγμα και την τεχνητή λίμνη, για τους απατεώνες πολιτικούς («Αααχ… πού θα πάει, δεν θα βρεθεί ξανά ένας Παπαδόπουλος!» έκανε αναστενάζοντας μια γριά, που παρακολουθούσε από μακριά τη συζήτηση και περίμενε να δει, σμίγοντας τα φρύδια της, την αντίδραση του Σανιδόπουλου – όμως εκείνος δεν πρόλαβε επειδή ο ένας βοσκός, ο νεότερος, την κατακεραύνωσε με σκαιό τρόπο: «Σκάσε, μάνα!»), για τα κουνέλια (πάλι), για το ντόπιο κρασί (που θα έπιναν στο πανηγύρι), για τα κατσίκια (και το νόστιμο κρέας που θα έτρωγαν στο πανηγύρι), για τον τρόπο που έσκαβαν τα σπίτια τους στον βράχο, για τα παιδιά τους, για τις δυσκολίες στο σχολείο (με δύο παιδιά που έμεναν εδώ μόνο για το καλοκαίρι, για να βοηθάνε), για τις δυσκολίες στο πανεπιστήμιο (τις άκουσε υπομονετικά από την όμορφη κόρη εκείνου με το παχύ μουστάκι – βρισκόταν στο νησί μόνο για τις διακοπές κι έμενε στη Xώρα με συμφοιτήτριές της), για τις δυσκολίες αλλά και την ομορφιά της ζωής, για τους Aλβανούς που εργάζονταν κοντά τους δίχως να δημιουργούν πολλά προβλήματα, για τις τσιμούχες που είχαν χαλάσει στο ένα αυτοκίνητο, για τα Nτάτσουν που δεν είναι ίδια με τα Tογιότα, για τα προβλήματα που θα έχουν μέχρι να συνηθίσουν το ευρώ, για τον καθαρό αέρα και τον βρόμικο αέρα, για την παγκόσμια φτώχεια, για το ότι δεν υπάρχει πια φιλότιμο, για τη χαλασμένη υγεία (η γριά που είχε επικαλεστεί τον Παπαδόπουλο έπασχε από χρόνιο άσθμα κι ο άντρας της, ένας ογδοντάρης παππούς με γυάλινο βλέμμα, διαρκώς καρφωμένο στο πέλαγος, συνεχώς αμίλητος, «κοντά τριάντα χρόνια έχει να μιλήσει» – του είπαν με ύφος ανθρώπων που έχουν μάθει να αποδέχονται τη μοίρα τους), για τους άχρηστους πολιτικούς ξανά και ξανά, για την ημέρα του Σωτήρος (γιόρταζε αυτός με το χιτλερικό μουστάκι) και πέρσι που, στην επιστροφή, παρολίγον να γκρεμιστούν στον γκρεμό, επειδή ο Σωτήρης είχε παραπιεί (φέτος, στην επιστροφή, θα οδηγούσε οπωσδήποτε η κόρη του), για τη δουλειά του Σανιδόπουλου, για την απουσία του στο εξωτερικό (περιληπτικά, με πολλή προσοχή αυτά), για τις δουλειές στην Aθήνα και την παγκόσμια οικονομική κατάσταση (κάπως υποτιμητικά), για ένα νεότερο ξάδελφό τους που πέρασε εκείνη την ώρα με την Αλβανίδα γυναίκα του και το μικρό τους παιδί, για τον τουρισμό στο νησί που δεν δημιουργούσε και τόσες δουλειές (που μάλλον, όπως κατάλαβε, τους κούραζε ο πολύς κόσμος, δεν τρελαίνονταν όπως στα άλλα νησιά για τους τουρίστες), για τα κοπάδια τα κατσίκια που δεν μπορούν να τα αφήνουν ελεύθερα όπως παλιά, για τη νύχτα που έφερνε σιγά σιγά μια υγρασία, για το άσπρο πουκάμισο του ενός που δεν είχε ακόμα σιδερωθεί, για το μπάνιο που έμπαιναν ουρά ο ένας μετά τον άλλο, όπου ο προηγούμενος έβγαινε λαμπερός, φρεσκοξυρισμένος και πανευτυχής – οι γυναίκες κιόλας από την ώρα που έφτασαν ήταν πλυμένες και ντυμένες με τα γιορτινά τους ρούχα (το πρόσεξε αμέσως αυτό: ντύνονταν και φέρονταν πολύ πιο συντηρητικά από τις άλλες γυναίκες στη Xώρα), κι ενώ στην αρχή υποκρίθηκαν τις ενοχλημένες που οι άντρες τους κουβάλησαν ξένο τέτοια μέρα (το τόνισαν δυο τρεις φορές καθώς έφερναν αλλεπάλληλα πιάτα με μεζέδες: «Δεν μπορούσαν να τον περιποιηθούν όπως θα ήθελαν»), στη συνέχεια ήταν ευχαριστημένες, μέσα τους ήξεραν καλά: ήταν θείο δώρο να φτάσει στα σπίτια τους ένας ξένος, τέτοια γιορτινή μέρα, πότε άλλοτε θα συνέβαινε, από πότε είχε να συμβεί, τον παρακολουθούσαν και τον έτρωγαν οι γυναίκες τι φορούσε, τι κρατούσε, πώς μιλούσε, πώς γελούσε, ύστερα έριχναν ένα βλέμμα στους άντρες τους κι ήταν σαν να ησύχαζαν: δεν είχε αλλάξει ο κόσμος τόσο πολύ, δεν είχαν γίνει, βρε αδερφέ, κοσμοϊστορικές αλλαγές – και στο ίδιο συμπέρασμα είχαν φτάσει προ πολλού και οι άντρες τους: ύστερα από τόση μακριά συζήτηση με τον ξένο καταλάβαιναν ότι δεν χρειαζόταν να αλλάξουν απόψεις σε κάτι, τίποτε δεν τους τρόμαζε, ο ήλιος παρέμενε ήλιος και το μουνί μουνί, ναι, τα ήξεραν όλα.

 

Kι όταν με το βλέμμα απλανές κι αυτός (ένεκα η ρακή και το απέραντο πέλαγος ως πέρα μακριά) άρχισε να διηγείται ιστορίες από έξω, από την Aθήνα και τον κόσμο, κυρίως από τον κόσμο, όσο προχωρούσε, όσο έδινε λεπτομέρειες για το εργοστάσιο με τα χημικά που μόλυνε τον Pήνο, όσο εξηγούσε καλύτερα το φαινόμενο της όξινης βροχής που σκοτώνει και τα ελληνικά κυπαρίσσια, τόσο περισσότερο αισθανόταν κι ο ίδιος ότι τα ξέρουν όλα, ότι δεν υπάρχει κάτι καινούργιο να τους πει, έξω από τις στατιστικές (που στο κάτω κάτω δεν τις χειριζόταν και τόσο καλά) – όλα τα άλλα ήταν γνωστά ή αναμενόμενα ή, απλώς, θλιβερά, καμωμένα από την ίδια θλίψη που ζωγράφιζε από κτίσεως κόσμου την ανθρώπινη ματαιότητα.

 

Oπότε κάποια στιγμή σώπασαν κι άφησαν το βουνίσιο αεράκι, τη μυρωδιά των σκίνων και τη βραδινή υγρασία να σκεπάσουν τις ποτισμένες με ρακή φιγούρες τους. Mπήκαν στα Nτάτσουν και στα Tογιότα κι έφυγαν όλοι με δικαιολογημένη προσμονή για το πανηγύρι. Όλη αυτή την ώρα, ο Σανιδόπουλος δεν σκέφτηκε τίποτε από αυτά που τον απασχολούσαν το πρωί. H παρέα των σκληροτράχηλων βοσκών και των γυναικών τους είχε επικαθίσει σαν βάλσαμο πάνω στις χαίνουσες πληγές του παρασυμπαθητικού του συστήματος.

 

 * απόσπασμα από το βιβλίο του Άρη Μαραγκόπουλου “Η μανία με την Άνοιξη”, κεφ. “Του Σωτήρος”

 

Άρης Μαραγκόπουλος

SHARE
RELATED POSTS
Διαβάζοντας: “Τα δικά μας χρόνια”, του Άγγελου Κουτσούκη
Philip Kerr “Φοβού τους Δαναούς”, μυθιστόρημα, του Άγγελου Κουτσούκη
Ένα σπάνιο έργο για την παγκόσμια διπλωματία, του Ηλία Καραβόλια 

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.